Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Σκιάχτρα Ι, του Ολιβέριο Χιρόντο

(Μετάφρ.: Nathalie)



Δεν ξέρω, δεν δίνω δεκάρα για το αν οι γυναίκες έχουν στήθη σαν μανόλιες ή σαν σταφίδες σύκου` επιδερμίδα ροδάκινου ή γυαλόχαρτου. Δε δίνω μία, αν ξυπνούν με μια αναπνοή αφροδισιακή ή με μια αναπνοή εντομοκτόνου. Είμαι απόλυτα ικανός να ανεχτώ σε αυτές μια μύτη που θα έπαιρνε το πρώτο βραβείο σε έκθεση καρότου` αλλά αυτό ναι! και σ' αυτό είμαι αδιάλλακτος, δεν τους συγχωρώ, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, το να μην ξέρουν να πετάνε. Αν δεν ξέρουν να πετάνε αυτές που προσπαθούν να με αποπλανήσουν χάνουν το χρόνο τους!

Αυτός ήταν κι όχι άλλος, ο λόγος που ερωτεύτηκα, τόσο τρελά, τη Μαρία Λουίσα.

Τι με ένοιαζαν τα για παράδοση χείλη της και οι θειούχες ζήλιες της; Τι με ένοιαζαν τα άκρα της τα υμενόποδου και οι αποκλειστικής πρόγνωσης ματιές της;

Η Μαρία Λουίσα ήταν ένα αληθινό φτερό!

Από το χάραμα πετούσε από το υπνοδωμάτιο στην κουζίνα, πετούσε από την τραπεζαρία 
στο κελάρι. Πετώντας μου ετοίμαζε το μπάνιο, το πουκάμισο. Πετώντας έκανε τα ψώνια της, τις δουλειές της. 

Με τι ανυπομονησία περίμενα να γυρίσει, πετώντας, από κάποια βόλτα εδώ γύρω! Εκεί μακριά, χαμένη ανάμεσα στα σύννεφα, μια ροζ κουκκιδούλα. "Μαρία Λουίσα! Μαρία Λουίσα!"... και σε λίγα δευτερόλεπτα, ήδη με αγκάλιαζε με τα φτερωτά πόδια της, για να με πάει, πετώντας, σε οποιοδήποτε μέρος. 

Κατά τη διάρκεια χιλιομέτρων σιωπής σχεδιάζαμε κάποιο χάδι που θα μας έκανε να προσεγγίσουμε τον παράδεισο` ώρες ολόκληρες φωλιάζαμε σε κάποιο σύννεφο, σαν δυο άγγελοι, και ξαφνικά, σε περιστροφή, σε νεκρό φύλλο, η αναγκαστική προσγείωση ενός σπασμού.

Τι απόλαυση να έχεις μια γυναίκα τόσο ελαφριά..., παρόλο που μας κάνει να βλέπουμε, μια στο τόσο, τα αστέρια! Τι ηδονή αυτή του να περνάς τις μέρες ανάμεσα στα σύννεφα... αυτή του να περνάς τις νύχτες σε μια μόνο πτήση!

Αφότου γνωρίσουμε μια γυναίκα αιθέρια, μπορεί να μας προσφέρει κάποιου είδους θέλγητρα μια γυναίκα γήινη; Αλήθεια, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του να ζεις με μια αγελάδα ή με μια γυναίκα που θα έχει τους γλουτούς στα εβδομήντα οκτώ εκατοστά από το πάτωμα;

Εγώ τουλάχιστον, είμαι ανίκανος να αντιληφθώ την αποπλάνηση από μια γυναίκα πεζή, και όση προσπάθεια και να καταβάλω για να το συλλάβω, δεν μου είναι δυνατό ούτε καν να φανταστώ πως θα μπορούσα να κάνω έρωτα με άλλον τρόπο, εκτός από πετώντας.


Espantapájaros (1932)

Πηγή

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Αλληλογραφία υπό, του Μάριο Σαντιάγο Παπασκιάρο

(Μετάφρ.: Nathalie)

H θάλασσα αγγίζει τα κορμιά μας
για να νιώσει το δικό της κορμί
Το ίδιο στο βραχώδες Μανσανίγιο
όπως στο Neviot / κοραλλιογενές νησί της ερήμου
Εμείς επιστρέφουμε το χαμόγελό της από αλάτι
σχεδιάζοντας τα ονόματά μας και τις λαχτάρες μας
στο καβούκι των καβουριών
που μοιάζουν να ψάχνουν παλιά ξύλινα πόδια που έχει καταπιεί η άμμος
Η θάλασσα σηκώνεται ανάποδα
& μας τραγουδά / στη γλώσσα την πιο γυμνή & συναφή στο άγγιγμά μας
Το λιμάνι Βεντρές Βίγιε βρυχάται σαν τόνος μαινόμενος στα μάτια μας
Ο Μπέρναρντ πιάνει 1 από τα σκουλαρίκια πράσινο φθόριο στα καρφωμένα από 1 σκατζόχοιρο μαλλιά
Οι υπόλοιποι ψαράδες του Saint Joan Fetiche II
απ' τις γαρίδες τους με τον τρόπο τους εκμυστηρεύονται
με αυτό μαζί και η θάλασσά τους, που τους κινηματογραφεί σταθερά
Εδώ όπου εκείνοι λύνουν το νευρικό τους παντελόνι
& τα χείλη τους δε σταματούν να ωρύονται
όταν βλέπουν μέχρι και τις κυνάγχες του Βράχου του Γιβραλτάρ
να κινούνται σαν ζάρια ή ασημένια ψάρια
στη σκιά των ποτηριών τους των γεμάτων ρούμι.



Πηγή

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

6 γράμματα του Ρομπέρτο Μπολάνιο στον Χουάν Πάσκο*: Γράμμα πρώτο

(Μετάφρ.: Nathalie)

“Μπαρσελόνα η Τρελόγκα** — πρώτη Ιουλίου; Καταλονία. 1977”.

Με τον Μπρούνο γράψαμε στίχους, ποιήματα υπογεγραμμένα μεταξύ των δυο μας, και μιλήσαμε για τη δομή και το λόγο, για να διασκεδάσουμε. Ο δικός μας ποιητικός λόγος είναι στην πραγματικότητα να ετοιμάζουμε τα σακίδιά μας για την εποχή του σταφυλλιού, γαλλικός Νότος, ή να ψάχνουμε το Μάριο και να μεθάμε οι τρεις μας συν τρεις ωραίες συντρόφισσες σε κάποια παραλία. Απομεινάρια του Υπορεαλισμού***: η γενιά της Διασποράς. Απελευθέρωση, ναι, απελευθέρωση από όλα, από την ίδια τη μνήμη που μας κατέχει (Βισέντε dixit) και από τρέιλερ γεμάτα μανιφέστα και όργια...
Ποίηση- Σύσπαση. Ποίηση- Σαύρα. Ποίηση Βλέφαρο Τρελού. Η ελευθερία μαχαιρωμένη σε ένα φθηνό σινεμά και να ξαναγεννιέται σε ένα φθηνό σινεμά & όλοι ξαφνικά να δεχόμαστε εισβολή από μια παράξενη μυρωδιά & κοπέλες να χειροκροτούν (ΝΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΝ) στη δική μας γέρικη και βρωμιάρα καρδιά εγγενών χαμένων όπως έλεγε το γέρικο και βρωμιάρικο πτώμα του Νιλ Κάσαντι...
Αρχικά θα σαπίσει η πρόζα μου. Τα λυπημένα διηγήματά μου. Μετά θα σαπίσει το θέατρό μου (έχω ανακαλύψει πως ΟΛΟ μου το θέατρο το έχω πραγματοποιήσει προκειμένου ο Μάριο να κάνει τον πρώτο ρόλο, προκειμένου αυτός να κάνει το δικό μου ρόλο, να πρωταγωνιστήσει τα όνειρά μου, όμορφο ε;) Μετά ΕΓΩΟΙΔΙΟΣ, τούτος ο φίλος ο λίγο έξυπνος. Μετά η ποίησή μου. Μετά θα αναστηθώ στο στήθος ενός ΑΤΙΑ. Μετά θα με ξυπνήσει μια κοπέλα και θα πει πως μιλούσα κοιμισμένος, & θα πεί αγάπη & εγώ θα πω τι είπα & αυτή θα πεί δεν πειράζει κοιμίσου λίγο ακόμα. Μετά ένα ξέφρενο ροκ με τον τραβεστί Αϊνστάιν.
Η ζωή είναι το δικό μας τραγούδι στο κλάσμα του χρόνου που μας λαχαίνει...
Χουάν, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΟΡΓΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΕΡΕΙΣ ΤΡΕΛΟΥΣ ΛΟΥΜΠΕΝ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΡΕΛΑ ΟΡΓΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ. "Σκίσε τα βιβλία πριν αυτά σκίσουν την ψυχή σου": αντιφατική αλήθεια, που μπορεί να ταιριάξει στο λόγο του 
Γκαίρινγκ και το λόγο του Τσε` σα να λέμε: τρέψου σε φυγή, περιστέρι κουκουρουκουκού****...
Μια αγκαλιά,
Ρ.

* Juan Pascoe: Τυπογράφος και ιδρυτής του εκδοτικού οίκου ονόματι Taller Martín Pescador (Το εργαστήρι της Αλκυόνας), όνομα το οποίο υπήρξε πρόταση του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Σε αυτόν τον οίκο εξέδωσαν τα ποιήματά τους πολλοί νέοι καλλιτέχνες της "Γενιάς χωρίς όνομα" του Μεξικού, ενώ ο Μπολάνιο εξέδωσε εκεί την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Reinventar el amor y otros poemas  (μεταφρασμένα ποιήματα από αυτή τη συλλογή εδώ, εδώ και εδώ).
** Στο πρωτότυπο: Barcelona La Loca, λογοπαίγνιο του συγγραφέα με τη Juana La Loca (Ιωάννα Α΄ της Καστίλης).
*** Καλλιτεχνικό κίνημα που ίδρυσαν είκοσι νέοι ποιητές το 1975 στο Μεξικό. Ανάμεσά τους ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο Μάριο Σαντιάγο Παπασκιάρο, το Χοσέ Βισέντε Ανάγια, το Ρουμπέν Μεδίνα και τον Χοσέ Ρόσας Ριμπέιρο. Το μανιφέστο τους μεταφρασμένο εδώ.
**** Πιθανή αναφορά στο κλασικό μεξικανικό κομμάτι Cucurrucucú paloma.


Πηγή

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Ο επισκέπτης, της Αμπάρο Δάβιλα

 (Μετάφρ.: Nathalie)



Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη μέρα που ήρθε για να μείνει με εμάς. Ο άντρας μου τον έφερε στην επιστροφή του από ένα ταξίδι. 
Ήμασταν τότε κοντά στα τρία χρόνια γάμου, είχαμε δυο παιδιά κι εγώ δεν ήμουν ευτυχισμένη. Αποτελούσα για τον σύζυγό μου κάτι σαν ένα έπιπλο, που συνηθίζει κανείς να βλέπει σε ένα ορισμένο μέρος, αλλά που δεν προκαλεί την παραμικρή εντύπωση. Ζούσαμε σε ένα μικρό χωριό, απομονωμένο και μακριά από την πόλη. Ένα χωριό σχεδόν νεκρό ή στο όριο του να εξαφανιστεί.
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω μια κραυγή τρόμου, όταν τον είδα για πρώτη φορά. Ήταν θλιβερός, δυσοίωνος. Με μεγάλα κιτρινισμένα μάτια, σχεδόν στρογγυλά και χωρίς βλεφάρισμα, που έμοιαζαν να διαπερνούν τα πράγματα και τα πρόσωπα.
Η δύστυχη ζωή μου μετατράπηκε σε μια κόλαση. Την ίδια νύχτα της άφιξής του ικέτευσα το σύζυγό μου να μη με καταδικάσει στο μαρτύριο της παρέας του. Δεν μπορούσα να  του αντισταθώ` μου ενέπνεε δυσπιστία και τρόμο. "Είναι τελείως άκακος"- είπε ο άντρας μου κοιτώντας με με υπογραμμισμένη αδιαφορία. "Θα συνηθίσεις στην παρέα του, αν δεν το καταφέρεις..." Δεν υπήρχε τρόπος να τον πείσω να τον πάρει. Έμεινε στο σπίτι μας.
Δεν ήμουν η μόνη που υπέφερα από την παρουσία του. Όλοι στο σπίτι- τα παιδιά μου, η γυναίκα που με βοηθούσε στις δουλειές, ο μικρός της γιος- νιώθαμε ανατριχίλα γι' αυτόν. Μόνο ο άντρας μου απολάμβανε να τον έχει εκεί. Από την πρώτη μέρα, ο άντρας μου του διέθεσε το δωμάτιο στη γωνία. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, αλλά υγρό και σκοτεινό. Για αυτά τα μειονεκτήματα εγώ ποτέ δεν ασχολιόμουν με αυτό. Παρόλα αυτά, εκείνος έδειχνε να αισθάνεται ευχαριστημένος με το δωμάτιο. Μιας και ήταν αρκετά σκοτεινό, ταίριαζε με τις ανάγκες του. Κοιμόταν μέχρι το σκοτείνιασμα και ποτέ δεν ήξερα τι ώρα ξάπλωνε.
Έχασα τη λίγη ειρήνη που απολάμβανα στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, όλα κινούνταν με προφανή κανονικότητα. Εγώ σηκωνόμουν πάντα πολύ νωρίς, έντυνα τα παιδιά που ήδη ήταν ξύπνια, τους έδινα το πρωινό και τα διασκέδαζα ενώ η Γουαδαλούπε συγύριζε το σπίτι και έβγαινε να αγοράσει τα ζητούμενα. Το σπίτι ήταν πολύ μεγάλο, με έναν κήπο στο κέντρο και δωμάτια διανεμημένα γύρω του. Ανάμεσα στα υπνοδωμάτια και στον κήπο υπήρχαν διάδρομοι που προστάτευαν τα δωμάτια από τη δριμύτητα της βροχής και του αέρα που ήταν συχνά. Το να έχεις τακτοποιημένο ένα σπίτι τόσο μεγάλο και προσεγμένο τον κήπο, η καθημερινή μου δραστηριότητα του πρωινού, ήταν ζόρικη δουλειά. Αλλά εγώ αγαπούσα τον κήπο μου. Οι διάδρομοι ήταν καλυμμένοι από αναρριχητικά φυτά που άνθιζαν σχεδόν όλο το χρόνο. Θυμάμαι πόσο μου άρεσε, τα απογεύματα, να κάθομαι σε κάποιον από αυτούς τους διαδρόμους για να ράβω τα ρούχα των παιδιών, ανάμεσα στο άρωμα από το αγιόκλημα και τις βουκαμβίλιες.
Στον κήπο καλλιεργούσα χρυσάνθεμα, σκέψεις, βιολέτες των Άλπεων, μπιγκόνιες και ηλιοτρόπια. Ενώ πότιζα τα φυτά, τα παιδιά διασκέδαζαν ψάχνοντας για σκουλήκια ανάμεσα στα φύλλα. Ενίοτε περνούσαν ώρες, σιωπηλά και πολύ προσεκτικά, προσπαθώντας να πιάσουν τις σταγόνες νερού που ξέφευγαν από το παλιό λάστιχο. Εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάω, μια στις τόσες, μέχρι το δωμάτιο στη γωνία. Παρόλο που περνούσε όλη τη μέρα κοιμισμένος δεν μπορούσα να τον εμπιστευτώ. Υπήρξαν πολλές φορές που όταν έφτιαχνα το φαγητό έβλεπα ξαφνικά τη σκιά του να προβάλλεται πάνω στη ξυλόσομπα. Τον ένιωθα πίσω μου... πέταγα στο πάτωμα αυτό που είχα στα χέρια μου και έβγαινα τρέχοντας από την κουζίνα, ουρλιάζοντας σαν τρελή. Αυτός γυρνούσε πάλι στο δωμάτιό του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Πιστεύω πως αγνοούσε εξ' ολοκλήρου τη Γουαδαλούπε, ποτέ δεν την πλησίαζε ούτε την καταδίωκε. Δεν ήταν το ίδιο με τα παιδιά και με μένα. Εκείνα τα μισούσε κι εμένα με παραμόνευε πάντα.
Όταν έβγαινε από το δωμάτιό του άρχιζε ο πιο τρομερός εφιάλτης που θα μπορούσε κανείς να ζήσει. Καθόταν πάντα σε ένα μικρό κιόσκι, απέναντι από την πόρτα του δωματίου μου. Εγώ δεν έβγαινα πια. Κάποιες φορές, σκεπτόμενη πως ακόμα κοιμόταν, πήγαινα ως την κουζίνα για το κολατσιό των παιδιών, ξαφνικά τον ανακάλυπτα σε κάποια σκοτεινή γωνιά του διαδρόμου, κάτω από τα αναρριχητικά φυτά. "Εκεί είναι ήδη, Γουαδαλούπε!", φώναζα απελπισμένη.
Η Γουαδαλούπε κι εγώ ποτέ δεν τον κατονομάζαμε, μας φαινόταν πως με το που θα το κάναμε, εκείνο το ζοφερό ον θα αποκτούσε υπόσταση. Πάντα λέγαμε: Είναι εκεί, τώρα βγήκε, κοιμάται, αυτός, αυτός, αυτός...
Είχε μόνο δύο γεύματα, ένα όταν σηκωνόταν στο σούρουπο και το άλλο, ίσως, το ξημέρωμα πριν ξαπλώσει. Η Γουαδαλούπε ήταν η επιφορτισμένη με το να του πηγαίνει το δίσκο, μπορώ να διαβεβαιώσω πως τον πέταγε μέσα στο δωμάτιο οπότε η καημένη η γυναίκα υπέφερε τον ίδιο τρόμο με εμένα. Όλη του η διατροφή περιοριζόταν στο κρέας, δεν δοκίμαζε τίποτα άλλο.
Όταν τα παιδιά αποκοιμιούνταν, η Γουαδαλούπε μου έφερνε το δείπνο στο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να τα αφήσω μόνα τους, ξέροντας πως είχε σηκωθεί ή ήταν έτοιμος να το κάνει. Μια φορά, αφού είχε τελειώσει τις δουλειές της, η Γουαδαλούπε έφυγε με το μικρό της να κοιμηθεί κι εγώ έμεινα μόνη, ατενίζοντας τον ύπνο των παιδιών μου. Μιας και η πόρτα του δωματίου μου έμενε πάντα ανοιχτή, δεν τολμούσα να ξαπλώσω, τρέμοντας πως σε οποιαδήποτε λεπτό θα μπορούσε να εισέλθει και να μας επιτεθεί. Και δεν ήταν εφικτό να την κλείσω` ο άντρας μου έφτανε πάντα αργά και με τον να μην τη βρει ανοιχτή ποιος ξέρει τι θα σκεφτόταν.. Κι έφτανε αρκετά αργά. Είχα πολλή δουλειά, είπε κάποια φορά. Σκέφτομαι πως τον ψυχαγωγούσαν επίσης άλλα πράγματα...
Ένα βράδυ ήμουν ξύπνια μέχρι κοντά τις δύο το πρωί, ακούγοντάς τον απ'έξω... Όταν ξύπνησα, τον είδα δίπλα στο κρεβάτι μου, να με κοιτάζει με το σταθερό του βλέμμα, το διαπεραστικό... Πήδηξα απ'το κρεβάτι και του πέταξα τη λάμπα πετρελαίου που άφηνα αναμμένη όλη τη νύχτα. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως σε εκείνο το χωριό κι εγώ δεν θα το είχα αντέξει να μείνω στα σκοτάδια, ξέροντας πως οποιοδήποτε λεπτό... Αυτός ξέφυγε από το χτύπημα και βγήκε από το δωμάτιο. Η λάμπα συνετρίβη στο τούβλινο δάπεδο και το πετρέλαιο αναφλέχθηκε γρήγορα. Αν δεν ήταν η Γουαδαλούπε που έσπευσε στις κραυγές μου, θα είχε καεί όλο το σπίτι.
Ο άντρας μου δεν είχε χρόνο να με ακούσει ούτε τον ενδιέφερε για ό,τι γινόταν στο σπίτι. Μιλούσαμε μόνο όσο ήταν απαραίτητο. Ανάμεσά μας, εδώ και καιρό η αγάπη και τα λόγια είχαν εξαντληθεί.
Αισθάνομαι πάλι άρρωστη όποτε θυμάμαι... Η Γουαδαλούπε θα είχε βγει για ψώνια και άφησε το μικρό Μαρτίν κοιμισμένο σε ένα κιβώτιο όπου τον κοίμιζε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πήγα να τον δω αρκετές φορές, κοιμόταν ήρεμος. Ήταν κοντά μεσημέρι. Χτένιζα τα παιδιά μου όταν άκουσα το κλάμμα του μικρού αναμεμιγμένο με παράξενες κραυγές. Όταν έφτασα στο δωμάτιο τον βρήκα να χτυπάει σκληρά το παιδί. Ακόμη δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς χτυπούσε τον μικρό και πώς ρίχτηκα εναντίον του με ένα παλούκι που βρήκα στο χέρι και του επιτέθηκα με όλη μου τη συσσωρευμένη όλον αυτόν τον καιρό οργή. Δεν ξέρω αν έφτασα να του προκαλέσω μεγάλη ζημιά, λοιπόν έπεσα χωρίς σκέψη. Όταν η Γουαδαλούπε επέστρεψε από το θέλημα, με βρήκε λιπόθυμη και το μικρό της γεμάτο με χτυπήματα και γρατζουνιές που αιμορραγούσαν. Ο πόνος και το θάρρος που ένιωσε ήταν τρομερά. Ευτυχώς το παιδί δεν πέθανε και ανάρρωσε γρήγορα.
Έτρεμα πως η Γουαδαλούπε θα έφευγε και θα με άφηνε μόνη. Αν δεν το έκανε, ήταν γιατί ήταν μια ευγενής γυναίκα και θαρραλέα και ένιωθε μεγάλη στοργή για τα παιδιά και για μένα. Αλλά τούτη τη μέρα γεννήθηκε εντός της ένα μίσος που φωνασκούσε για εκδίκηση.
Όταν διηγήθηκα αυτό που είχε συμβεί στον άντρα μου, απαίτησα να τον πάρει μακριά, ισχυριζόμενη ότι μπορούσε να σκοτώσει τα παιδιά μας όπως προσπάθησε να κάνει με τον μικρό Μαρτίν. "Κάθε μέρα γίνεσαι πιο υστερική, είναι πραγματικά λυπηρό και θλιβερό να σε βλέπει κανείς έτσι... σου έχω εξηγήσει χιλιάδες φορές πως είναι ένα ακίνδυνο πλάσμα."
Σκέφτηκα τότε να το σκάσω από εκείνο το σπίτι, από τον άντρα μου, από εκείνον,,, Αλλά δεν είχα λεφτά και οι τρόποι επικοινωνίας ήταν δύσκολοι. Χωρίς φίλους ούτε συγγενείς στους οποίους να προστρέξω, ένιωθα τόσο μόνη όσο ένα ορφανό.
Τα παιδιά μου ήταν τρομοκρατημένα, δεν ήθελαν πια να παίζουν στον κήπο και δεν έφευγαν από το πλάι μου. Όταν η Γουαδαλούπε πήγαινε στην αγορά, κλεινόμουν με αυτά στο δωμάτιό μου.
- Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί- είπα μια μέρα στη Γουαδαλούπε.
- Πρέπει να κάνουμε κάτι και γρήγορα- μου απάντησε.
- Αλλά τι μπορούμε να κάνουμε οι δυο μας, μόνες μας; Μόνες, είναι αλήθεια, αλλά με ένα μίσος...
Τα μάτια της είχαν μια παράξενη λάμψη. Ένιωσα φόβο και χαρά.
Η ευκαιρία έφτασε εκεί που λιγότερο την περιμέναμε. Ο άντρας μου έφυγε για την πόλη για να διευθετήσει κάποιες υποθέσεις Θα αργούσε να επιστρέψει, όπως μου είπε, είκοσι μέρες.
Δεν ξέρω αν αυτός έμαθε πως ο άντρας μου είχε φύγει, αλλά τούτη τη μέρα ξύπνησε νωρίτερα από το συνηθισμένο κι εγκαταστάθηκε απέναντι από το δωμάτιό μου. Η Γουαδαλούπε και το παιδί της κοιμόντουσαν στο δωμάτιό μου και για πρώτη φορά μπόρεσα να κλείσω την πόρτα.
Η Γουαδαλούπε κι εγώ περάσαμε σχεδόν όλη τη νύχτα κάνοντας σχέδια. Τα παιδιά κοιμόντουσαν ήσυχα. Πότε πότε ακούγαμε πως έφτανε μέχρι την πόρτα του δωματίου και τη χτυπούσε με μανία...
Την επόμενη ημέρα δώσαμε στα τρία παιδιά πρωινό και, για να είμαστε ήσυχες και για να μην εμποδίσουν τα σχέδιά μας, τα κλείσαμε στο δωμάτιό μου. Η Γουαδαλούπε κι εγώ είχαμε πολλά πράγματα να κάνουμε και τόση βιασύνη στο να τα πραγματοποιήσουμε που δεν μπορούσαμε να χάσουμε χρόνο ούτε για να φάμε.
Η Γουαδαλούπε έκοψε διάφορες σανίδες, μεγάλες και ανθεκτικές, ενώ εγώ έψαχνα σφυρί και καρφιά. Όταν όλα ήταν έτοιμα, φτάσαμε χωρίς να κάνουμε θόρυβο, μέχρι το δωμάτιο στη γωνία. Τα πορτόφυλλα ήταν μισάνοικτα. Κρατώντας την αναπνοή μας, κατεβάσαμε τα μάνταλα, μετά κλείσαμε την πόρτα με κλειδί και αρχίσαμε να καρφώνουμε τις σανίδες μέχρι να την κλείσουμε τελείως. Ενώ δουλεύαμε, λιπαρές σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν από το μέτωπό μας. Τότε δεν έκανε θόρυβο, έμοιαζε λες και κοιμόταν βαθιά. Όταν όλα είχαν τελειώσει, η Γουαδαλούπε κι εγώ αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν φρικτές. Έζησε πολλές μέρες χωρίς αέρα, χωρίς φως, χωρίς τρόφιμα... Στην αρχή χτυπούσε την πόρτα, πετιόταν κατά πάνω της, ούρλιαζε απελπισμένος, γρατζούναγε... Ούτε η Γουαδαλούπε ούτε εγώ μπορούσαμε να κοιμηθούμε, ούτε να φάμε, ήταν τρομερές οι κραυγές! Ενίοτε σκεφτόμασταν πως ο άντρας μου θα επέστρεφε πριν να έχει πεθάνει. Αν τον έβρισκε έτσι...! Η αντοχή του ήταν πολλή, νομίζω πως έζησε κοντά δυο βδομάδες...
Μια μέρα δεν ακουγόταν πια κανένας θόρυβος. Ούτε κάποιος θρήνος... Παρ' όλα αυτά, περιμέναμε δύο ακόμη μέρες πριν ανοίξουμε το δωμάτιο.
Όταν ο άντρας μου επέστρεψε, τον υποδεχτήκαμε με την είδηση του αιφνίδιου και αλλόκοτου θανάτου του.

Πηγή

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Αγκυροβολημένη, της Ελβίρα Σάστρε

 (Μεταφρ.: Nathalie)



Δεν είναι το κρύο,
μήτε η βροχή,
μήτε ο χειμώνας που κρέμεται απ'το παράθυρο,
μήτε οι έρημοι δρόμοι,
μήτε ο αέρας που σαρώνει ό,τι απομένει από μένα
ένα οποιοδήποτε πρωινό.

Δεν είναι αυτή η εξαρθρωμένη πόλη,
μήτε μια άκαιρη κραυγή
δεν είναι ότι η μοναξιά με αναγκάζει να σε επιθυμώ
και να μην ξέρω τι να κάνω με αυτά τα άδεια χέρια,
με αυτό το σύννεφο που απειλεί την πόρτα μου.

Δεν είναι πως φοβάμαι ότι χάνεται ο ορίζοντάς μου,
ότι συρρικνώνομαι σε άλλο σώμα
ανίκανη να είμαι ο ωκεανός μου,
να σε χάνω για λίγα λεπτά
και να με βρίσκω μέσα σε αυτά.

Έτσι απλά,
ο καθρέφτης,
η σιωπή,
το άδειο κρεβάτι.

Η
ερώτηση
που
είναι
μόνο

ερώτηση.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Καλά, όμορφα είναι τα πουλιά, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

(Μετάφρ.: Nathalie)




Καλά, όμορφα είναι τα πουλιά που στις δώδεκα τη νύχτα τραγουδούν
σε εγκατελειμμένα λεωφορεία
και όμορφο το μικρό φως από κάποιο μπαρ
για να λες εσύ πως είσαι 18 χρονών, για να σκοντάφτω
εγώ με τη μασκαρεμένη αγαλλίαση του Μάγου Μαντράκε*
για να ακούω τις ιστορίες σου για δέντρα και ποδήλατα
όλα στις φλόγες η γειτονιά` να ξέρω ότι ζεις
με ένα νεαρό ποιητή, στο σκληρό του κρεβάτι, ανάμεσα στα μπράτσα του
που τους έχει κάνει τατουάζ ο θάνατος, και τότε κάτω από ποιό τραγούδι
μπορώ να σε αγαπήσω, κάτω από ποιό φως μπορώ να περάσω τα δάχτυλά μου
από τα χείλη σου, σε ποιά γη να κυλιστώ γυμνός μαζί σου και
να σου κάνω έρωτα

ναι εγώ ξέρω
ότι θα μείνεις να με κοιτάς σας να ήμουν ο άνεμος
ή σαν να έβρεχε
πάνω στους ζωολογικούς κήπους, πάνω στα λουλούδια, πάνω στις σιδερένιες
καρέκλες, πάνω στα μυαλά μας σχεδόν διατεταγμένα
αν εγώ ξέρω
πως θα φύγεις δαγκώνοντας τα χείλη σου
κοιτώντας το σώμα σου να αντικατοπτρίζεται στις βιτρίνες, πιο μόνη
από την Ιωάννα της Λωραίνης
κορίτσι με μαύρα μαλλιά, ιστορίες με κεραυνόπληκτα αγόρια
κορίτσι με μαλακό στόμα, τον καπνό των τσιγάρων μας, να ξεχειλίζει τη 
νύχτα της τρυφερότητάς σου.


*Mandrake the Magician: σειρά κόμικ του Lee Falk

Reinventar el amor y otros poemas, 1976

Πηγή

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Μοναξιά, του Άλβαρο Μούτις

(Μετάφρ.:Nathalie)





Στη μέση της ζούγκλας, στην πιο σκοτεινή νύχτα των μεγάλων δέντρων, περιτριγυρισμένος από την υγρή σιωπή, τη διασκορπισμένη από τα φαρδιά φύλλα της άγριας μπανανιάς, ο Γκαβιέρο γνώρισε το φόβο των πιο απόκρυφων αθλιοτήτων του, τον τρόμο ενός μεγάλου κενού που καιροφυλακτούσε μετά από τα χρόνια του, τα γεμάτα ιστορίες και τοπία. Όλη τη νύχτα ο Γκαβιέρο παρέμεινε σε μια επώδυνη ξαγρύπνια, περιμένοντας, τρέμοντας την κατάρρευση του είναι του, το ναυάγιό του στα περιστρεφόμενα νερά της παράνοιας. Από αυτές τις πικρές ώρες της αϋπνίας, του Γκαβιέρο τού έμεινε μια κρυφή πληγή από την οποία κατά καιρούς κυλούσε η αμυδρή λύμφη ενός κρυφού και ακατανόμαστου φόβου. Η οχλοβοή των κακατούα που διέσχιζαν σε σμήνη τη ρόδινη εξάπλωση της αυγής, τον γύρισε στον κόσμο των ομοίων του και τον ξανάκανε να βάλει στα χέρια του τα συνήθη εργαλεία του ανθρώπου. Ούτε η αγάπη, ούτε η κακοτυχία, ούτε η ελπίδα, ούτε η οργή ξανάγιναν γι'αυτόν τα ίδια μετά τη φρικιαστική ξαγρύπνια στη μουσκεμένη και νυχτερινή μοναξιά της ζούγκλας.

Πηγή

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ναυτικό Lied, του Άλβαρο Μούτις

(Μετάφρ.: Nathalie)




Ήρθα να σε καλέσω
στις κρημνώδεις ακτές.
Πέταξα το όνομά σου
και η θάλασσα μόνο μου απάντησε
από το ακαριαίο κι αδηφάγο γάλα
των αφρών της.
Την επαναλαμβανόμενη αταξία
των νερών διασχίζει τ'όνομά σου
σαν ένα ψάρι που σπαρταρά και δραπετεύει
προς την πιο τεράστια απομάκρυνση.
Προς έναν ορίζοντα
σκιάς και μέντας,
ταξιδεύει τ'όνομά σου
στριφογυρίζοντας στη θάλασσα του καλοκαιριού.
Με τη νύχτα που φτάνει
επιστρέφουν η μοναξιά και η συνοδεία της
από νεκρώσιμα όνειρα.

Πηγή

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Οι κότες, του Ραφαέλ Μπαρέτ

(Μετάφρ.: Nathalie)




Όσο δεν είχα στην κατοχή μου κάτι περισσότερο από το κρεβάτι και τα βιβλία μου, ήμουν ευτυχισμένος. Τώρα κατέχω εννιά κότες κι έναν κόκορα, και η ψυχή μου είναι διαταραγμένη.

Η ιδιοκτησία με έχει κάνει σκληρό. Εφόσον αγόραζα μια κότα την έδενα δυο μέρες σε ένα δέντρο, για να της επιβάλλω το σπίτι μου, καταστρέφοντας στην εύθραυστη μνήμη της την αγάπη για την παλιά της κατοικία. Επιδιόρθωσα το φράκτη της αυλής μου, με σκοπό να αποφύγω τη φυγή των πουλιών μου, και την εισβολή αλεπούδων με τέσσερα ή με δύο πόδια. Απομονώθηκα, ενδυνάμωσα το σύνορο, σχεδίασα μια διαβολική γραμμή ανάμεσα στο γείτονά μου κι εμένα. Χώρισα την ανθρωπότητα σε δύο κατηγορίες` εγώ, αφεντικό των κοτών μου, και οι υπόλοιποι που μπορούσαν να μου της πάρουν. Όρισα το έγκλημα. Ο κόσμος είναι για μένα γεμάτος από πιθανούς κλέφτες, και για πρώτη φορά έριξα μια εχθρική ματιά από την άλλη πλευρά του φράκτη.

Ο κόκοράς μου ήταν υπερβολικά νεαρός. Ο κόκορας του γείτονα πηδούσε το φράκτη και άρχιζε να κορτάρει τις κότες μου και να πικραίνει την ύπαρξη του κόκορά μου. Έδιωξα με πετρίδια τον εισβολέα, αλλά πηδούσαν στο φράκτη και ξάπλωναν στο σπίτι του γείτονα. Απαίτησα τα αυγά και ο γείτονας με μίσησε. Από τότε έβλεπα το πρόσωπό του πάνω από το φράκτη, την ανακριτική και εχθρική ματιά του, ίδια με τη δική μου. Τα κοτόπουλά του περνούσαν το φράκτη και καταβρόχθιζαν το βρεγμένο καλαμπόκι  που διέθετα στα δικά μου. Τα ξένα κοτόπουλα μου φαίνονταν εγκληματίες. Τα κυνηγούσα και τυφλωμένος από τη μανία σκότωσα ένα. Ο γείτονας απέδωσε μεγάλη σημασία στην επίθεση. Δεν ήθελε να δεχτεί οικονομική αποζημίωση. Απέσυρε σοβαρά το πτώμα του κοτόπουλού του και αντί να το φάει, το έδειξε στους φίλους του, γεγονός με το οποίο άρχισε να κυκλοφορεί στο χωριό ο μύθος της ιμπεριαλιστικής μου βαρβαρότητας. Έπρεπε να ενισχύσω το φράκτη, να ενισχύσω την εγρήγορση, να αυξήσω, με μια λέξη, τον προϋπολογισμό μου για πόλεμο. Ο γείτονας διαθέτει ένα σκύλο αποφασισμένο για όλα` εγώ σκέφτομαι να αποκτήσω ένα περίστροφο.

Πού βρίσκεται η παλιά μου γαλήνη; Είμαι δηλητηριασμένος από την καχυποψία και από το μίσος. Το πνεύμα του κακού με έχει κυριεύσει. Πριν ήμουν ένας άνθρωπος. Τώρα είμαι ένας ιδιοκτήτης...

"El Nacional", 5 de julio de 1910

Πηγή



Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Διήγημα για να διαβάσεις γυμνός, της Σόνια Μπετανκόρτ

(Μετάφρ.: Nathalie)





Αγαπώ τη μάγισσα του διηγήματος αυτού
τη μπερδεμένη σύζυγο που εξαπλώνει δηλητήριο
στα υπνοδωμάτια των ονείρων
αγαπώ τη γάτα της την υπόγεια
με τη βρώμικη ουρά της
με τα μουστάκια της τα λεπτά σαν αστραπές
με τα αιχμηρά της δόντια
αγαπώ τον κανόνα της να είναι αδιάφορη 
να σιγοκλαίει πάνω στο κρύο μαξιλάρι
και να φεύγει για ταξίδι με μάτια γυάλινα
αγαπώ τη σκοτεινιά στο ζεστό της πόδι ζώου

αγαπώ την πυρετώδη γυναίκα σαρδέλα 
αυτή που τηγανίζει το χρόνο στις αγορές 
αυτή που κολυμπά στη μπανιέρα με την καρδιά πληγωμένη
πασπαλισμένη με καρύδια και σαύρες
αυτή του εμβρύου στο μπουκάλι της κολόνιας
αυτή με τις φουσκωμένες από τη βροχή μπότες 
την αδύναμη και γαλήνια γυναίκα
που διασχίζει τους μεντεσέδες του σπιτιού
και μπερδεύεται με τη σκόνη
και κανείς δεν τη βλέπει αλλά έχει ένα σκύλο που την κοιτά
από το βαθούλωμα του συμπλοκοποιημένου ματιού της 
και την καταλαβαίνει

αγαπώ τη γυναίκα πυραμίδα το κορίτσι σε αντίθεση με όλα
την ισορροπίστρια του γελοίου
αυτή με το φόβο να περπατήσει και να την κοιτάξουν
αυτή με το φόβο να ζητήσει μια φρατζόλα ψωμί και να την κοιτάξουν
και να τρέχει μέχρι το σπίτι μπροστά απ' τον καθρέφτη και να κοιτιέται 
γυμνή χωρίς σπασμένη επιφάνεια και χρυσαφένια σαν ένα μωρό 

αγαπώ τη γυναίκα ταξίδι
αυτή που αντιμετωπίζει πεπεισμένη από αυτό που σκέφτεται
αγαπώ την παραβάτρια των ουσιών και μιζεριών και κανόνων και νορμών  
την δημιουργό τζαζ ημερολογίου
αυτή που πίνει και καπνίζει και καπνίζει και πίνει
και πέφτει στην πρωτοτυπία του να είναι πιο μόνη από καμιά 

αγαπώ τη γυναίκα κλειδαριά
αυτή που αφήνει να εισέλθει 
αυτή που είναι πέταλο του πρώτου λαχνού
που μασούσε ένα αστέρι τούτη τη μέρα
αυτή που είναι παντομίμα του σύννεφου 
αυτή που είναι ανεμομυλάκι του αέρα 
που ταράζει το καπρίτσιο
και πέφτει
και ξαναπέφτει πάνω στην πτώση
και πέφτει
και δεν προσποιείται πως όταν πέφτει
στην πραγματικότητα ξαπλώνει
πάνω σε μια μεγάλη κλίνη από ζωγραφισμένα περιστέρια 

Πηγή

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Μάθε με να χορεύω, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

(Μετάφρ.: Nathalie)



να κουνώ τα χέρια μου ανάμεσα στο βαμβάκι των νεφών
να τεντώνω τα πόδια μου παγιδευμένα από τα πόδια σου
να οδηγώ μια μηχανή μες στην άμμο
να ποδηλατώ ένα ποδήλατο κάτω από τις αλέες της φαντασίας
να μένω ήσυχος σαν μπρούτζινο άγαλμα
να μένω ακίνητος καπνίζοντας Delicados στη γωνιά μας
οι μπλε προβολείς του σαλονιού θα δείχνουν το πρόσωπό μου
να στάζω ρίμελ και γρατζουνιές, εσείς θα δείτε έναν
αστερισμό
από δάκρυα στα μάγουλά μου, θα βγω τρέχοντας
μάθε με να κολλάω το σώμα μου στις πληγές σου
μάθε με να συγκρατώ την καρδιά σου έστω για τόσο δα στο χέρι μου
να ανοίγω τα πόδια μου όπως ανοίγουν τα λουλούδια για τον
αέρα
για αυτά τα ίδια, για τη δροσιά του απογεύματος
μάθε με να χορεύω, αυτή τη νύχτα θέλω να ακολουθήσω την
πυξίδα σου
να σου ανοίξω τις πόρτες της ταράτσας
να κλάψω στη μοναξιά σου ενώ από τόσο ψηλά βλέπουμε
αυτοκίνητα, φορτηγά, αυτοκινητόδρομους γεμάτους από μπάτσους
και μηχανές να καίνε
μάθε με να ανοίγω τα πόδια και βάλ' το μου
συγκράτησε την υστερία μου μέσα στα μάτια σου
χάιδεψε τα μαλλιά μου και το φόβο μου με τα χείλη σου
που έχουν προφέρει τόσες κατάρες, έχουν υποστεί τόση σκιά
μάθε με να κοιμάμαι, αυτό είναι το τέλος

Reinventar el amor y otros poemas, 1976

Πηγή

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Σχεδίασες μερικά νησιά, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

(Μετάφρ: Nathalie)




Σ'ένα λευκό χαρτάκι 5x10εκ. σχεδίασες μερικά νησιά,
μια θάλασσα ανοιχτή σα λουλούδι και ξανθιά
όπως τα μαλλιά σου,
ένα φάρο που έμοιαζε με ψωλή, τον ήλιο να προβάλλει τις λόγχες του
λεπτές όπως μια φωτογραφική αχτίδα
πίσω κάποια σύννεφα που έμοιαζαν εραστές σε γλυκιά ανάπαυλα
έναν έφηβο να ψαρεύει με τα κύματα της σκεπής
και άγκυρες στις άμμους, και κουπαστές στα λιβάδια
κι ένα καραβάκι σε κίνηση
απ' του οποίου την καμινάδα δραπέτευε λίγος καπνός που έλεγε
Σ' ΑΓΑΠΩ.

Εντάξει, εντάξει, εντάξει ο καπνός πια έφυγε,
όπως το καράβι κι ο έφηβος, όπως ο ήλιος και τα σύννεφα
και μένει μόνο ένας φάρος τη νύχτα, τα κύματα
πυκνά, πολύχρωμα,
κι εγώ, να πνίγομαι στη σιωπή.

Reinventar el amor y otros poemas, 1976

Πηγή

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Άνχελες Φλόρες Πεόν: η τελευταία εν ζωή μαχήτρια του ισπανικού εμφυλίου

(Μετάφρ.: Nathalie)

Γεννήθηκα πριν από 97 χρόνια και πάντα ήμουν μια ανυπότακτη. Ίσως γιατί οι γυναίκες από την Αστούριας πάντα ήμασταν πολύ αγωνίστριες, ή ίσως γιατί ακολούθησα το παράδειγμα της μητέρας μου, που στα εννιά μου είχε ήδη χωρίσει από τον πατέρα μου. Δεν ήταν πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή, αλλά η μητέρα μου αποφάσισε να τελειώσει μια σχέση που πια δεν υπέφερε. Συνεπώς, για να φέρω λεφτά στο σπίτι, άφησα το σχολείο κι άρχισα να σφουγγαρίζω πατώματα.
Μετά από μερικά χρόνια, ο αδερφός μου ο Αντόνιο, που είχε φύγει για να μείνει στη Μαδρίτη, επέστρεψε με εμάς στην Αστούριας. Εκείνος ξεκίνησε να δουλεύει κι εγώ μπόρεσα να ασχοληθώ με το να μάθω το επάγγελμα της μοδίστρας. Εν τούτοις, αυτό δεν κράτησε πολύ: ο αδερφός μου δολοφονήθηκε το 1934 από την καταστολή που ακολούθησε την επανάσταση του Οκτώβρη. Εκείνη ήταν η πιο επώδυνη καμπή στη ζωή μου κι αυτή που με σημάδεψε περισσότερο, γιατί συνέβαλε στο να αναπτυχθεί η πολιτική συνείδηση εντός μου και να ενταχθώ στη Σοσιαλιστική Νεολαία.
Μετά ήρθε ο Εμφύλιος Πόλεμος. Θυμάμαι πως έκανα πρόβες ένα προλεταριακό θεατρικό έργο, Εμπρός της γης οι κολασμένοι, στο οποίο έπαιζα το χαρακτήρα της Μαρικουέλα. Από εκεί προέρχεται το παρατσούκλι με το οποίο με γνωρίζουν μέχρι και σήμερα. Στο τέλος της πρόβας, μας είπαν πως είχε ξεσπάσει ο πόλεμος. Οι σοσιαλιστές ζήτησαν εθελοντές για να παν στο μέτωπο και, χωρίς να το σκεφτούμε ιδιαίτερα, τρεις γυναίκες ενωθήκαμε με τους άντρες του χωριού που έφυγαν στα χαρακώματα. Ήμουν μόνο 17 χρονών, αλλά ήδη συνειδητοποιημένη για το ότι μας έκλεβαν κάτι που ήταν δικό μας, και πως μας αντιστοιχούσε να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία.
Στον πόλεμο δεν έπιασα κανένα τουφέκι, αλλά ήμουν στην πρώτη γραμμή. Ασχολούμουν με το να μαγειρεύω και να πηγαίνω το φαγητό στα ίδια τα χαρακώματα. Οι πυροβολισμοί και οι βόμβες έρχονταν από όλες τις μεριές, αλλά, ίσως από αναισθησία, δεν ένιωσα φόβο. Και ο ρόλος μου ήταν επικίνδυνος. Σε μια περίσταση, ζήτησα μια άδεια δύο ημερών για να πάω στο σπίτι μου, οπότε και μια κοπέλα, πολύ καλή μου φίλη, πήρε τη θέση μου. Είχε την κακοτυχία να την πετύχει μια σφαίρα. Από τότε, δεν έχω σταματήσει να αγωνίζομαι για να αναγνωριστεί η μνήμη της.
Παρόλο που ήμασταν λίγες στην πρώτη γραμμή, υπήρχαν πολλές γυναίκες που, με πολύ διαφορετικούς τρόπους, εργάστηκαν στην υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Έφτασε μια στιγμή όπου απέσυραν τις γυναίκες από το μέτωπο και μας έβαλαν να εκτελούμε άλλες λειτουργίες. Εμένα μου έτυχε να δουλεύω σε ένα νοσοκομείο της Χιχόν, που ούτε αυτό ήταν ένα ήρεμο μέρος. Σώθηκα από θαύμα όταν τα εχθρικά στρατεύματα επιτέθηκαν στο νοσοκομείο και δολοφόνησαν κάποιες συντρόφισσες.
Πιο μετά με έπιασε η Αστυνομία. Σας έχω ήδη πει ότι η ζωή μου είναι γεμάτη καμπές. Ένα στρατοδικείο με καταδίκασε σε 15 χρόνια σε μια φυλακή στη Γκιπούθκοα, από τα οποία έπρεπε να εκτίσω μόνο τέσσερα. Τη στιγμή που με έστειλαν στη φυλακή, δεν ήξερα σε τι συνίστατο εκείνο το "οι περίπατοι". Αλλά τώρα ξέρω πως υπήρξα τυχερή που βγήκα ζωντανή. Μια φορά απελευθέρωσαν δώδεκα κρατούμενες. Στην αρχή, σκεφτήκαμε πως ήταν τυχερές, αλλά μετά, τα πτώματά τους εμφανίστηκαν στην παραλία και σε άλλες γωνιές της πόλης. Επιπλέον, στη φυλακή μας ταπείνωναν και μας άφηναν να πεινάμε. Επιπλέον μας υποχρέωναν να προσευχόμαστε. Εγώ, πάντα είχα ένα πράγμα ξεκάθαρο: "Αν υπήρχε θεός, δεν θα είχε επιτρέψει να αρχίσω να δουλεύω ούσα μόλις ένα κοριτσάκι".
Κατά την έξοδο από τη φυλακή παντρεύτηκα με έναν άλλο σοσιαλιστή νέο που είχε αγωνιστεί στον πόλεμο και που ζούσε στο βουνό γιατί τον καταδίωκαν οι φρανκιστές. Τη μέρα του γάμου μας του είπα: "Μην περιμένεις να είμαι ένα έπιπλο στο σπίτι". Παρόλο που υπήρχαν ήδη πολλές γυναίκες που δεν αφήνονταν, τότε ήταν συνηθισμένο το να μετατρέπονται οι γυναίκες σε σκλάβες με το που παντρεύονταν, να χάνουν όλα τους τα διακαιώματα προς όφελος των συζύγων τους. Η κατάσταση για τις γυναίκες ήταν καλύτερη στη Γαλλία, όπου εξοριστήκαμε με το που διαπιστώσαμε ότι η καταστολή δεν υποχωρούσε. Εκεί περάσαμε 57 χρόνια και σπουδάσαμε τα παιδιά μας.
Το 2003 επέστρεψα στη Χιχόν και βρήκα πως η Ισπανία πια δεν ήταν τόσο διαφορετική σε σχέση με τη Γαλλία. Οι άντρες επιτέλους κατανοούσαν, λίγο πολύ, πως οι γυναίκες είναι ίσες με αυτούς. Επιπλέον, η νεολαία, μετά από τόσο καιρό, ήταν πολύ πιο ελεύθερη. Όπως η εγγονή μου, πολλοί νέοι ζούσαν με τις σχέσεις τους χωρίς να είναι παντρεμένοι. Αυτό θα ήταν κάτι ασύλληπτο στην εποχή μου!
Εν τούτοις, νιώθω πως ακόμη απομένει πολύ δουλειά για να γίνει και μας αναλογεί να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για τις ελευθερίες μας. Έχω δει πώς τα τελευταία χρόνια η κατάσταση όσο πάει χειροτερεύει. Η δουλειά των γυναικών είναι κάθε φορά πιο επισφαλής. Πρέπει να δουλέψουν βάρβαρα για πολύ λίγα χρήματα, κι έτσι είναι πολύ δύσκολο να παραμείνει κανείς χαρούμενος. Ξαφνικά, επανήλθε η διαμάχη για την απαγόρευση της έκτρωσης. Κι ακόμη υπάρχουν άντρες που αισθάνονται αφεντικά της ζωής των γυναικών, και που τις χτυπούν και τις σκοτώνουν. Τούτα τα άτομα δεν είναι άντρες, είναι εγκληματίες.
Όσο συνεχίζουν να υπάρχουν αδικίες, δεν θα κουραστώ να αγωνίζομαι εναντίον τους. Πριν δυο χρόνια πήρα ένα πούλμαν και συμμετείχα σε μια διαδήλωση στη Μαδρίτη για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Εκεί πέρασα όλη μου τη μέρα, χωρίς τίποτα στο στομάχι, υπερασπιζόμενη την ελευθερία, όπως όταν ήθελα να υπερασπιστώ τη Δημοκρατία. Επίσης έχω γράψει ένα βιβλίο για να μη χαθεί η ιστορία μου στη λήθη. Και μια στο τόσο διηγούμαι την ιστορία μου σε κοινό, όπως όταν αυτή τη βδομάδα παρέλαβα ένα βραβείο από το Club των 25. Στη ζωή μου έχω υποφέρει πολύ. Και πιστεύω πως όταν υποφέρει κανείς, καταλήγει γνωρίζοντας καλύτερα τους ανθρώπους. 
Αλλά επίσης έχω υπάρξει πολύ ευτυχισμένη. Θυμάμαι ιδίως όταν η εγγονή μου μού είπε: "Σε θαυμάζω σαν γιαγιά, αλλά και σαν γυναίκα". Αυτή ήταν μια από τις πιο ικανοποιητικές μέρες στα 97 χρόνια της ύπαρξής μου. 
Τώρα βρήκα ένα νέο εργαλείο για να μοιράζομαι τις σκέψεις μου: το Facebook. Ποτέ δεν κουράζομαι να μαθαίνω, έτσι που πριν δυο χρόνια, στα 95 μου, ένας γείτονας μου έδειξε να το χρησιμοποιώ, και τώρα μοιράζομαι απευθείας τους στοχασμούς μου με τους 900 φίλου του Facebook. Τα τελευταία μου σχόλια, δυστυχώς, ασχολούνται με ό,τι συμβαίνει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, στο οποίο ανήκα από πιτσιρίκα. Αλλά ΟΚ, πέρα από αυτό, δεν θα σταματήσω στην προσπάθειά μου να διαμαρτύρομαι ενάντια στις αδικίες. Κι όποιος θέλει να είναι μέρος αυτού, είναι καλεσμένος να με ακολουθήσει στο Facebook.


Κείμενο που συντάχθηκε από τον Άλβαρο Γιόρκα μετά από συνεντεύξεις με την Άνχελες Φλόρες.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Τα τετρακόσια σπαθιά του μπράντι, του Ραφαέλ Τσαπάρρο Μαδιέδο

(Μετάφρ.: Nathalie)

Με σκότωσες. Είναι το μόνο που ξέρω. Ξέρω επίσης πως βρίσκομαι στον ουρανό. Από τύχη. Είχα δέκα λεπτά νεκρή και μου ζήτησες ένα τσιγάρο. Εγώ έψαξα στην τσάντα μου και σου προσέφερα ένα από τα menthol μου. Το άναψες και έφυγες στο μπαλκόνι και το κάπνισες σιωπηρά ενώ οι σιωπηρές αναλαμπές του τσιγάρου σού φώτιζαν τις γωνίες του προσώπου. Έξω έβρεχε. Ήταν μια βροχή ανάμικτη με τα βήματα των γάτων που γλιστρούσαν από τις σκεπές αναζητώντας λίγη ζεστασιά. Με σκότωσες μια νύχτα που έβρεχε. Αυτό ήταν πάρα πολύ για σένα. Ποτέ δεν υπέφερες τη βροχή, ούτε τους Stones μετά τις έντεκα το βράδυ. Μετά τις έξι δεν μπορείς να υποφέρεις της αγγλικές ταινίες, ούτε τους φορτωμένους καφέδες. Είσαι παράξενος, Σπάδα. πολύ παράξενος. Τούτη τη μέρα που με σκότωσες με κάλεσες από κάποιο τηλέφωνο στο πάρκο Τζιορντάνο Μπρούνο και μου είπες hey baby πάμε να δούμε το Naked του Mike Leigh κι εγώ σου είπα, καημένη ηλίθια παραπλανημένη, φυσικά baby τα λέμε στις έξι στη στάση του μετρό Radio City.
Τούτο το βράδυ περιφερόμουν χωρίς νόημα στην πόλη. Μπήκα στο μετρό, πραγματοποίησα διάφορες διαδρομές, πήγα στην αραβική γειτονιά στην οδό Ντρανάζ για ένα τσιγαριλίκι. Μετά κάπνισα το τσιγαριλίκι στο παρκάκι ενώ κοιτούσα το ανυψωμένο τρένο. Κάποιος από το τρένο μου έκανε ένα σήμα με το χέρι κι εγώ του έστειλα ένα φιλί που διαλύθηκε στο ζεστό αέρα της βραδιάς. Ήταν ένα καταραμένο φιλί που εξερράγη στον πυρήνα του αέρα, παφ!, κι εξαφανίστηκε για πάντα. Τελικά πήρα τη διαδρομή από το Radio City για να πραγματοποιήσω το ραντεβού κι όταν εισήλθα στο μετρό φαινόταν πως ο κόσμος πέθαινε λίγο λίγο στα παραισθησιογόνα σύννεφα των πέντε το απόγευμα, τούτα τα μαύρα σύννεφα που μύριζαν ηρωίνη με κάτουρα.
Πιο μετά συναντηθήκαμε στο Λονδίνο. Βρισκόσουν στο πάρκο. Τα γκρι περιστέρια έκαναν μπερδεμένους ελιγμούς στον επισφαλή αέρα της βραδιάς και η μυρωδιά της βροχής εισήλθε στους πνεύμονές μου και με μέθυσε. Περπατήσαμε από το δεκατρία και η συστοιχία από φώτα, η συστοιχία από πρόσωπα και από μυρωδιές μας έφεραν αργά αργά ναυτία. Οι καμπάνες της Λούρδης ξεκίνησαν να ηχούν στον ιστό του αέρα. Στον αέρα υπήρχαν χτύποι. Μεγάλοι χτύποι. Χτύποι μιας καρδιάς αόρατης, πληγωμένης και μεθυσμένης που βομβαρδίζει σκοτάδι πάνω στη βροχή, πάνω στη νύχτα.
Πριν μπούμε στο σινεμά πήραμε ένα καφέ στους Άραβες. Αίσθηση οικεία: καφές φορτωμένος, μαύρος, βαρύς, ένα τσιγάρο. Μια μπανάλ συζήτηση. Ένα χτύπημα στο στομάχι. Σκατά. Καθαρή αδρεναλίνη. Υποταγή. Ρίγη. Ένας καπνός. Ένα Marlboro. Άλλος καφές. Ένα φιλί. Μια σιωπή. ένα χτύπημα στο κεφάλι. Φύγαμε από το καφέ ζαλισμένοι, θολωμένοι, κι ο θόρυβος της πόλης μας πυροβόλησε το στήθος και τις ματιές. Μου' ρθε η όρεξη να την κάνεις για τα σκατά, αλλά δεδομένης της ευκαιρίας να πάμε να δούμε το Naked του Mike Leigh.. κι έπειτα ένιωσα κι έπειτα ένιωσα τετρακόσια χτυπήματα στην καρδιά, τετρακόσια χτυπήματα από μπράντι, τετρακόσια χτυπήματα από βροχή, τετρακόσια χτυπήματα από ηρωίνη, τετρακόσια χτυπήματα από αίμα, σάρκα, μπαρούτι, μπλε καπνό, τετρακόσια χτυπήματα από λύπη, τετρακόσια χτυπήματα από τετρακόσια νεκρά πουλιά να φτερουγίζουν στο στήθος μου.
Στο σινεμά, η γνωστή πανίδα. Ένα ζευγάρι αριστερούληδες. Ένα ζεύγος ηλικιωμένων που έχουν εφαρμόσει στα πανωφόρια τους, ο μεθυσμένος που πάντα συναντούσαμε στα alternative σινεμά με το μπουκάλι κονιάκ του και οι κοπέλες του Πανεπιστημίου με πρόσωπο που έδειχνε πως δεν τις είχαν φάει για μήνες επειδή έβλεπαν ταινίες για μοναχικούς όλες τις νύχτες. Βγήκα ερωτευμένη με τον Τζόνι, τον κλοσάρ της ταινίας. Σου είπα μετά πως ποτέ δεν είχα δει έναν άντρα που να καπνίζει τόσο όσο εκείνος. Ήταν ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, πάντα ανάμεσα σε ένα σύννεφο καπνού, ένας άντρας σαν εμένα κι εσένα, ένας άντρας λυπημένος, πάντα να επιπλέει στα μπερδεμένα σύννεφα των ημερών σαν αεροπλάνα παράλογα, χαμένα, έρμαιο, ένας άντρας όπως εσύ κι εγώ κι εγώ έπλεα στο μοχθηρό ουρανό των ημερών, τούτων των ημερών που'ταν γεμάτες με μικρές βροχές όπου σου γέμιζε το στοματάκι ηρωίνη και μαύρο σάλιο. Ένας άντρας γαμάτος, αυτός ο Τζόνι. 
Οπότε φτάσαμε στο διαμέρισμά σου. Μου 'βαλες τρεις σφαίρες στην καρδιά. Έντεκα το βράδυ. Με σκότωσες. Μετά καπνίσαμε, πήραμε έναν καφέ, δυο παράξενα κορμιά βυθισμένα στη γνωστή σύγχυση της αγάπης μετά το σινεμά, δυο γυμνά κορμιά διαπερασμένα από τετρακόσια λαμπερά σπαθιά πριν τον καφέ, δυο παράξενα κορμιά βυθισμένα στη γνωστή σύγχυση της αγάπης μετά το σινεμά, δυο γυμνά κορμιά γεμάτα καπνό, δυο γυμνά κορμιά πατημένα από την ψευδαίσθηση, δυο γυμνά κορμιά με το αίμα γεμάτο αιμοβόρα σκυλιά, δυο γυμνά κορμιά να ναυαγούν σε κάποιο κύμα στην παλίρροια της νύχτας, δυο σκοτεινά κορμιά να λαμπυρίζουν πριν κλείσει για πάντα η ζεστή αντανάκλαση της βροχής.    
Τα μεσάνυχτα βγήκαμε και κατευθυνθήκαμε στο σταθμό του μετρό κι εκεί με άφησες. Baby. Πίστεψες πως ποτέ πια δεν θα με ξαναέβλεπες. Μόνο σκατά. Με ανέβασες στο βαγόνι κι έκανες μισή βόλτα. Εγώ ήμουν νεκρή για τα καλά. Το τελευταίο που θυμάμαι είσαι εσύ να καπνίζεις κι εγώ καθισμένη στο βαγόνι ενώ αυτό γλιστρούσε ως το σκοτάδι του τούνελ. 
Είναι αλήθεια. Με σκότωσες. Και βρίσκομαι στον ουρανό, ακριβώς όπως εσύ ήθελες. Στον ουρανό. Ακριβώς όπως ήθελαν οι γονείς μου κι εσύ. Νεκρή, στον ουρανό. 
Τώρα έχω επιστρέψει. Είμαι στο μπαλκόνι. Εσύ μόλις γύρισες από το σινεμά. Με βλέπεις. Σταματάς. Πλησιάζεις. Με παρατηρείς σιωπηρά. Καπνίζεις ένα τσιγάρο. Δεν έχεις αλλάξει πολύ baby. Ανοίγεις το παράθυρο. Έξω βρέχει. Μου χαϊδεύεις απαλά το κεφάλι. Αφήνομαι να με πάρεις στα χέρια σου και με βάζεις απέναντί σου. Οπότε σου καρφώνω το ράμφος στο ένα μάτι και το αίμα αναβλύζει αργά. Σκατά. Σου βγάζω το άλλο μάτι.
Έξω βρέχει και τα φώτα της πόλης είναι αυτοκτονικά ψάρια που διαλύονται στα βρώμικα και ταραγμένα νερά του σκοταδιού. Κείτεσαι στη μέση του σαλονιού κι ο κρύος αέρας της νύχτας σε καλύπτει. Έχεις δέκα λεπτά νεκρός. Εγώ έχω δέκα λεπτά μεταμορφωμένη σε περιστέρι. 

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Μητρότητα, του Αντρές Καϊσέδο

(Μετάφρ.: Nathalie)



Στις διακοπές της Πέμπτης Γυμνασίου βγήκαμε με ένα υπόλοιπο νεκρών. "Είναι μια πραγματική τραγωδία να τελειώνει μια σημαδεμένη από το θρίαμβο χρονιά - την κατασκευή ενός νέου αθλητικού μεγάρου για παράδειγμα- με την εξαφάνιση έξι νεαρών που μόλις είχαν αρχίσει να διακρίνουν αυτό που θα εξελισσόταν σε μια λαμπρή καριέρα", θρήνησε ο πάτερ πρύτανης, στην ομιλία του κλεισίματος. Ο Πεπίτο Τόρρες έκανε ένα ξαφνικό ταξίδι στη Μπογοτά (έλειψε σε ένα τελικό διαγώνισμα) και λένε πως πήγε με τα πόδια, καταβροχθίζοντας όσα μαγικά μανιτάρια βρήκε στην άκρη του δρόμου, και με το που έφτασε στο Κάλι άρχισε να κάνει δημόσιο σκάνδαλο για την Έκτη, τον άρπαξαν δυο αστυνομικοί δίχως να ειδοποιήσουν τους γονείς του, τον έβαλαν στο μπατσικό όπου πέθανε σα σκυλί, προσκρούοντας στα πλέγματα, εκπνέοντας από το στόμα και με τα ρουθούνια του μια μαύρη σκόνη. Ο Μανολίν Καμάτσο και ο Αλφρέδο Κάμπος, οι αχώριστοι, πέταξαν από το σχολείο και πήγαν να περάσουν ένα αθλητικό απόγευμα Παρασκευής στον ποταμό Πάνσε, είχε πλημμύρα, και σε δυο μέρες βρήκαν τα σώματά τους "πλεγμένα", αλλά η εφημερίδα δεν εξηγούσε το πώς. Καιρό μετά, ένας χωρικός θα έβρισκε, ανάμεσα στις ρίζες μιας παπαδίτσας στην όχθη του ποταμού, ένα μπουκάλι με ένα γραπτό του Αλφρέδο, που είχε συνταχθεί παρορμητικά: "Βλέπουμε πως αναπτύσσεται ο ποταμός. Είναι απίστευτο. Είναι λες και έρχεται να πάρει εκδίκηση για το ένδοξο παρελθόν που του πήραν οι μοντέρνες αστικοποιήσεις. Αλλά βρυχάται. Ξανακερδίζει τη δύναμή του. Η ιδέα ήρθε και στους δυο μας. Δεν θα γίνουμε μάταια θύματα . Θα καλυτερέψουν οι καιροί. Πιασμένοι από το χέρι περπατάμε ως το ποτάμι". Εγώ ποτέ δεν σκέφτηκα πως τα πράγματα θα καλυτέρευαν έτσι, πόσω μάλλον περισσότερο. Ένα μήνα πριν τις τελικές εξετάσεις ο Ντιέγο Α. Κάστρο (Καστρίκο) έφυγε με το μεγάλο αδερφό του, Χουλιάν, στην εκβολή του Ειρηνικού Ωκεανού. Τους άρεσε αυτή η θάλασσα από νερό, άμμο, ουρανό, ζούγκλα και μαύρους ανθρώπους. Αμφότεροι είχαν κερδίσει μετάλλια σε ενδοσχολικούς, νομαρχιακούς και εθνικούς κολύμβησης. Δεν πήγαν σε κανένα δημόσιο διαγωνισμό για τη χρήση σπόρων. Έτσι, θα μπορούσαν να κολυμπήσουν μέχρι τη γραμμή του ορίζοντα, από εκεί να φτάσουν τη γραμμή από όπου κανείς μπορούσε να διακρίνει αν έφτανε στον ορίζοντα, κι ακόμη την άλλη. Αλλά όχι τούτη τη φορά. Στις λίγες κινήσεις με τα χέρια, ο Χουλιάν του κόμπασε πως ένιωθε πολύ άσχημα, πως θα επέστρεφε. Ο Καστρίκο, αφηρημένος στις ζευγαρωτές κινήσεις του πάνω στις κορυφές κάθε κύματος, του είπε καλά, και συνέχισε να κολυμπάει. Γυρνώντας, ευτυχής από την τεράστια τόλμη του, τον βρήκε στην παραλία, νεκρό, με το λαιμό φουσκωμένο. Κανείς δεν ξέρει πως γύρισε ο Καστρίκο στο Κάλι, αλλά πια είχε ήδη διαπεράσει την ύπαρξη. Ξεκίνησε να ψάχνεται για καυγά με όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα με τους υπόλοιπους φίλους του αδερφού του. Φορτώθηκε μαχαίρι. Ταξίδευε στην εξοχή και εκεί πάλευε με μασέτα και με τυλιγμένη ρουάνα*.
Τον έκλεισαν στο τρελοκομείο και πέταξε από το τρελοκομείο απαιτώντας την παρουσία της μητέρας του. Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω από εκείνη να του φέρνει κοντά του τη μποτίλια του από σπόρους και ο Καστρίκο ηρεμούσε, χαϊδεύοντας τα λουλούδια, παίζοντας με τις γάτες. Έβγαινε στην Έκτη μία φορά κάθε δύο μήνες, κι εγώ τον έβλεπα σταματημένο μόνο, να λέει ασυναρτησίες για όλες τις γυναίκες, χαμογελώντας. Στην τελευταία γκομενίτσα που τον έκλεψε έφυγε τρομοκρατημένος ψάχνοντας για καυγά, αλλά πέθανε πριν του τον δώσουν: έμεινε σαν καρφωμένος στο πάτωμα, φώναξε πως το πάτωμα άνοιγε κι έπεσε νεκρός. Πάνε οι πέντε. Ο έκτος, ο Μανολίν Καμάτσο, είναι αυτός που με πονά περισσότερο. Ο διπλανός μου στο θρανίο. Συνηθίζαμε να περπατάμε αφηρημένοι στις διασκεδάσεις, μιλώντας για τοπία που φανταζόμασταν σε τρεις διαστάσεις μόνο και μόνο κοιτώντας χάρτες. Ποτέ δεν είχα δοκιμάσει κάποιο ναρκωτικό, ούτε στις γιορτές έπινα. Μόνο ένα Σάββατο. Πώς να ξέρει κανείς με ποιον έμπλεξε, ποιος τον προσκάλεσε, γιατί τον είδαν να διατρέχει τους δρόμους στην ταχύτητα που πήγαινε, με την ταχύτητα που πήγαινε, με το βλέμμα παραμορφωμένο, τι αναζητούσε, με το δέρμα γεμάτο βαθουλώματα, να προσβάλει ηλικιωμένες, να κλωτσάει αμάξια. Πέθανε μόνος, σε ένα οποιοδήποτε μπάνιο, προσπαθώντας να κάνει εμετό αυτό που σίγουρα είχε καταπιεί αθώα, τώρα τον ακρωτηρίαζαν ο κόκκυγας, ο προστάτης, η παρεγκεφαλίδα. Του έδωσαν ένα κοκτέιλ από αναλγητικά για άλογα και υγρό φρένων για αεροπλάνα: "Είναι κρίμα, μια σειρά τέτοιων θανάτων χωρίς κανένα, κανένα νόημα", έλεγε ο πάτερ πρύτανης. Κι εγώ, ριζωμένος στη θέση μου, με μια τεράστια οργή, γνώριζα τι νόημα υπήρχε. Τους είχαν επιλέξει ως τα πρώτα θύματα της παρακμής των πάντων, αλλά εγώ δεν θα έπαιρνα την ευθύνη. "Θα κάνω την κατάφαση στη ζωή μου", σκεφτόμουν, και δεν χαμογέλασα ούτε μια φορά από τις έξι που με κάλεσαν για να παραλάβω διπλώματα μαθηματικών, ιστορίας, θρησκευτικών, αγγλικών, γεωγραφίας και αριστείας. Κοιτούσα αυτό το κοινό, το αποτελούμενο από ιερείς, μαθητές, πατήρ φαμίλιες και δεχόμουν τα χειροκροτήματα με ένα σφίξιμο των δοντιών. "Θα κάνω την κατάφαση της ζωής μου".

"Τι σου συνέβη;", μου έλεγαν οι συμμαθητές μετά. "Σαν να μην σου άρεσε η επιτυχία", κι εγώ, προς όλους, σιωπή` και αρνήθηκα να πάω στο πάρτι για το τέλος της χρονιάς που οργάνωνε ο Μαουρίσιο Γκαμπόα. Έφτασα στο σπίτι μου με το αμάξι των γονιών μου, ανάμεσα στα μαλακά κορμιά τους. Ήδη με είχαν συγχαρεί για όλον αυτό το θρίαμβο, και δεν μιλήσαμε παραπάνω στο δρόμο. Δεν βαρέθηκα, λοιπόν έβρεχε και αφαιρέθηκα φανταζόμενος πως οι σταγόνες στους υαλοκαθαριστήρες ήταν άνθρωποι, ανθρωπάκια με ώμους και καλοσχηματισμένα κεφάλια, κι έρχονταν κι έρχονταν οι μύτες και παφ, τους σάρωναν, αφήνοντας μικρούτσικα κομμάτια από την πρώτη σταγόνα, που δε θα μπορούσε να ανακτηθεί ποτέ πια.
Τούτη τη νύχτα ονειρεύτηκα ένα ταξίδι με τρένο ανάμεσα σε λιβάδια με μάνγκο και σιτάρι, και μια ξανθιά κοπέλα με πλησίαζε και γινόμασταν ένα με την συνεπαρμένη ενατένιση τούτης της ευτυχισμένης φύσης. Μετά το τρένο μπήκε σε ένα πολύ μαύρο τούνελ και ξύπνησα, καθυστερώντας να χαρακτηρίσω ως φόβο ή ως απόλαυση το συναίσθημα με το οποίο ξεκινούσε τούτη η νέα ημέρα.
Πριν το πρωινό με κάλεσε ο ίδιος ο Μαουρίσιο να μου πει πως στη χθεσινοβραδινή γιορτή μια κοπέλα, η Πατρίσια Σιμόν, είχε σκαλώσει με μεγάλη απογοήτευση μπροστά στην απουσία μου, που ήταν η καλύτερη μαθήτρια της Πέμπτης στο Σαγράδο Κορασόν και που ήθελε, που πέθαινε να με γνωρίσει. Εγώ τον ρώτησα πώς θα γινόταν αυτό, τότε. Αυτός μου επεσήμανε ένα άλλο πάρτι, εκείνη την ίδια νύχτα. Συμφώνησα.
Φτάνοντας, δεν είδα κάτι παραπάνω από χλωμά πρόσωπα, ελάχιστη φιλικότητα, κλειστές πόρτες, απαίσιο καπνό. Πολύ λίγος κόσμος χόρευε τη Ροκ μουσική που εγώ ποτέ δεν κατάλαβα και που εδώ και μισό χρόνο τρέλαινε τον κόσμο. Χάρηκα βλέποντας πως οι καλεσμένοι έγερναν στους τοίχους και παρά μόνο άκουγαν, με τη διάθεση φευγάτη. Εγώ σταμάτησα στην μέση ακριβώς της πίστας για να μην έχω αέρα νηκημένου, μέχρι που από το βάθος, λοιπόν, από το βάθος αυτού του σπιτιού ήρθε προς τα μένα μια κοπέλα ντυμένη στα ροζ και ξανθιά και κάνοντας μαγική όλη τη διαδρομή ως εμένα χαμογελώντας. Συστήθηκε: "Πατρίσια Σιμόν", πολύ ντροπαλά μου έδωσε το χέρι, εγώ της το έσφιξα πολύ υπερβολικά για να την εκφοβίσω ακόμα περισσότερο. "Είσαι πολύ έξυπνος", ήταν το πρώτο που μου είπε όταν την οδήγησα στην αυλή, δεδομένου ότι με την ένταση της μουσικής δεν μπορούσα να ακούσω τα νωχελικά λόγια της που με επαινούσαν και τη λατρεία της για τις γνώσεις μου για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για τη Δυτική Οροσειρά της Κολομβίας, για το Μυστήριο της Μετουσίωσης. Ανέπνεε κανείς καλύτερα σε τούτη την αυλή με το γαλάζιο χρώμα της νύχτας έκανε αρκετούς νέους πέρα από εμάς να χάνονται, παγίδευε -το γνώριζα- όσους αναζητούσαν καταφύγιο σε τούτο το σπίτι. Ένιωσα απελευθερωμένος από τη νύχτα, από το θάνατό της, τόσο ανώτερη στην απώλειά της. Με πολλή προσοχή σχολίασα στην Πατρίσια τους φόβους μου για την αιμοβόρα εποχή κι εκείνη λες και ο συνηθισμένος τρόπος της να μου εξηγήσει πως τους συμμεριζόταν ήταν αυτός, μου διηγήθηκε ένα όνειρο. Ονειρεύτηκε πως κάποιος πολύ αγαπημένος της χάριζε μια πάστα με φράουλες -το αγαπημένο της σνακ- και πηγαίνοντας να το δαγκώσει δεν υπήρχαν φράουλες, αλλά ξυράφια, καρφίτσες, κλπ. που ενσωματώθηκαν στα ούλα και αντικατέστησαν τα δόντια, έτσι που έμεινε με καρφίτσες, αντί για δόντια. "Παράξενο", σκέφτηκα, κοιτώντας την, λοιπόν τα δόντια της ήταν μεγάλα, πολύ υγιή, με δυνατά ούλα. Σήκωσε το κεφάλι για να κοιτάξει εμένα ή τον ουρανό. Ήταν μικρή, αλλά δυνατή, με ωραία πλάτη και γοφούς, μπλε μάτια και μακριά φρύδια. "Καλή ράτσα", σκέφτηκα, και μετά "Edelrose", παρατηρώντας πως είχε τουλάχιστον τέσσερα δόντια μπροστά, ροζ δέρμα. Κατέληξα "Θα κάνω ένα παιδί σε αυτή τη γυναίκα".

O χρόνος πέρασε με την έννοια που ήθελε η αγάπη μας. Από τούτο το πάρτι φύγαμε πιασμένοι από το χέρι, και ξεκινήσαμε να βλεπόμαστε όλες τις ημέρες, κι εγώ της γέμιζα το κεφάλι με κατσαρίδες όπως ο Νίτσε και ο Ρουσώ και μέσω χιλίων επιχειρημάτων την οδηγούσα σε έναν απλό επίλογο: πως ο μόνος τρόπος να σωθούμε θα ήταν να κάνουμε την υπέρβαση σε κάτι. Μια μέρα της ήρθε να την προβοκάρω να γράψει στίχους, αλλά εγώ την αποθάρρυνα σ' αυτήν την ιδέα σαν να επρόκειτο για ένα σμήνος από μύγες: ¨Η ποίηση είναι ένα παρηκμασμένο επάγγελμα", κι εκείνη με πίστεψε. Και έπαιρνε το πρόσωπο ετοιμοθάνατου κάθε φορά που την κοιτούσα στα μάτια, κι αυτή ποντάρω ότι σκεφτόταν: "αυτά που θα έκανα για να σε κάνω ευτυχισμένο", και στα σινεμά με πλησίαζε πολύ ή ψιθύριζε πως υπήρχε ένα πέρασμα μητρότητας, κι εκείνη έβγαινε εξ' ολοκλήρου συγκινημένη, χωρίς να μου λέει τίποτε ακόμη αλλά ήδη σκεπτόμενη την ιδέα πως ο μόνος τρόπος να κάνει την υπέρβαση θα ήταν να μείνει έγκυος και να κάνει ένα παιδί.
Αυτό που την έκανε να αποφασίσει ήταν ακριβώς ο θάνατος του Ιγνάσιο Μορέιρα, ο οποίος είχε μια συζήτηση με τους γονείς του, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και πυροβολήθηκε στο κεφάλι. Εκείνη έμενε απέναντι, γνώριζε τον Ιγνάσιο από μικρό, άκουσε τον πυροβολισμό, το σπλατς: ήμουν, άρα, καλά.
Κατάφερα να μου δανείσουν το κτήμα στην Καρρετέρα αλ Μαρ, μέρος που είχα επιλέξει για να γίνει η σύλληψη. Με μας ανέβηκαν διάφοροι φίλοι, αλλά σχεδόν ποτέ δεν μπερδευόμασταν. Οι μέρες ξημέρωναν σκοτεινές και η ομίχλη έπεφτε νωρίς, κι εκείνη γέμιζε νοσταλγία και μελαγχολία, κάτι που, περιέργως, δεν της προκαλούσε αφοβία, αλλά κίνηση.
Περπατούσαμε ώρες, ερχόμενοι κάθε φορά πιο κοντά στην κορυφογραμμή των βουνών. Εκείνη άντεχε τον τόσο απόκρημνο δρόμο χωρίς ούτε ένα παράπονο.
Η μέρα μου ήρθε καθαρή, με άπλετη ορατότητα. Ξυπνήσαμε με τον ήλιο και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε, διατεθειμένοι αυτή τη φορά να φτάσουμε ως την κορυφή. Οι γκουάβες και οι γαλατσίδες άλλαζαν πολλαπλούς τόνους του πράσινου σε κάθε βήμα που κερδίζαμε, και τα πουλιά τραγουδούσαν "πιτσαχουέ- πιτσαχούε" και όλο αυτό έφτανε σε μένα σαν ένα αυθεντικό σημάδι γονιμότητας.
Μέχρι τις δύο το απόγευμα περάσαμε την τελευταία πλαγιά από άσπρες πέτρες και είχαμε, ξαφνικά, μια θέα της θάλασσας να τρελαίνεσαι, χιλιάδες και χιλιάδες χιλιόμετρα. Το κρύο του βουνού και η κάψα της που ενατένιζε εκεί τη θάλασσα την ώθησε να με αγκαλιάσει κι εγώ απάντησα καλύτερα από ποτέ. Ανακάλυψα με τόλμη τα στήθη της, έγλειψα τις τρίχες της, γραντζούνισα με το αίμα της το λιβάδι γιαραγουά, μπόρεσα να νιώσω πώς τα περίπλοκα σπλάχνα της άνοιγαν για να του δώσουν βήμα, καμπίνα και καταλύτης στο υγιές σπέρμα μου και στη βρύση που θα έδινε, μαρτυρία της ύπαρξής μου. Δεν πιστεύω πως εκείνη το απόλαυσε.
Παντρευτήκαμε στα κρυφά, χτύπημα πολύ αριστοκρατικό για οικογένειες όπως η δική της και η δική μου. Ήμασταν ο πιο νεανικός γάμος στην κοινωνία του Κάλι και βγήκαμε πολύ στην εφημερίδα και ο κόσμος μας κοιτούσε και μας έκαναν πολλά πάρτι κι εμείς απαντούσαμε σε όλα με μια σιωπηρή και υπεράνω στάση, πάντα στοχαζόμενοι. Με χαρά μπήκαμε στην Έκτη Γυμνασίου, συγκρίνοντας και χαϊδεύοντας τα σχολικά μας βιβλία. Μέσα σε λίγους μήνες πάχυνε υπερβολικά πολύ και της έρχονταν εμετοί, οπότε και δεν μπορούσε να επιστρέψει στο σχολείο και έχασε την Έκτη. Εγώ έλειψα από μάθημα μόνο μια μέρα: τη μέρα που μετά από τέσσερις ώρες πείσματος και με πολλή ταλαιπωρία, άφησε το γιο μου να βγει. Γεννήθηκε μια βροχερή μέρα. Δεν ήρθαμε σε συμφωνία για το όνομα, αλλά επικράτησε η γνώμη μου: τον ονόμασα Αουγούστο, που, πάντα, σε κάνει να σκεφτείς διακεκριμένη συμπεριφορά και επίγνωση της Νίκης. Ήμουν εξ' ολοκλήρου μια διασημότητα στο σχολείο, πατέρας στα 16 μου χρόνια. Εκείνη δεν ήθελε να κάνει γυμναστική και της έμεινε μια ζαρωμένη κοιλιά πολύ άσχημη, και τα στήθη της πρήστηκαν σαν πρώιμα σύκα και μετά της έπεσαν. Θυμάμαι πρωινά στα οποία άνοιγα το μάτι μόνο για να με βρω στη φυσική δόξα, ξύπνιος από το κλάμμα του Αουγούστο, και γύριζα να κοιτάξω εκείνη, ξύπνια εδώ και πολλές ώρες με το βλέμμα χαμένο στον ξάστερο ουρανό, αρνούμενη πάντα να μου απαντήσει τι ήταν αυτό που σκεφτόταν. Δεν επέμεινα. Το είχα προβλέψει αυτό. Δεν φρόντιζε καλά το γιο μας. Ούτε ήθελε να επιστρέψει στο σχολείο. Έχασε το ενδιαφέρον για τα πάντα, περνούσε τις μέρες χωρίς να περιποιείται τον εαυτό της και χωρίς να καθαρίζει το σπίτι, καθισμένη στραβά σε μια καρέκλα, φυλακισμένη ενός κενού που υποθέτω πρέπει να 'ναι φυσιολογικό αφότου έχει υπάρξει κανείς γεμάτος και ολοστρόγγυλος σαν ένα ομφαλοφόρο πορτοκάλι. Εγώ δεν την άγγιξα ξανά. Ούτε εκείνη θα είχε αφεθεί. Εν τέλει, μια μέρα έφυγε από το σπίτι, και καθυστέρησε να γυρίσει. Έκανε νέες φιλίες, νέους πιο γέρους από εκείνη και συνέχιζε να βγαίνει. Αλλά δεν μου έλειπε. Εγώ εκπλήρωνα έγκαιρα τις σχολικές μου υποχρεώσεις. Σηκωνόμουν νωρίς, έδινα το μπιμπερό στο παιδί, άλλαζα πάνες, σκούπιζα, σφουγγάριζα. Γυρνώντας από το σχολείο περνούσα ώρες αφήνοντας τον Αουγούστο να μου σφίγγει τον δείκτη και παρατηρώντας το πιπί του, το μόνο που βγήκε ίδιο με μένα, γιατί όλα τα υπόλοιπα, μάτια, μαλλί και μέτωπο ήταν δικά της. Όταν επέστρεφε, ποτέ δεν συζητούσαμε. Περνούσε το χρόνο της εκεί γύρω, χωρίς να κοιμάται ή να ακούει μουσική. Ήξερα πως έπαιρνε ναρκωτικά. Δεν έδινα δεκάρα. Εξασφάλισα μια υποδερμική μιας χρήσης, ένα γραμμάριο από την καλύτερη κοκαΐνη με τον φίλο Γκόμες και μια νύχτα την ξύπνησα. Έφτασε πολύ αργά, πέφτοντας από το μεθύσι, πέφτοντας σε όλα τα εμπόδια. Εγώ την πήρα, έτριψα το κεφαλάκι της μέχρι που αποκοιμήθηκε στο στήθος μου. Ετοίμασα την κοκαΐνη, όταν πήρα το ένα μπράτσο της, το έσφιξα και ψηλάφισα για τις καλές τις φλέβες άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε, μπερδεμένη. Εγώ της χαμογέλασα. Νομίζω της ενέχυσα μισό γραμμάτιο, με απαλές πιέσεις. Εκείνη έπαιρνε εκφράσεις και χαμογελάκια κι εγώ ένιωσα ζήλια: ποτέ δεν συμπεριφέρθηκε έτσι με τους οργασμούς μου. Μετά σηκώθηκε και ξεκίνησε να χοροπηδάει σε όλο το σπίτι, έβαλε το στέρεο στη διαπασών και δεν με απασχολούσε αν θα ξυπνούσε τον Αουγούστο. Γελούσα μαζί της.
Εδώ και μέρες δεν τη βλέπω. Πήγε για βόλτα στο Σαν Αγουστίν, νομίζω, με ένα κοπάδι από γκρίνγκος. Ελπίζω να μη γυρίσει, να πεθάνει ή να δεχθεί εκεί αυτό που της αξίζει. Εγώ τέλειωσα την Έκτη με όλες τις τιμές, διαβάζω κόμιξ και περιμένω μια καλύτερη εποχή με το γιο μου.

Berenice / El atravesado / Maternidad / El Tiempo de la ciénaga (1978). Cali: Editorial Andes.

Πηγή