Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ναυτικό Lied, του Άλβαρο Μούτις

(Μετάφρ.: Nathalie)




Ήρθα να σε καλέσω
στις κρημνώδεις ακτές.
Πέταξα το όνομά σου
και η θάλασσα μόνο μου απάντησε
από το ακαριαίο κι αδηφάγο γάλα
των αφρών της.
Την επαναλαμβανόμενη αταξία
των νερών διασχίζει τ'όνομά σου
σαν ένα ψάρι που σπαρταρά και δραπετεύει
προς την πιο τεράστια απομάκρυνση.
Προς έναν ορίζοντα
σκιάς και μέντας,
ταξιδεύει τ'όνομά σου
στριφογυρίζοντας στη θάλασσα του καλοκαιριού.
Με τη νύχτα που φτάνει
επιστρέφουν η μοναξιά και η συνοδεία της
από νεκρώσιμα όνειρα.

Πηγή

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Οι κότες, του Ραφαέλ Μπαρέτ

(Μετάφρ.: Nathalie)




Όσο δεν είχα στην κατοχή μου κάτι περισσότερο από το κρεβάτι και τα βιβλία μου, ήμουν ευτυχισμένος. Τώρα κατέχω εννιά κότες κι έναν κόκορα, και η ψυχή μου είναι διαταραγμένη.

Η ιδιοκτησία με έχει κάνει σκληρό. Εφόσον αγόραζα μια κότα την έδενα δυο μέρες σε ένα δέντρο, για να της επιβάλλω το σπίτι μου, καταστρέφοντας στην εύθραυστη μνήμη της την αγάπη για την παλιά της κατοικία. Επιδιόρθωσα το φράκτη της αυλής μου, με σκοπό να αποφύγω τη φυγή των πουλιών μου, και την εισβολή αλεπούδων με τέσσερα ή με δύο πόδια. Απομονώθηκα, ενδυνάμωσα το σύνορο, σχεδίασα μια διαβολική γραμμή ανάμεσα στο γείτονά μου κι εμένα. Χώρισα την ανθρωπότητα σε δύο κατηγορίες` εγώ, αφεντικό των κοτών μου, και οι υπόλοιποι που μπορούσαν να μου της πάρουν. Όρισα το έγκλημα. Ο κόσμος είναι για μένα γεμάτος από πιθανούς κλέφτες, και για πρώτη φορά έριξα μια εχθρική ματιά από την άλλη πλευρά του φράκτη.

Ο κόκοράς μου ήταν υπερβολικά νεαρός. Ο κόκορας του γείτονα πηδούσε το φράκτη και άρχιζε να κορτάρει τις κότες μου και να πικραίνει την ύπαρξη του κόκορά μου. Έδιωξα με πετρίδια τον εισβολέα, αλλά πηδούσαν στο φράκτη και ξάπλωναν στο σπίτι του γείτονα. Απαίτησα τα αυγά και ο γείτονας με μίσησε. Από τότε έβλεπα το πρόσωπό του πάνω από το φράκτη, την ανακριτική και εχθρική ματιά του, ίδια με τη δική μου. Τα κοτόπουλά του περνούσαν το φράκτη και καταβρόχθιζαν το βρεγμένο καλαμπόκι  που διέθετα στα δικά μου. Τα ξένα κοτόπουλα μου φαίνονταν εγκληματίες. Τα κυνηγούσα και τυφλωμένος από τη μανία σκότωσα ένα. Ο γείτονας απέδωσε μεγάλη σημασία στην επίθεση. Δεν ήθελε να δεχτεί οικονομική αποζημίωση. Απέσυρε σοβαρά το πτώμα του κοτόπουλού του και αντί να το φάει, το έδειξε στους φίλους του, γεγονός με το οποίο άρχισε να κυκλοφορεί στο χωριό ο μύθος της ιμπεριαλιστικής μου βαρβαρότητας. Έπρεπε να ενισχύσω το φράκτη, να ενισχύσω την εγρήγορση, να αυξήσω, με μια λέξη, τον προϋπολογισμό μου για πόλεμο. Ο γείτονας διαθέτει ένα σκύλο αποφασισμένο για όλα` εγώ σκέφτομαι να αποκτήσω ένα περίστροφο.

Πού βρίσκεται η παλιά μου γαλήνη; Είμαι δηλητηριασμένος από την καχυποψία και από το μίσος. Το πνεύμα του κακού με έχει κυριεύσει. Πριν ήμουν ένας άνθρωπος. Τώρα είμαι ένας ιδιοκτήτης...

"El Nacional", 5 de julio de 1910

Πηγή



Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Διήγημα για να διαβάσεις γυμνός, της Σόνια Μπετανκόρτ

(Μετάφρ.: Nathalie)





Αγαπώ τη μάγισσα του διηγήματος αυτού
τη μπερδεμένη σύζυγο που εξαπλώνει δηλητήριο
στα υπνοδωμάτια των ονείρων
αγαπώ τη γάτα της την υπόγεια
με τη βρώμικη ουρά της
με τα μουστάκια της τα λεπτά σαν αστραπές
με τα αιχμηρά της δόντια
αγαπώ τον κανόνα της να είναι αδιάφορη 
να σιγοκλαίει πάνω στο κρύο μαξιλάρι
και να φεύγει για ταξίδι με μάτια γυάλινα
αγαπώ τη σκοτεινιά στο ζεστό της πόδι ζώου

αγαπώ την πυρετώδη γυναίκα σαρδέλα 
αυτή που τηγανίζει το χρόνο στις αγορές 
αυτή που κολυμπά στη μπανιέρα με την καρδιά πληγωμένη
πασπαλισμένη με καρύδια και σαύρες
αυτή του εμβρύου στο μπουκάλι της κολόνιας
αυτή με τις φουσκωμένες από τη βροχή μπότες 
την αδύναμη και γαλήνια γυναίκα
που διασχίζει τους μεντεσέδες του σπιτιού
και μπερδεύεται με τη σκόνη
και κανείς δεν τη βλέπει αλλά έχει ένα σκύλο που την κοιτά
από το βαθούλωμα του συμπλοκοποιημένου ματιού της 
και την καταλαβαίνει

αγαπώ τη γυναίκα πυραμίδα το κορίτσι σε αντίθεση με όλα
την ισορροπίστρια του γελοίου
αυτή με το φόβο να περπατήσει και να την κοιτάξουν
αυτή με το φόβο να ζητήσει μια φρατζόλα ψωμί και να την κοιτάξουν
και να τρέχει μέχρι το σπίτι μπροστά απ' τον καθρέφτη και να κοιτιέται 
γυμνή χωρίς σπασμένη επιφάνεια και χρυσαφένια σαν ένα μωρό 

αγαπώ τη γυναίκα ταξίδι
αυτή που αντιμετωπίζει πεπεισμένη από αυτό που σκέφτεται
αγαπώ την παραβάτρια των ουσιών και μιζεριών και κανόνων και νορμών  
την δημιουργό τζαζ ημερολογίου
αυτή που πίνει και καπνίζει και καπνίζει και πίνει
και πέφτει στην πρωτοτυπία του να είναι πιο μόνη από καμιά 

αγαπώ τη γυναίκα κλειδαριά
αυτή που αφήνει να εισέλθει 
αυτή που είναι πέταλο του πρώτου λαχνού
που μασούσε ένα αστέρι τούτη τη μέρα
αυτή που είναι παντομίμα του σύννεφου 
αυτή που είναι ανεμομυλάκι του αέρα 
που ταράζει το καπρίτσιο
και πέφτει
και ξαναπέφτει πάνω στην πτώση
και πέφτει
και δεν προσποιείται πως όταν πέφτει
στην πραγματικότητα ξαπλώνει
πάνω σε μια μεγάλη κλίνη από ζωγραφισμένα περιστέρια 

Πηγή

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Μάθε με να χορεύω, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

(Μετάφρ.: Nathalie)



να κουνώ τα χέρια μου ανάμεσα στο βαμβάκι των νεφών
να τεντώνω τα πόδια μου παγιδευμένα από τα πόδια σου
να οδηγώ μια μηχανή μες στην άμμο
να ποδηλατώ ένα ποδήλατο κάτω από τις αλέες της φαντασίας
να μένω ήσυχος σαν μπρούτζινο άγαλμα
να μένω ακίνητος καπνίζοντας Delicados στη γωνιά μας
οι μπλε προβολείς του σαλονιού θα δείχνουν το πρόσωπό μου
να στάζω ρίμελ και γρατζουνιές, εσείς θα δείτε έναν
αστερισμό
από δάκρυα στα μάγουλά μου, θα βγω τρέχοντας
μάθε με να κολλάω το σώμα μου στις πληγές σου
μάθε με να συγκρατώ την καρδιά σου έστω για τόσο δα στο χέρι μου
να ανοίγω τα πόδια μου όπως ανοίγουν τα λουλούδια για τον
αέρα
για αυτά τα ίδια, για τη δροσιά του απογεύματος
μάθε με να χορεύω, αυτή τη νύχτα θέλω να ακολουθήσω την
πυξίδα σου
να σου ανοίξω τις πόρτες της ταράτσας
να κλάψω στη μοναξιά σου ενώ από τόσο ψηλά βλέπουμε
αυτοκίνητα, φορτηγά, αυτοκινητόδρομους γεμάτους από μπάτσους
και μηχανές να καίνε
μάθε με να ανοίγω τα πόδια και βάλ' το μου
συγκράτησε την υστερία μου μέσα στα μάτια σου
χάιδεψε τα μαλλιά μου και το φόβο μου με τα χείλη σου
που έχουν προφέρει τόσες κατάρες, έχουν υποστεί τόση σκιά
μάθε με να κοιμάμαι, αυτό είναι το τέλος

Reinventar el amor y otros poemas, 1976

Πηγή

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Σχεδίασες μερικά νησιά, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

(Μετάφρ: Nathalie)




Σ'ένα λευκό χαρτάκι 5x10εκ. σχεδίασες μερικά νησιά,
μια θάλασσα ανοιχτή σα λουλούδι και ξανθιά
όπως τα μαλλιά σου,
ένα φάρο που έμοιαζε με ψωλή, τον ήλιο να προβάλλει τις λόγχες του
λεπτές όπως μια φωτογραφική αχτίδα
πίσω κάποια σύννεφα που έμοιαζαν εραστές σε γλυκιά ανάπαυλα
έναν έφηβο να ψαρεύει με τα κύματα της σκεπής
και άγκυρες στις άμμους, και κουπαστές στα λιβάδια
κι ένα καραβάκι σε κίνηση
απ' του οποίου την καμινάδα δραπέτευε λίγος καπνός που έλεγε
Σ' ΑΓΑΠΩ.

Εντάξει, εντάξει, εντάξει ο καπνός πια έφυγε,
όπως το καράβι κι ο έφηβος, όπως ο ήλιος και τα σύννεφα
και μένει μόνο ένας φάρος τη νύχτα, τα κύματα
πυκνά, πολύχρωμα,
κι εγώ, να πνίγομαι στη σιωπή.

Reinventar el amor y otros poemas, 1976

Πηγή

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Άνχελες Φλόρες Πεόν: η τελευταία εν ζωή μαχήτρια του ισπανικού εμφυλίου

(Μετάφρ.: Nathalie)

Γεννήθηκα πριν από 97 χρόνια και πάντα ήμουν μια ανυπότακτη. Ίσως γιατί οι γυναίκες από την Αστούριας πάντα ήμασταν πολύ αγωνίστριες, ή ίσως γιατί ακολούθησα το παράδειγμα της μητέρας μου, που στα εννιά μου είχε ήδη χωρίσει από τον πατέρα μου. Δεν ήταν πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή, αλλά η μητέρα μου αποφάσισε να τελειώσει μια σχέση που πια δεν υπέφερε. Συνεπώς, για να φέρω λεφτά στο σπίτι, άφησα το σχολείο κι άρχισα να σφουγγαρίζω πατώματα.
Μετά από μερικά χρόνια, ο αδερφός μου ο Αντόνιο, που είχε φύγει για να μείνει στη Μαδρίτη, επέστρεψε με εμάς στην Αστούριας. Εκείνος ξεκίνησε να δουλεύει κι εγώ μπόρεσα να ασχοληθώ με το να μάθω το επάγγελμα της μοδίστρας. Εν τούτοις, αυτό δεν κράτησε πολύ: ο αδερφός μου δολοφονήθηκε το 1934 από την καταστολή που ακολούθησε την επανάσταση του Οκτώβρη. Εκείνη ήταν η πιο επώδυνη καμπή στη ζωή μου κι αυτή που με σημάδεψε περισσότερο, γιατί συνέβαλε στο να αναπτυχθεί η πολιτική συνείδηση εντός μου και να ενταχθώ στη Σοσιαλιστική Νεολαία.
Μετά ήρθε ο Εμφύλιος Πόλεμος. Θυμάμαι πως έκανα πρόβες ένα προλεταριακό θεατρικό έργο, Εμπρός της γης οι κολασμένοι, στο οποίο έπαιζα το χαρακτήρα της Μαρικουέλα. Από εκεί προέρχεται το παρατσούκλι με το οποίο με γνωρίζουν μέχρι και σήμερα. Στο τέλος της πρόβας, μας είπαν πως είχε ξεσπάσει ο πόλεμος. Οι σοσιαλιστές ζήτησαν εθελοντές για να παν στο μέτωπο και, χωρίς να το σκεφτούμε ιδιαίτερα, τρεις γυναίκες ενωθήκαμε με τους άντρες του χωριού που έφυγαν στα χαρακώματα. Ήμουν μόνο 17 χρονών, αλλά ήδη συνειδητοποιημένη για το ότι μας έκλεβαν κάτι που ήταν δικό μας, και πως μας αντιστοιχούσε να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία.
Στον πόλεμο δεν έπιασα κανένα τουφέκι, αλλά ήμουν στην πρώτη γραμμή. Ασχολούμουν με το να μαγειρεύω και να πηγαίνω το φαγητό στα ίδια τα χαρακώματα. Οι πυροβολισμοί και οι βόμβες έρχονταν από όλες τις μεριές, αλλά, ίσως από αναισθησία, δεν ένιωσα φόβο. Και ο ρόλος μου ήταν επικίνδυνος. Σε μια περίσταση, ζήτησα μια άδεια δύο ημερών για να πάω στο σπίτι μου, οπότε και μια κοπέλα, πολύ καλή μου φίλη, πήρε τη θέση μου. Είχε την κακοτυχία να την πετύχει μια σφαίρα. Από τότε, δεν έχω σταματήσει να αγωνίζομαι για να αναγνωριστεί η μνήμη της.
Παρόλο που ήμασταν λίγες στην πρώτη γραμμή, υπήρχαν πολλές γυναίκες που, με πολύ διαφορετικούς τρόπους, εργάστηκαν στην υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Έφτασε μια στιγμή όπου απέσυραν τις γυναίκες από το μέτωπο και μας έβαλαν να εκτελούμε άλλες λειτουργίες. Εμένα μου έτυχε να δουλεύω σε ένα νοσοκομείο της Χιχόν, που ούτε αυτό ήταν ένα ήρεμο μέρος. Σώθηκα από θαύμα όταν τα εχθρικά στρατεύματα επιτέθηκαν στο νοσοκομείο και δολοφόνησαν κάποιες συντρόφισσες.
Πιο μετά με έπιασε η Αστυνομία. Σας έχω ήδη πει ότι η ζωή μου είναι γεμάτη καμπές. Ένα στρατοδικείο με καταδίκασε σε 15 χρόνια σε μια φυλακή στη Γκιπούθκοα, από τα οποία έπρεπε να εκτίσω μόνο τέσσερα. Τη στιγμή που με έστειλαν στη φυλακή, δεν ήξερα σε τι συνίστατο εκείνο το "οι περίπατοι". Αλλά τώρα ξέρω πως υπήρξα τυχερή που βγήκα ζωντανή. Μια φορά απελευθέρωσαν δώδεκα κρατούμενες. Στην αρχή, σκεφτήκαμε πως ήταν τυχερές, αλλά μετά, τα πτώματά τους εμφανίστηκαν στην παραλία και σε άλλες γωνιές της πόλης. Επιπλέον, στη φυλακή μας ταπείνωναν και μας άφηναν να πεινάμε. Επιπλέον μας υποχρέωναν να προσευχόμαστε. Εγώ, πάντα είχα ένα πράγμα ξεκάθαρο: "Αν υπήρχε θεός, δεν θα είχε επιτρέψει να αρχίσω να δουλεύω ούσα μόλις ένα κοριτσάκι".
Κατά την έξοδο από τη φυλακή παντρεύτηκα με έναν άλλο σοσιαλιστή νέο που είχε αγωνιστεί στον πόλεμο και που ζούσε στο βουνό γιατί τον καταδίωκαν οι φρανκιστές. Τη μέρα του γάμου μας του είπα: "Μην περιμένεις να είμαι ένα έπιπλο στο σπίτι". Παρόλο που υπήρχαν ήδη πολλές γυναίκες που δεν αφήνονταν, τότε ήταν συνηθισμένο το να μετατρέπονται οι γυναίκες σε σκλάβες με το που παντρεύονταν, να χάνουν όλα τους τα διακαιώματα προς όφελος των συζύγων τους. Η κατάσταση για τις γυναίκες ήταν καλύτερη στη Γαλλία, όπου εξοριστήκαμε με το που διαπιστώσαμε ότι η καταστολή δεν υποχωρούσε. Εκεί περάσαμε 57 χρόνια και σπουδάσαμε τα παιδιά μας.
Το 2003 επέστρεψα στη Χιχόν και βρήκα πως η Ισπανία πια δεν ήταν τόσο διαφορετική σε σχέση με τη Γαλλία. Οι άντρες επιτέλους κατανοούσαν, λίγο πολύ, πως οι γυναίκες είναι ίσες με αυτούς. Επιπλέον, η νεολαία, μετά από τόσο καιρό, ήταν πολύ πιο ελεύθερη. Όπως η εγγονή μου, πολλοί νέοι ζούσαν με τις σχέσεις τους χωρίς να είναι παντρεμένοι. Αυτό θα ήταν κάτι ασύλληπτο στην εποχή μου!
Εν τούτοις, νιώθω πως ακόμη απομένει πολύ δουλειά για να γίνει και μας αναλογεί να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για τις ελευθερίες μας. Έχω δει πώς τα τελευταία χρόνια η κατάσταση όσο πάει χειροτερεύει. Η δουλειά των γυναικών είναι κάθε φορά πιο επισφαλής. Πρέπει να δουλέψουν βάρβαρα για πολύ λίγα χρήματα, κι έτσι είναι πολύ δύσκολο να παραμείνει κανείς χαρούμενος. Ξαφνικά, επανήλθε η διαμάχη για την απαγόρευση της έκτρωσης. Κι ακόμη υπάρχουν άντρες που αισθάνονται αφεντικά της ζωής των γυναικών, και που τις χτυπούν και τις σκοτώνουν. Τούτα τα άτομα δεν είναι άντρες, είναι εγκληματίες.
Όσο συνεχίζουν να υπάρχουν αδικίες, δεν θα κουραστώ να αγωνίζομαι εναντίον τους. Πριν δυο χρόνια πήρα ένα πούλμαν και συμμετείχα σε μια διαδήλωση στη Μαδρίτη για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Εκεί πέρασα όλη μου τη μέρα, χωρίς τίποτα στο στομάχι, υπερασπιζόμενη την ελευθερία, όπως όταν ήθελα να υπερασπιστώ τη Δημοκρατία. Επίσης έχω γράψει ένα βιβλίο για να μη χαθεί η ιστορία μου στη λήθη. Και μια στο τόσο διηγούμαι την ιστορία μου σε κοινό, όπως όταν αυτή τη βδομάδα παρέλαβα ένα βραβείο από το Club των 25. Στη ζωή μου έχω υποφέρει πολύ. Και πιστεύω πως όταν υποφέρει κανείς, καταλήγει γνωρίζοντας καλύτερα τους ανθρώπους. 
Αλλά επίσης έχω υπάρξει πολύ ευτυχισμένη. Θυμάμαι ιδίως όταν η εγγονή μου μού είπε: "Σε θαυμάζω σαν γιαγιά, αλλά και σαν γυναίκα". Αυτή ήταν μια από τις πιο ικανοποιητικές μέρες στα 97 χρόνια της ύπαρξής μου. 
Τώρα βρήκα ένα νέο εργαλείο για να μοιράζομαι τις σκέψεις μου: το Facebook. Ποτέ δεν κουράζομαι να μαθαίνω, έτσι που πριν δυο χρόνια, στα 95 μου, ένας γείτονας μου έδειξε να το χρησιμοποιώ, και τώρα μοιράζομαι απευθείας τους στοχασμούς μου με τους 900 φίλου του Facebook. Τα τελευταία μου σχόλια, δυστυχώς, ασχολούνται με ό,τι συμβαίνει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, στο οποίο ανήκα από πιτσιρίκα. Αλλά ΟΚ, πέρα από αυτό, δεν θα σταματήσω στην προσπάθειά μου να διαμαρτύρομαι ενάντια στις αδικίες. Κι όποιος θέλει να είναι μέρος αυτού, είναι καλεσμένος να με ακολουθήσει στο Facebook.


Κείμενο που συντάχθηκε από τον Άλβαρο Γιόρκα μετά από συνεντεύξεις με την Άνχελες Φλόρες.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Τα τετρακόσια σπαθιά του μπράντι, του Ραφαέλ Τσαπάρρο Μαδιέδο

(Μετάφρ.: Nathalie)

Με σκότωσες. Είναι το μόνο που ξέρω. Ξέρω επίσης πως βρίσκομαι στον ουρανό. Από τύχη. Είχα δέκα λεπτά νεκρή και μου ζήτησες ένα τσιγάρο. Εγώ έψαξα στην τσάντα μου και σου προσέφερα ένα από τα menthol μου. Το άναψες και έφυγες στο μπαλκόνι και το κάπνισες σιωπηρά ενώ οι σιωπηρές αναλαμπές του τσιγάρου σού φώτιζαν τις γωνίες του προσώπου. Έξω έβρεχε. Ήταν μια βροχή ανάμικτη με τα βήματα των γάτων που γλιστρούσαν από τις σκεπές αναζητώντας λίγη ζεστασιά. Με σκότωσες μια νύχτα που έβρεχε. Αυτό ήταν πάρα πολύ για σένα. Ποτέ δεν υπέφερες τη βροχή, ούτε τους Stones μετά τις έντεκα το βράδυ. Μετά τις έξι δεν μπορείς να υποφέρεις της αγγλικές ταινίες, ούτε τους φορτωμένους καφέδες. Είσαι παράξενος, Σπάδα. πολύ παράξενος. Τούτη τη μέρα που με σκότωσες με κάλεσες από κάποιο τηλέφωνο στο πάρκο Τζιορντάνο Μπρούνο και μου είπες hey baby πάμε να δούμε το Naked του Mike Leigh κι εγώ σου είπα, καημένη ηλίθια παραπλανημένη, φυσικά baby τα λέμε στις έξι στη στάση του μετρό Radio City.
Τούτο το βράδυ περιφερόμουν χωρίς νόημα στην πόλη. Μπήκα στο μετρό, πραγματοποίησα διάφορες διαδρομές, πήγα στην αραβική γειτονιά στην οδό Ντρανάζ για ένα τσιγαριλίκι. Μετά κάπνισα το τσιγαριλίκι στο παρκάκι ενώ κοιτούσα το ανυψωμένο τρένο. Κάποιος από το τρένο μου έκανε ένα σήμα με το χέρι κι εγώ του έστειλα ένα φιλί που διαλύθηκε στο ζεστό αέρα της βραδιάς. Ήταν ένα καταραμένο φιλί που εξερράγη στον πυρήνα του αέρα, παφ!, κι εξαφανίστηκε για πάντα. Τελικά πήρα τη διαδρομή από το Radio City για να πραγματοποιήσω το ραντεβού κι όταν εισήλθα στο μετρό φαινόταν πως ο κόσμος πέθαινε λίγο λίγο στα παραισθησιογόνα σύννεφα των πέντε το απόγευμα, τούτα τα μαύρα σύννεφα που μύριζαν ηρωίνη με κάτουρα.
Πιο μετά συναντηθήκαμε στο Λονδίνο. Βρισκόσουν στο πάρκο. Τα γκρι περιστέρια έκαναν μπερδεμένους ελιγμούς στον επισφαλή αέρα της βραδιάς και η μυρωδιά της βροχής εισήλθε στους πνεύμονές μου και με μέθυσε. Περπατήσαμε από το δεκατρία και η συστοιχία από φώτα, η συστοιχία από πρόσωπα και από μυρωδιές μας έφεραν αργά αργά ναυτία. Οι καμπάνες της Λούρδης ξεκίνησαν να ηχούν στον ιστό του αέρα. Στον αέρα υπήρχαν χτύποι. Μεγάλοι χτύποι. Χτύποι μιας καρδιάς αόρατης, πληγωμένης και μεθυσμένης που βομβαρδίζει σκοτάδι πάνω στη βροχή, πάνω στη νύχτα.
Πριν μπούμε στο σινεμά πήραμε ένα καφέ στους Άραβες. Αίσθηση οικεία: καφές φορτωμένος, μαύρος, βαρύς, ένα τσιγάρο. Μια μπανάλ συζήτηση. Ένα χτύπημα στο στομάχι. Σκατά. Καθαρή αδρεναλίνη. Υποταγή. Ρίγη. Ένας καπνός. Ένα Marlboro. Άλλος καφές. Ένα φιλί. Μια σιωπή. ένα χτύπημα στο κεφάλι. Φύγαμε από το καφέ ζαλισμένοι, θολωμένοι, κι ο θόρυβος της πόλης μας πυροβόλησε το στήθος και τις ματιές. Μου' ρθε η όρεξη να την κάνεις για τα σκατά, αλλά δεδομένης της ευκαιρίας να πάμε να δούμε το Naked του Mike Leigh.. κι έπειτα ένιωσα κι έπειτα ένιωσα τετρακόσια χτυπήματα στην καρδιά, τετρακόσια χτυπήματα από μπράντι, τετρακόσια χτυπήματα από βροχή, τετρακόσια χτυπήματα από ηρωίνη, τετρακόσια χτυπήματα από αίμα, σάρκα, μπαρούτι, μπλε καπνό, τετρακόσια χτυπήματα από λύπη, τετρακόσια χτυπήματα από τετρακόσια νεκρά πουλιά να φτερουγίζουν στο στήθος μου.
Στο σινεμά, η γνωστή πανίδα. Ένα ζευγάρι αριστερούληδες. Ένα ζεύγος ηλικιωμένων που έχουν εφαρμόσει στα πανωφόρια τους, ο μεθυσμένος που πάντα συναντούσαμε στα alternative σινεμά με το μπουκάλι κονιάκ του και οι κοπέλες του Πανεπιστημίου με πρόσωπο που έδειχνε πως δεν τις είχαν φάει για μήνες επειδή έβλεπαν ταινίες για μοναχικούς όλες τις νύχτες. Βγήκα ερωτευμένη με τον Τζόνι, τον κλοσάρ της ταινίας. Σου είπα μετά πως ποτέ δεν είχα δει έναν άντρα που να καπνίζει τόσο όσο εκείνος. Ήταν ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, πάντα ανάμεσα σε ένα σύννεφο καπνού, ένας άντρας σαν εμένα κι εσένα, ένας άντρας λυπημένος, πάντα να επιπλέει στα μπερδεμένα σύννεφα των ημερών σαν αεροπλάνα παράλογα, χαμένα, έρμαιο, ένας άντρας όπως εσύ κι εγώ κι εγώ έπλεα στο μοχθηρό ουρανό των ημερών, τούτων των ημερών που'ταν γεμάτες με μικρές βροχές όπου σου γέμιζε το στοματάκι ηρωίνη και μαύρο σάλιο. Ένας άντρας γαμάτος, αυτός ο Τζόνι. 
Οπότε φτάσαμε στο διαμέρισμά σου. Μου 'βαλες τρεις σφαίρες στην καρδιά. Έντεκα το βράδυ. Με σκότωσες. Μετά καπνίσαμε, πήραμε έναν καφέ, δυο παράξενα κορμιά βυθισμένα στη γνωστή σύγχυση της αγάπης μετά το σινεμά, δυο γυμνά κορμιά διαπερασμένα από τετρακόσια λαμπερά σπαθιά πριν τον καφέ, δυο παράξενα κορμιά βυθισμένα στη γνωστή σύγχυση της αγάπης μετά το σινεμά, δυο γυμνά κορμιά γεμάτα καπνό, δυο γυμνά κορμιά πατημένα από την ψευδαίσθηση, δυο γυμνά κορμιά με το αίμα γεμάτο αιμοβόρα σκυλιά, δυο γυμνά κορμιά να ναυαγούν σε κάποιο κύμα στην παλίρροια της νύχτας, δυο σκοτεινά κορμιά να λαμπυρίζουν πριν κλείσει για πάντα η ζεστή αντανάκλαση της βροχής.    
Τα μεσάνυχτα βγήκαμε και κατευθυνθήκαμε στο σταθμό του μετρό κι εκεί με άφησες. Baby. Πίστεψες πως ποτέ πια δεν θα με ξαναέβλεπες. Μόνο σκατά. Με ανέβασες στο βαγόνι κι έκανες μισή βόλτα. Εγώ ήμουν νεκρή για τα καλά. Το τελευταίο που θυμάμαι είσαι εσύ να καπνίζεις κι εγώ καθισμένη στο βαγόνι ενώ αυτό γλιστρούσε ως το σκοτάδι του τούνελ. 
Είναι αλήθεια. Με σκότωσες. Και βρίσκομαι στον ουρανό, ακριβώς όπως εσύ ήθελες. Στον ουρανό. Ακριβώς όπως ήθελαν οι γονείς μου κι εσύ. Νεκρή, στον ουρανό. 
Τώρα έχω επιστρέψει. Είμαι στο μπαλκόνι. Εσύ μόλις γύρισες από το σινεμά. Με βλέπεις. Σταματάς. Πλησιάζεις. Με παρατηρείς σιωπηρά. Καπνίζεις ένα τσιγάρο. Δεν έχεις αλλάξει πολύ baby. Ανοίγεις το παράθυρο. Έξω βρέχει. Μου χαϊδεύεις απαλά το κεφάλι. Αφήνομαι να με πάρεις στα χέρια σου και με βάζεις απέναντί σου. Οπότε σου καρφώνω το ράμφος στο ένα μάτι και το αίμα αναβλύζει αργά. Σκατά. Σου βγάζω το άλλο μάτι.
Έξω βρέχει και τα φώτα της πόλης είναι αυτοκτονικά ψάρια που διαλύονται στα βρώμικα και ταραγμένα νερά του σκοταδιού. Κείτεσαι στη μέση του σαλονιού κι ο κρύος αέρας της νύχτας σε καλύπτει. Έχεις δέκα λεπτά νεκρός. Εγώ έχω δέκα λεπτά μεταμορφωμένη σε περιστέρι.