Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Στην 28η υπάρχει ένα μπαρ, όπου ο Σάμμυ παίζει κοντραμπάσο, του Άλβαρο Σαμούδιο Σέπεντα

 (μετάφρ.: nathalie)



Αυτά τα διηγήματα γράφτηκαν, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, στη Νέα Υόρκη που είναι μια πόλη μόνη. Είναι μια μοναξιά χωρίς διέξοδο. Είναι η μοναξιά της αναμονής.
Τα πρόσωπα είναι άντρες και γυναίκες που είδα σ' ένα μικρό μπαρ στην Άλμα του Μίσιγκαν` περιμένοντας σε μια στάση της Τσατανούγκα του Τενεσί` ή απλά ενώ ζούσα στη Σιέναγα της Μαγδαλένα. Και οι λέξεις είναι κατώτερές τους.


Ήταν γιατί πάντα ήταν μόνος. Γιατί η μοναξιά τού είχε δέσει τα χέρια στην μακριά, ξύλινη γραμμή των μπαρ. Κι ακόμη κι ανάμεσα σε κόσμο, στο κέντρο τούτου του ήρεμου αναβρασμού, του γεμάτου με άλλες μοναξιές, βαθύτερες ίσως από τη δικιά του, πάντα ήταν μόνος. Έσπρωχνε τη βαριά, συγκρατημένη, σχεδόν μαύρη σιωπή, με δυσκολία, διότι η μοναξιά του ήταν υπερβολικά μικρή και χανόταν ανάμεσα σε τούτες τις μοναξιές τις τόσο παλιές και ξοδεμένες πάνω στους τοίχους από τις καντίνες. Κι εκείνος δεν το ήξερε. Εκείνος ήταν μόνος. Μόνος με τη μοναξιά του που ακόμα ήταν υπερβολικά μικρή για να γεμίσει το ψηλόλιγνο κορμί του.
Τις έβλεπε, σε όλη την έκταση του μπαρ. Και μπορούσε να τις ονομάσει με τα ονόματα γυναικών και αντρών. Αλλά ήταν απλά μοναξιές. Ο Σάμμυ, ο Σαμ Κάρλτον με τη μεγάλη του μοναξιά να πηγαίνει πιο πέρα απ' το μέγεθος του μικρού του κορμιού, βαθιά, γεμάτη μπλουζ και αναμνήσεις που άρχιζαν σε κάποιο χωριό της Τζώρτζια, μαύρη και κάθε μέρα όλο και πιο απλή και εξοργιστική. Ο Σάμμυ πίστευε ότι μπορούσε ν' αφήσει τη μοναξιά του δεμένη σ' οποιοδήποτε μπαρ και να φύγει στην Αγγλία. Ποιος είχε πει στον Σαμ Κάρλτον ότι η Αγγλία ήταν σαν τη Λατινική Αμερική; Ποιος θα τραγουδούσε τα μπλουζ πίσω απ' το κοντραμπάσο, πιο ψηλά απ' αυτόν, και μπροστά στην ασημί μπάλα του μικροφώνου στο "L- Bar"; Ο Σάμμυ δεν είχε μιλήσει με κανέναν γι' αυτό: εκείνος το μάντεψε, το ψηλόλιγνο αγόρι, αυτό με τη μικρή μοναξιά.
Και η Πέννυ Σάννον, με την επίπεδη κοιλιά, όπου είχε ναυαγήσει ο μιγάς γιος της, λέγοντας τις λέξεις, τίποτα άλλο από λέξεις, των spirituals. Και χωρίς να το ξέρει, αυτός ξεκίνησε να κάνει τη μοναξιά του πιο μεγάλη από αυτή της Πέννυ Σάννον.
Και η Ρίτα, ψηλή, σκληρή, να καπνίζει κάτι παράξενα τσιγάρα, που κανείς πριν δεν είχε αγοράσει, που ούτε καν θα αγόραζαν, γιατί δεν την είχαν ρωτήσει ποτέ τι κατηγορίας ήταν. Εκείνη απλά πέταγε το ασημί πακέτο, με μικρά γαλάζια γράμματα που κανείς δεν ήξερε τι έλεγαν γιατί δεν είχαν κάτσει να τα διαβάσουν, να τα βάλουν μαζί και να πουν δυνατά τον ήχο τους, όχι καθενός ξεχωριστά, αλλά όλων, το ένα μετά το άλλο. Η Ρίτα ούτε καν έπαιζε με το πακέτο, όπως κάνουν όλοι οι καπνιστές` απλά, έβγαζε ένα- ένα τα τσιγάρα, όμοια με οποιαδήποτε άλλα, έβγαιναν ίδια από ένα πακέτο που ήταν διαφορετικό. Βγάζοντάς τα ένα- ένα και καπνίζοντάς τα αργά, ίσως υπερβολικά αργά, και γεμίζοντας τα μικρά τασάκια με όμοιες, άχρωμες γόπες.
Η φωνή του Σάμμυ ερχόταν από το back-room, μέσα από την κλειστή πόρτα. Αλλά η Ρίτα καθόταν ανάμεσα στη φωνή και σ' αυτόν, η μοναξιά της Ρίτας ανάμεσα στη φωνή του Σάμμυ και τη μικρή μοναξιά του αγοριού. Και η Ρίτα δεν άφηνε τη φωνή ν' ακουστεί από κανέναν εκτός από εκείνη. Την κυνηγούσε απελπισμένη και ακόμη και τους πιο μικρούς ήχους τους συγκρατούσε και δεν άφηνε κανέναν να τους ακούσει. Μα εκείνος ήξερε ότι ο Σάμμυ τραγουδούσε και μπορούσε να δει τις λέξεις, να τις δει, όχι να τις ακούσει, διότι η Ρίτα κρατούσε όλο τον ήχο. Μα εκείνος έβλεπε τις λέξεις. Μακριές, σχεδόν αδιαμόρφωτες, αλλά μακριές, βραδέως μακριές. Βραδείες, σχεδόν τόσο βραδείες όσο η Ρίτα. Λέξεις μακριές και βραδείες που ο Σαμ Κάρλτον είχε μάθει στη Τζώρτζια. Μερικές απ' αυτές μαύρες. Άλλες λευκές. Αλλά πάντα μακριές και βραδείες. Κι εκείνος έβλεπε τις λέξεις αυτές να' ρχονται από τη μοναξιά του Σάμμυ και δεν μπορούσε να καταλέβει γιατί ήταν πάντα όμοιες, οι ίδιες λέξεις, όμοιες, αμετάβλητες, λες και ο Σάμμυ δεν ήξερε άλλο τραγούδι. Ίσως να μην ακούγονταν ίδιες, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πει εκείνος, διότι η Ρίτα ήταν η ιδιοκτήτρια της μουσικής. Ίσως για τη Ρίτα να ήταν διαφορετικές οι λέξεις κάθε νύχτα. Αυτό δεν μπορούσε ποτέ να το ξέρει. Ούτε τον ενδιέφερε να το ξέρει. Αυτός έμενε εκεί, πλάι στη Ρίτα, πλάι στο ασημί πακέτο τσιγάρων, βλέποντας τις όμοιες λέξεις που ο Σάμμυ έλεγε μπροστά στο μικρόφωνο του back- room, και νιώθοντας ότι η Ρίτα προσπαθούσε να γεμίσει τη μοναξιά της με τη μουσική που ο Σάμμυ έβαζε πάνω στις λέξεις των τραγουδιών. Αλλά ήταν τόσο φαρδιά... τόσο μόνη, που ούτε καν η μουσική δεν μπορούσε να τη γεμίσει. Αυτό το είχε φανταστεί για το ψηλόλιγνο αγόρι, αυτό με τη μικρή μοναξιά. Αλλά δεν μπορούσε να το πει στα σίγουρα. Μόλις που το είχε φανταστεί. Κι έπειτα ξεχάσει ξανά. Όπως είχε αρχίσει να τα ξεχνάει όλα.

.
Todos estábamos a la espera. Bogotá. Plaza y Janés. 1980. Págs. 129-130.

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Χρόνος, του Νικανόρ Πάρρα

(μετάφρ.: nathalie)

Στο Σαντιάγο της Χιλής
Οι
μέρες
είναι
ατέλειωτα
μακριές:
Κάμποσες αιωνιότητες σε μια μέρα.
Κινούμαστε στη ράχη του λούμα*
Σαν τους πωλητές κοτσαγιούγιο**:
Χασμουριέται κανείς. Ξαναχασμουριέται.
Εντούτοις οι εβδομάδες είναι σύντομες
Οι μήνες περνούν με τέρμα τα γκάζια
Καιταχρόνιαμοιάζειναπετάνε.

*δέντρο της Χιλής που χαρακτηρίζεται από το πολύ δυνατό κορμό του· σύμφωνα με το μύθο, το ξύλο αυτού του δέντρου χρησιμοποιείται για την κατασκευή των αστυνομικών γκλοπ, τα οποία φέρουν το ίδιο όνομα 
**είδος φυκιού που απαντάται στις ακτές της Χιλής