(Μετάφρ.: Nathalie)
Με σκότωσες. Είναι το μόνο που ξέρω. Ξέρω επίσης πως βρίσκομαι στον ουρανό. Από τύχη. Είχα δέκα λεπτά νεκρή και μου ζήτησες ένα τσιγάρο. Εγώ έψαξα στην τσάντα μου και σου προσέφερα ένα από τα menthol μου. Το άναψες και έφυγες στο μπαλκόνι και το κάπνισες σιωπηρά ενώ οι σιωπηρές αναλαμπές του τσιγάρου σού φώτιζαν τις γωνίες του προσώπου. Έξω έβρεχε. Ήταν μια βροχή ανάμικτη με τα βήματα των γάτων που γλιστρούσαν από τις σκεπές αναζητώντας λίγη ζεστασιά. Με σκότωσες μια νύχτα που έβρεχε. Αυτό ήταν πάρα πολύ για σένα. Ποτέ δεν υπέφερες τη βροχή, ούτε τους Stones μετά τις έντεκα το βράδυ. Μετά τις έξι δεν μπορείς να υποφέρεις της αγγλικές ταινίες, ούτε τους φορτωμένους καφέδες. Είσαι παράξενος, Σπάδα. πολύ παράξενος. Τούτη τη μέρα που με σκότωσες με κάλεσες από κάποιο τηλέφωνο στο πάρκο Τζιορντάνο Μπρούνο και μου είπες hey baby πάμε να δούμε το Naked του Mike Leigh κι εγώ σου είπα, καημένη ηλίθια παραπλανημένη, φυσικά baby τα λέμε στις έξι στη στάση του μετρό Radio City.
Τούτο το βράδυ περιφερόμουν χωρίς νόημα στην πόλη. Μπήκα στο μετρό, πραγματοποίησα διάφορες διαδρομές, πήγα στην αραβική γειτονιά στην οδό Ντρανάζ για ένα τσιγαριλίκι. Μετά κάπνισα το τσιγαριλίκι στο παρκάκι ενώ κοιτούσα το ανυψωμένο τρένο. Κάποιος από το τρένο μου έκανε ένα σήμα με το χέρι κι εγώ του έστειλα ένα φιλί που διαλύθηκε στο ζεστό αέρα της βραδιάς. Ήταν ένα καταραμένο φιλί που εξερράγη στον πυρήνα του αέρα, παφ!, κι εξαφανίστηκε για πάντα. Τελικά πήρα τη διαδρομή από το Radio City για να πραγματοποιήσω το ραντεβού κι όταν εισήλθα στο μετρό φαινόταν πως ο κόσμος πέθαινε λίγο λίγο στα παραισθησιογόνα σύννεφα των πέντε το απόγευμα, τούτα τα μαύρα σύννεφα που μύριζαν ηρωίνη με κάτουρα.
Πιο μετά συναντηθήκαμε στο Λονδίνο. Βρισκόσουν στο πάρκο. Τα γκρι περιστέρια έκαναν μπερδεμένους ελιγμούς στον επισφαλή αέρα της βραδιάς και η μυρωδιά της βροχής εισήλθε στους πνεύμονές μου και με μέθυσε. Περπατήσαμε από το δεκατρία και η συστοιχία από φώτα, η συστοιχία από πρόσωπα και από μυρωδιές μας έφεραν αργά αργά ναυτία. Οι καμπάνες της Λούρδης ξεκίνησαν να ηχούν στον ιστό του αέρα. Στον αέρα υπήρχαν χτύποι. Μεγάλοι χτύποι. Χτύποι μιας καρδιάς αόρατης, πληγωμένης και μεθυσμένης που βομβαρδίζει σκοτάδι πάνω στη βροχή, πάνω στη νύχτα.
Πριν μπούμε στο σινεμά πήραμε ένα καφέ στους Άραβες. Αίσθηση οικεία: καφές φορτωμένος, μαύρος, βαρύς, ένα τσιγάρο. Μια μπανάλ συζήτηση. Ένα χτύπημα στο στομάχι. Σκατά. Καθαρή αδρεναλίνη. Υποταγή. Ρίγη. Ένας καπνός. Ένα Marlboro. Άλλος καφές. Ένα φιλί. Μια σιωπή. ένα χτύπημα στο κεφάλι. Φύγαμε από το καφέ ζαλισμένοι, θολωμένοι, κι ο θόρυβος της πόλης μας πυροβόλησε το στήθος και τις ματιές. Μου' ρθε η όρεξη να την κάνεις για τα σκατά, αλλά δεδομένης της ευκαιρίας να πάμε να δούμε το Naked του Mike Leigh.. κι έπειτα ένιωσα κι έπειτα ένιωσα τετρακόσια χτυπήματα στην καρδιά, τετρακόσια χτυπήματα από μπράντι, τετρακόσια χτυπήματα από βροχή, τετρακόσια χτυπήματα από ηρωίνη, τετρακόσια χτυπήματα από αίμα, σάρκα, μπαρούτι, μπλε καπνό, τετρακόσια χτυπήματα από λύπη, τετρακόσια χτυπήματα από τετρακόσια νεκρά πουλιά να φτερουγίζουν στο στήθος μου.
Στο σινεμά, η γνωστή πανίδα. Ένα ζευγάρι αριστερούληδες. Ένα ζεύγος ηλικιωμένων που έχουν εφαρμόσει στα πανωφόρια τους, ο μεθυσμένος που πάντα συναντούσαμε στα alternative σινεμά με το μπουκάλι κονιάκ του και οι κοπέλες του Πανεπιστημίου με πρόσωπο που έδειχνε πως δεν τις είχαν φάει για μήνες επειδή έβλεπαν ταινίες για μοναχικούς όλες τις νύχτες. Βγήκα ερωτευμένη με τον Τζόνι, τον κλοσάρ της ταινίας. Σου είπα μετά πως ποτέ δεν είχα δει έναν άντρα που να καπνίζει τόσο όσο εκείνος. Ήταν ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, πάντα ανάμεσα σε ένα σύννεφο καπνού, ένας άντρας σαν εμένα κι εσένα, ένας άντρας λυπημένος, πάντα να επιπλέει στα μπερδεμένα σύννεφα των ημερών σαν αεροπλάνα παράλογα, χαμένα, έρμαιο, ένας άντρας όπως εσύ κι εγώ κι εγώ έπλεα στο μοχθηρό ουρανό των ημερών, τούτων των ημερών που'ταν γεμάτες με μικρές βροχές όπου σου γέμιζε το στοματάκι ηρωίνη και μαύρο σάλιο. Ένας άντρας γαμάτος, αυτός ο Τζόνι.
Οπότε φτάσαμε στο διαμέρισμά σου. Μου 'βαλες τρεις σφαίρες στην καρδιά. Έντεκα το βράδυ. Με σκότωσες. Μετά καπνίσαμε, πήραμε έναν καφέ, δυο παράξενα κορμιά βυθισμένα στη γνωστή σύγχυση της αγάπης μετά το σινεμά, δυο γυμνά κορμιά διαπερασμένα από τετρακόσια λαμπερά σπαθιά πριν τον καφέ, δυο παράξενα κορμιά βυθισμένα στη γνωστή σύγχυση της αγάπης μετά το σινεμά, δυο γυμνά κορμιά γεμάτα καπνό, δυο γυμνά κορμιά πατημένα από την ψευδαίσθηση, δυο γυμνά κορμιά με το αίμα γεμάτο αιμοβόρα σκυλιά, δυο γυμνά κορμιά να ναυαγούν σε κάποιο κύμα στην παλίρροια της νύχτας, δυο σκοτεινά κορμιά να λαμπυρίζουν πριν κλείσει για πάντα η ζεστή αντανάκλαση της βροχής.
Τα μεσάνυχτα βγήκαμε και κατευθυνθήκαμε στο σταθμό του μετρό κι εκεί με άφησες. Baby. Πίστεψες πως ποτέ πια δεν θα με ξαναέβλεπες. Μόνο σκατά. Με ανέβασες στο βαγόνι κι έκανες μισή βόλτα. Εγώ ήμουν νεκρή για τα καλά. Το τελευταίο που θυμάμαι είσαι εσύ να καπνίζεις κι εγώ καθισμένη στο βαγόνι ενώ αυτό γλιστρούσε ως το σκοτάδι του τούνελ.
Είναι αλήθεια. Με σκότωσες. Και βρίσκομαι στον ουρανό, ακριβώς όπως εσύ ήθελες. Στον ουρανό. Ακριβώς όπως ήθελαν οι γονείς μου κι εσύ. Νεκρή, στον ουρανό.
Τώρα έχω επιστρέψει. Είμαι στο μπαλκόνι. Εσύ μόλις γύρισες από το σινεμά. Με βλέπεις. Σταματάς. Πλησιάζεις. Με παρατηρείς σιωπηρά. Καπνίζεις ένα τσιγάρο. Δεν έχεις αλλάξει πολύ baby. Ανοίγεις το παράθυρο. Έξω βρέχει. Μου χαϊδεύεις απαλά το κεφάλι. Αφήνομαι να με πάρεις στα χέρια σου και με βάζεις απέναντί σου. Οπότε σου καρφώνω το ράμφος στο ένα μάτι και το αίμα αναβλύζει αργά. Σκατά. Σου βγάζω το άλλο μάτι.
Έξω βρέχει και τα φώτα της πόλης είναι αυτοκτονικά ψάρια που διαλύονται στα βρώμικα και ταραγμένα νερά του σκοταδιού. Κείτεσαι στη μέση του σαλονιού κι ο κρύος αέρας της νύχτας σε καλύπτει. Έχεις δέκα λεπτά νεκρός. Εγώ έχω δέκα λεπτά μεταμορφωμένη σε περιστέρι.
αν δεν καπνίζαν...
ΑπάντησηΔιαγραφή