(μετάφραση από την ισπανική μετάφραση της Artillería Inmanente: nathalie)
Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν έλαβε πρόσφατα τον τίτλο «Δάσκαλος του καιρού μας. Βραβείο Nonino 2018», μαζί με το λογοτέχνη Ισμαήλ Κανταρέ. Σχετικά με αυτό παρέδωσε αυτό το αδημοσίευτο κείμενο που δημοσιεύτηκε στη «Domenica» του Sole 24 Ore στις 21 Ιανουαρίου 2018.
Στο μουσείο της Ακρόπολης των Αθηνών διατηρούνται τρία αγάλματα προερχόμενα από το αέτωμα του παλιού ναού της πολιάδας* Αθηνάς, που βρισκόταν στην Ακρόπολη, πλάι στον τόπο όπου τώρα βρίσκονται τα ερείπια του Ερεχθείου. Είναι εντυπωσιακή η εικόνα της θεάς Αθηνάς στο κέντρο, τελείως συντηρητικής στην εμφάνιση, αναπαριστώμενης όρθια στην πράξη της κατεδάφισης του γίγαντα Εγκέλαδου. Η θεά φοράει το μανδύα, την αποκαλούμενη αιγίδα, η άκρη του κρεμασταριού της οποίας είναι σχηματισμένη από δικτυωμένα φίδια, με τα οποία το αριστερό της χέρι τείνει προς τα μπροστά, απειλώντας τον πρηνή, στο πάτωμα τώρα, γίγαντα. Εντούτοις, αν ο παρατηρητής πλησιάσει λίγα βήματα, αντιλαμβάνεται πως μένουν στην αλήθεια μόνο θραύσματα από το αυθεντικό άγαλμα: το πρόσωπο, κάποτε παιδικό κι άγριο, ο αριστερός ώμος καλυμμένος από το μανδύα, το δεξί πόδι κι ένα κομμάτι του χιτώνα. Όλο το υπόλοιπο ανακατασκευάστηκε υπομονετικά από τους αρχαιολόγους μ' ένα ουδέτερο υλικό, χρώματος ανοιχτής ώχρας, που μόνο από μακριά μπορεί να μπερδευτεί με το μάρμαρο, αλλά καταγγέλει με διαφάνεια, στην αμέσως επόμενη ματιά, τη νεωτερικότητά του. Ακόμα πιο θραυσματικό είναι το σώμα του γίγαντα: από το πρωτότυπο μένουν εκεί μόνο ένα θραύσμα του λαιμού, ένα κομάτι από το γόνατο και από τη δεξιά φτέρνα και περιέργως, πολύ καλά διατηρημένο, το φύλο που κρέμεται προς τα κάτω.
Πού είναι η Αθηνά; Πού στο χρόνο να τοποθετήσουμε αυτόν τον κορμό που μοιάζει παρ' όλα αυτά τόσο ολοκληρωμένος και ζωντανός; Στη θεά, παρελθόν και παρόν είναι άρρηκτα και λειτουργικά ενωμένα, με τέτοιο τρόπο, που το μάτι, πηγαίνοντας αντίθετα στην αντίληψή του, διστάζει να τα χωρίσει. Είναι κυριολεκτικά φτιαγμένη από παρελθόν και παρόν, λες και τα δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια που διαχωρίζουν τα σμιλεμένα από τον Ενδοίο θραύσματα και τα ενσωματωμένα από τους αρχαιολόγους μέρη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τον παλμό που ζωντανεύει τη λυγερή σιλουέτα της. Το χαμογελαστό πρόσωπο, γερμένο σκληρά πάνω στο θύμα της, τα δάχτυλα που σφίγγουν τον ισχνό λαιμό του ερπετού, οι ελάχιστες πτυχώσεις του χιτώνα, το πόδι στηριγμένο σταθερά στο πάτωμα, αρκούν για να δώσουν ζωή στο σύνολο` και, εντούτοις, δίχως τη παρούσα ώρα, την όχι τόσο πρόσφορη στη διάθεση των θραυσμάτων του παρελθόντος, όσο πειθήνια στην υπακοή υπό τις διαταγές του, η σιλουέτα δεν θα κατέληγε τόσο ζωντανή. Είναι δυνατό, τότε, αυτό το άγαλμα να μας προσφέρει το παράδειγμα της σχέσης ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, το παράδειγμα μιας δίκαιης κατάστασης του παρελθόντος. Γιατί είναι προφανές πως το παρελθόν δεν έχει άλλον τόπο από το παρόν, αλλά δεν ζει πέρα από την αποκάλυψή του στη στιγμή που του αφιερώνεται για να το υποδεχτεί.
Μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία δείχνει το εύρημα του 1894 ενός αγάλματος εφήβου σχεδόν άθικτου, μόλις απελευθερωμένου από τη γη που το κάλυπτε. Πλάι του, οι εργάτες και οι αρχαιολόγοι το κοιτούν ικανοποιημένοι και φανερά ενθουσιασμένοι. Έτσι, το παρελθόν αναφύεται στο παρόν, συζεί μαζί του, σ' αυτό έχει θέση. Και τη στιγμή που εμφανίζεται, η ψευδής συνέχεια της χρονολογίας σπάει και καταθέτει την υποτιθέμενη ανακλιτότητά της. Το απότομα απομακρυσμένο, γίνεται πολύ κοντινό, δυο μακρινές στιγμές στο χρόνο βρίσκονται ξάφνου σε επαφή, δίνουν καταφύγιο και ζωή η μία στην άλλη.
Τι συνέβη, τι έλαβε χώρα σ' αυτό το σημείο; Είναι γνωστή η θέση του Μπένγιαμιν κατά την οποία το παρόν —το «τώρα»— δεν δίνεται ποτέ αποκλειστικά σ' ένα σημείο απομονωμένο από τη χρονολογική συνέχεια, μα πάντα στον αστερισμό ανάμεσα σε μια στιγμή του παρελθόντος και στο παρόν. Αυτό σημαίνει πως το πρόβλημα της σχέσης με το παρελθόν δεν είναι ψυχολογικό και ατομικό, μα πολιτικό και συλλογικό. Κάθε απόφαση πάνω στο παρόν υπονοεί τη σχέση με μια ακριβή στιγμή του παρελθόντος, με την οποία το παρόν πρέπει να λογαριαστεί. Δίχως αυτόν τον κριτικό αστερισμό, το παρόν είναι μη προσβάσιμο και αδιαφανές, γιατί μειώνεται, όπως ο λόγος της εξουσίας δεν κουράζεται να προτείνει ένα σύνολο γεγονότων και αριθμών που πρέπει να γίνουν αποδεκτά χωρίς την πιθανότητα να ανακαλεστούν στην αμφισβήτησή τους. Γι' αυτό η αρχαιολογία, που ανάγει προς τα πίσω το παρελθόν, κυνηγώντας τη σκιά που το παρόν ρίχνει πάνω του, είναι ο μόνος δρόμος πρόσβασης στο παρόν.
Αν αυτό είναι βέβαιο, αν εκείνο που διακυβεύεται σε σχέση με το παρελθόν είναι το παρόν, γίνεται τότε αντιληπτό γιατί οι δυνάμεις που κυβερνούν στη Δύση δουλεύουν με τόση επιμέλεια για να κάνουν αδύνατη αυτή τη σχέση. Και το κάνουν κατεδαφίζοντας τα πανεπιστήμια -δηλαδή, τον τόπο στον οποίο το παρελθόν θα έπρεπε να μεταφέρεται ως κάτι ζωντανό- και, ταυτόχρονα, πολλαπλασιάζοντας τα μουσεία, νοούμενα ως εγκαταστάσεις στις οποίες το παρελθόν διατηρείται χωρισμένο απ' το παρόν. Το παρελθόν που είναι εδώ υπό αμφισβήτηση δεν είναι ούτε μια διαχρονική καταγωγή ούτε εκείνο που έχει συμβεί μια για πάντα, η σειρά από αμετάκλητα γεγονότα που προσπαθούν να συσσωρεύσουν και να φυλάξουν στα αρχεία: είναι, καλύτερα, κάτι που μπορεί ακόμη να συμβεί και που, γι' αυτό, πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση εκριζωμένο από την αναπαράσταση στην οποία το έχει φυλακίσει η κυρίαρχη ιδεολογία. Το παρελθόν -δηλαδή, το παρόν- δεν είναι προσβάσιμο ούτε καν πέρα από την ιστορία, σε μια διαχρονική καταγωγή, ούτε κατά μήκος της συνεχούς γραμμής της χρονολογίας, μα μόνο διαμέσου της διακοπής της. Η μνήμη είναι, γι' αυτό, μια καταστροφική πρακτική και η εργασία της -η αρχαιολογία ως πρόσβαση στο παρόν- είναι εκ φύσεως ουσιαστικώς πολιτική.
Πού είναι η Αθηνά; Πού στο χρόνο να τοποθετήσουμε αυτόν τον κορμό που μοιάζει παρ' όλα αυτά τόσο ολοκληρωμένος και ζωντανός; Στη θεά, παρελθόν και παρόν είναι άρρηκτα και λειτουργικά ενωμένα, με τέτοιο τρόπο, που το μάτι, πηγαίνοντας αντίθετα στην αντίληψή του, διστάζει να τα χωρίσει. Είναι κυριολεκτικά φτιαγμένη από παρελθόν και παρόν, λες και τα δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια που διαχωρίζουν τα σμιλεμένα από τον Ενδοίο θραύσματα και τα ενσωματωμένα από τους αρχαιολόγους μέρη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τον παλμό που ζωντανεύει τη λυγερή σιλουέτα της. Το χαμογελαστό πρόσωπο, γερμένο σκληρά πάνω στο θύμα της, τα δάχτυλα που σφίγγουν τον ισχνό λαιμό του ερπετού, οι ελάχιστες πτυχώσεις του χιτώνα, το πόδι στηριγμένο σταθερά στο πάτωμα, αρκούν για να δώσουν ζωή στο σύνολο` και, εντούτοις, δίχως τη παρούσα ώρα, την όχι τόσο πρόσφορη στη διάθεση των θραυσμάτων του παρελθόντος, όσο πειθήνια στην υπακοή υπό τις διαταγές του, η σιλουέτα δεν θα κατέληγε τόσο ζωντανή. Είναι δυνατό, τότε, αυτό το άγαλμα να μας προσφέρει το παράδειγμα της σχέσης ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, το παράδειγμα μιας δίκαιης κατάστασης του παρελθόντος. Γιατί είναι προφανές πως το παρελθόν δεν έχει άλλον τόπο από το παρόν, αλλά δεν ζει πέρα από την αποκάλυψή του στη στιγμή που του αφιερώνεται για να το υποδεχτεί.
Μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία δείχνει το εύρημα του 1894 ενός αγάλματος εφήβου σχεδόν άθικτου, μόλις απελευθερωμένου από τη γη που το κάλυπτε. Πλάι του, οι εργάτες και οι αρχαιολόγοι το κοιτούν ικανοποιημένοι και φανερά ενθουσιασμένοι. Έτσι, το παρελθόν αναφύεται στο παρόν, συζεί μαζί του, σ' αυτό έχει θέση. Και τη στιγμή που εμφανίζεται, η ψευδής συνέχεια της χρονολογίας σπάει και καταθέτει την υποτιθέμενη ανακλιτότητά της. Το απότομα απομακρυσμένο, γίνεται πολύ κοντινό, δυο μακρινές στιγμές στο χρόνο βρίσκονται ξάφνου σε επαφή, δίνουν καταφύγιο και ζωή η μία στην άλλη.
Τι συνέβη, τι έλαβε χώρα σ' αυτό το σημείο; Είναι γνωστή η θέση του Μπένγιαμιν κατά την οποία το παρόν —το «τώρα»— δεν δίνεται ποτέ αποκλειστικά σ' ένα σημείο απομονωμένο από τη χρονολογική συνέχεια, μα πάντα στον αστερισμό ανάμεσα σε μια στιγμή του παρελθόντος και στο παρόν. Αυτό σημαίνει πως το πρόβλημα της σχέσης με το παρελθόν δεν είναι ψυχολογικό και ατομικό, μα πολιτικό και συλλογικό. Κάθε απόφαση πάνω στο παρόν υπονοεί τη σχέση με μια ακριβή στιγμή του παρελθόντος, με την οποία το παρόν πρέπει να λογαριαστεί. Δίχως αυτόν τον κριτικό αστερισμό, το παρόν είναι μη προσβάσιμο και αδιαφανές, γιατί μειώνεται, όπως ο λόγος της εξουσίας δεν κουράζεται να προτείνει ένα σύνολο γεγονότων και αριθμών που πρέπει να γίνουν αποδεκτά χωρίς την πιθανότητα να ανακαλεστούν στην αμφισβήτησή τους. Γι' αυτό η αρχαιολογία, που ανάγει προς τα πίσω το παρελθόν, κυνηγώντας τη σκιά που το παρόν ρίχνει πάνω του, είναι ο μόνος δρόμος πρόσβασης στο παρόν.
Αν αυτό είναι βέβαιο, αν εκείνο που διακυβεύεται σε σχέση με το παρελθόν είναι το παρόν, γίνεται τότε αντιληπτό γιατί οι δυνάμεις που κυβερνούν στη Δύση δουλεύουν με τόση επιμέλεια για να κάνουν αδύνατη αυτή τη σχέση. Και το κάνουν κατεδαφίζοντας τα πανεπιστήμια -δηλαδή, τον τόπο στον οποίο το παρελθόν θα έπρεπε να μεταφέρεται ως κάτι ζωντανό- και, ταυτόχρονα, πολλαπλασιάζοντας τα μουσεία, νοούμενα ως εγκαταστάσεις στις οποίες το παρελθόν διατηρείται χωρισμένο απ' το παρόν. Το παρελθόν που είναι εδώ υπό αμφισβήτηση δεν είναι ούτε μια διαχρονική καταγωγή ούτε εκείνο που έχει συμβεί μια για πάντα, η σειρά από αμετάκλητα γεγονότα που προσπαθούν να συσσωρεύσουν και να φυλάξουν στα αρχεία: είναι, καλύτερα, κάτι που μπορεί ακόμη να συμβεί και που, γι' αυτό, πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση εκριζωμένο από την αναπαράσταση στην οποία το έχει φυλακίσει η κυρίαρχη ιδεολογία. Το παρελθόν -δηλαδή, το παρόν- δεν είναι προσβάσιμο ούτε καν πέρα από την ιστορία, σε μια διαχρονική καταγωγή, ούτε κατά μήκος της συνεχούς γραμμής της χρονολογίας, μα μόνο διαμέσου της διακοπής της. Η μνήμη είναι, γι' αυτό, μια καταστροφική πρακτική και η εργασία της -η αρχαιολογία ως πρόσβαση στο παρόν- είναι εκ φύσεως ουσιαστικώς πολιτική.
Αυτό είναι βέβαιο επίσης για το άτομο. Όταν αυτοί, νικώντας τους φόβους τους, επιστρέφουν στο παρελθόν -δηλαδή, στο παρόν που δεν έχει μπορέσει ή δεν έχει γνωρίσει να ζει- αυτό που τούτο φέρνει στο φως, σ' αυτόν τον κόσμο, δεν είναι κάτι ιδιωτικό και μη κοινωνήσιμο. Πρόκειται, καλύτερα, για μια εικόνα ή ένα φάντασμα που, όπως το γυμνό άγαλμα του εφήβου που ξεθάφτηκε από τους αρχαιολόγους, δεν τους ανήκει καθαυτό, αλλά το ίδιο καλεί και αποστρέφεται συγχρόνως άλλα σώματα έξω από το χρονολογικό χρόνο, σ' έναν μη- τόπο που είναι, εντούτοις, αναντίρρητα παρών. Σ' αυτό το σημείο, όπως η πολιάς Αθηνά του μουσείου της Ακρόπολης, το άτομο ανακαλύπτει πως είναι φτιαγμένος από κομμάτια του παρελθόντος και του μέλλοντος, διατηρημένα άρρηκτα μαζί από τη καταστροφική- δημιουργική δύναμη της μνήμης. Κάθε παρόν είναι, μ' αυτήν την έννοια, πάντα το θραύσμα ενός παρελθόντος κι ο κορμός είναι η πιο αυθεντική σιλουέτα της ιστορίας.
* οι λέξεις στα πλάγια είναι ελληνικές στο πρωτότυπο (Σ.τ.Μ.)
* οι λέξεις στα πλάγια είναι ελληνικές στο πρωτότυπο (Σ.τ.Μ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου