Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Τελευταία συνάντηση με το υστερόγραφο, του Ρομπέρτο Μπολάνιο




Από το χαμένο, το ανεπανόρθωτα χαμένο, επιθυμώ μόνο να ανακτήσω την καθημερινή διαθεσιμότητα να γράφω, γραμμές ικανές να με πιάσουν απ' το μαλλί και να με σηκώσουν όταν το κορμί μου πια δεν θα θέλει να υπομείνει περισσότερα. (Σημαντικό, είπε ο ξένος). Στο ανθρώπινο και στο θεϊκό. Όπως αυτοί οι στίχοι του Λεοπάρντι που ο Ντανιέλ Μπίγα απήγγειλε σε μια σκανδιναβική γέφυρα για να οπλιστεί με κουράγιο, έτσι να είναι η γραφή μου.



Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Το τραγούδι του γκρουπιέρη από το Μισσισσίπι, του Λεοπόλδο Μαρία Πανέρο

 


«Fifteen men on the Dead Man's Chest.

Yahoo! And a bottle of rum!»

Πειρατικό τραγούδι

 

Καπνίζω πολύ. Υπερβολικά.

Καπνίζω για να τρίψω το χρόνο κι ενίοτε ακούω το ραδιόφωνο,

κι ακούω να περνά η ζωή όπως κάποιος βάζει ραδιόφωνο.

Καπνίζω πολύ. Και στο τασάκι υπάρχουν

ιδέες και ποιήματα και φωνές

από φίλους που δεν έχω. Κι έχω

το στόμα γεμάτο μ' αίμα,

κι αίμα που βγαίνει από τις σχισμές του κρανίου μου

κι η ψυχή μου όλη έχει γεύση αίματος,

φρέσκου αίματος δεν ξέρω απ' γουρούνι ή τον άνθρωπο που είμαι,

σ' όλη μου την ψυχή, μαχαιρωμένη από γυναίκες και παιδιά 

που κινούνται αφελώς, αδέξια, στη

ζωή αυτή που τώρα ξέρω.

Πασπατεύω το στήθος μου ξαφνικά, νευρικός,

και δεν νιώθω καρδιά. Δεν υπάρχει,

δεν υφίσταται σε κανέναν αυτό το πράγμα που αποκαλούν καρδιά

αλλά ίσως στο αλκοόλ, σ' αυτό

το αίμα που πίνω και που είναι το αίμα του Χριστού.

το μοναδικό αίμα σ' αυτόν τον κόσμο που δεν υπάρχει

που είναι σαν το προγραμματισμένο κακό, ή

σαν φάμπρικα ζωής ή ένας ράφτης

που έχει ξεχάσει ποιος είναι και συνεχίζει να ζει, ή

ίσως το ρολόι και οι ώρες που περνάνε.

Ψηλαφώ, νευρικός, τα μάτια και τα πόδια και το χοντρό δάχτυλο

του χεριού το βάζω στο μάτι, και είμαι βρώμικος

και η ζωή μου μυρίζει.

Κι ονειρεύομαι πως έχω ζήσει και πως κάπως λέγομαι

και πως αυτό το παραμύθι είναι αλήθεια, αυτό

το παράλογο που προδίδουν τα μάτια μου,

αυτό το ντελίριο στη Βερακρούς, και πως αυτή 

η χώρα είναι αλήθεια αυτός ο τόπος που μοιάζει με την Κόλαση,

που αποκαλούν Ισπανία, έχω ακούσει

από τους νεκρούς ότι η Κόλαση

είναι καλύτερη από αυτήν και περισσότερο μοιάζει με αυτήν.

Λέω πως είμαι ο Πεσσόα, όπως ο Πεσσόα ήταν ο Άλβαρο ντε Κάμπος,

λέω πως το να είσαι μεθυσμένος είναι να μην είσαι

η ζωή όλη, είναι

να είσαι μεθυσμένος από ζωή και όχι από θάνατο,

είναι ένα αίμα διαφορετικό από εκείνο το άλλο

το βαρύ που τρυπώνει από τις στέγες και από τους τοίχους

και τις τρύπες της ζωής.

Και είναι που δεν υπάρχει άλλη κοινωνία

ούτε άλλος σπασμός απ' αυτόν του κρασιού

και κανένα άλλο φύλο ούτε γυναίκα

από το ποτήρι με αλκοόλ που έχω στον

εγκέφαλο, στα πόδια, στο αίμα.

Ότι αυτό το ποτήρι σκούρο ή λευκό κρασί,

με τζιν ή ρούμι ή ό,τι είναι αυτό

- τζιν με μπύρα, για παράδειγμα-

που είναι σαν την παιδική ηλικία, και δεν είναι

φυγή, ούτε απόδραση, ούτε όνειρο

αλλά η μόνη πραγματική ζωή και όλα είναι πιθανά

και γραπώνω εκ νέου το ποτήρι σαν τον λαιμό της ζωής και διηγούμαι

σε κάποιο ον ότι είναι πιθανόν να είμαι

εκεί στη ζωή των θεών

και κάποιες μέρες είμαι ο Κάιν, και άλλες

ένας παίχτης πόκερ που πίνει άψογα ουίσκι και άλλοι

ένας κυνηγός ταλέντων που απ' την άλλη ήμουν

μα τα δικά μου είναι σαν το «Γλυκό πουλί της νιότης»,

ένας κυνηγός ταλέντων όμορφος και αλκοολικός, και άλλες μέρες,

ένας ντροπαλός και ψυχωτικός δολοφόνος, και άλλες

κάποιος που έχει πεθάνει ποιος ξέρει από πότε,

σε ποια πόλη, ανάμεσα σε νηφάλιους ναύτες. Κάποιοι με

θυμούνται, λένε

με το ποτήρι στο χέρι, να μιλάω πολύ,

να μιλάω για το να μπορείς να υπάρξεις για το ότι

δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ' το να λες

στον εαυτό σου μια πρόταση του Βιτγκενστάιν ενώ ανεβαίνει

η ζαλάδα του κρασιού στο αίμα και την ψυχή.

Είτε κάποιος χαμένος στις στοές του καθρέφτη

να ψάχνει την Αγαπημένη του. Κι άλλες φορές

είμαι ο Άβελ που έχει ένα σχέδιο τέλειο 

για να περισώσει τη ζωή και ν' αποκαταστήσει τους ανθρώπους

κι ακόμη ενίοτε κλαίω που δεν είμαι σκλάβος

Νέγρος στο νότο, να κλαίω 

ανάμεσα στις φυτείες!

Είναι τόσο ωραία η κατάρρευση, τόσο βαθιά

ξέρω όλα της τα χρώματα και είναι

σαν μια μουσική συμφωνία του τέλους,

σαν μουσική που παίζουν σ' αυτό πιο πέρα,

και δεν έχω πια αίμα στις φλέβες, μα αλκοόλ,

έχω αίμα στα μάτια μεθυσμένου

και ψυχή κυριευμένη από αίμα σαν εμετό,

και ξερνάω την ψυχή τα πρωινά,

αφότου περάσω όλη τη νίχτα ορκιζόμενος

μπροστά από μια λαστιχένια κούκλα ότι υπάρχει Θεός.

Το να γράφεις στην Ισπανία δεν είναι να κλαις, είναι να πίνεις,

είναι να πίνεις την οργή αυτού που δεν αφήνεται

να πεθάνει στις γωνιές, είναι να πίνεις και άσχημα

να μιλάς, να βλασφημείς ενάντια στην Ισπανία

ενάντια σ' αυτή τη χώρα δίχως θεούς αλλά με

αγάλματα θεών, είναι

να πίνεις στην εκκλησία με μουσική από εκκλησιαστικό όργανο

είναι να πέφτεις μεθυσμένος στα ρεσιτάλ και λεκέδες από κόκκινο

κρασί και αίμα «Le livre des masques» του Rémy de Gourmont

να πέφτεις υγρός σαλιάρικος και ηλίθιος και

να σωριάζεσαι σαν ένα δέντρο μπροστά στους υάκινθους

της πολιτιστικής αυτής γιορτής. Να γράφεις στην Ισπανία είναι να έχεις

ως απάνω στο αίμα αυτό το αλκοόλ της τρέλας που πλέον

δεν δικαιολογεί τίποτα και κανέναν, καμιά σκιά

απ' αυτές που εκεί υπήρχαν στην αρχή.

Και λέγοντας ενώ πεθαίνεις, ενώ έχεις

πια στο στόμα και στο κεφάλι το σάλιο της αυτοκτονίας

να ουρλιάζεις στις σκιές, στις τόσες που υπάρχουν και τα φαντάσματα

σ' αυτόν τον παράδεισο για στοιχειά

κι επίσης στα γουρούνια που έχω δει στο δάσος,

και στα πουλιά και στους λύκους στο δρόμο κι

ενώ παραμονεύεις στις γωνίες

«Fifteen men on the Dead Man's Chest

Fifteen men on the Dead Man's Chest

Yahoo! And a bottle of rum!»




Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Η ευτυχία, του Καρμέλο Θ. Ιριμπάρρεν

(μετάφρ.: nathalie)



Κάθεσαι σε κάποια τραπεζάκια έξω

να πιεις κάτι.

Λίγα μέτρα από σένα,

αγόρια και κορίτσια κάνουν πατίνι, κάνουν

σχοινάκι, παλεύουν…

Ανάβεις τσιγάρο,

καπνίζεις γαλήνια.

Στο τέλος έρχεται η μπύρα:

σωστή,

αφρώδης, δροσερή.


Κλείνεις τα μάτια

και “αυτό είναι ευτυχία”,

λες στον εαυτό σου.


Έπειτα τ’ ανοίγεις

και βλέπεις αυτόν τον καημένο γέρο

να ψάχνει τους κάδους αχρήστων.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Όσο σε σκέφτομαι, του Pαφαέλ Καλέpo Πάλμα

 (μετάφ.: nathalie)

Θα περάσουν οι μέρες.

Θα περάσουν οι νύχτες.

Θα περάσουν οι βδομάδες,

οι μήνες, τα χρόνια

Θα περάσουν οι χειμώνες.

Θα περάσουν οι άνοιξες.

Θα περάσουν τα καλοκαίρια

Κι επίσης τα φθινόπωρα.

Θα περάσουν οι θερισμοί.

Θα περάσουν οι εκλείψεις.

Θα περάσουν οι κομήτες.

Θα περάσουν οι θύελλες.

Θα περάσουν οι κύκλοι.

Θα περάσουν οι πόλεμοι

Και θα έρθουν άλλοι, καινούργιοι.

 

Θα περάσει η ζωή μου.

Και θα έρθει ο θάνατος.

Κι εγώ θα συνεχίσω να σκέφτομαι εσένα.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Αύγουστος του Καρμέλο Θ. Ιριμπάρρεν

(μετάφρ.: nathalie)


Το νερό από το ντουζ

κόντρα στο βρεγμένο σου

δέρμα.

Δεν υπάρχει μουσική

-ούτε μοντέρνα

ούτε κλασική-

που να το φτάνει αυτό,

αυτό που τώρα νιώθω,

αυτό που φαντάζομαι

ακούγοντάς το.


Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Δίκαιη απόσταση, της Κpιστίνα Πέpι Pόσσι

(μετάφ.: nathalie)




Στην αγάπη, και στο μποξ

όλα είναι ζήτημα απόστασης.

Αν πλησιάζεις υπεpβολικά διεγείpομαι

τpομάζω

θαμπώνομαι, λέω βλακείες

αpχίζω να τpέμω

μα αν είσαι μακpιά

υποφέpω θλίβομαι

φανεpώνομαι

και γpάφω ποιήματα.


Πηγή

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Γη, του Adam Zagajewski

(μετάφραση από την ισπανική μετάφραση του Xavier Farré: nathalie)



Μερικοί μιλούσαν στα πολωνικά· άλλοι, στα γερμανικά
μόνο το κλάμα ήταν κοσμοπολίτικο.
Οι πληγές δεν θεραπεύονταν, θυμούνταν για μεγάλο
διάστημα.
Ο άνθρακας γυάλιζε όπως πάντα.

Κανείς δεν ήθελε να πεθάνει, μα η ζωή ήταν δυσκολότερη.
Υπήρχε πολλή παραξενιά· η παραξενιά σιωπούσε.

Φτάσαμε σαν τουρίστες, με βαλίτσες-
μείναμε για περισσότερο καιρό.

Δεν ανήκαμε σ' αυτή τη γη,
μα εκείνη μας αγκάλιασε γενναιόδωρα·
σας αγκάλιασε τους μεν και τους δε.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Πτώση, του Άνχελ Γκονθάλεθ

(μετάφρ.: nathalie)




Και ξαναπέφτω εντός μου
στο κενό,
στο τίποτα. 
Τι πιρουέτα!
Κατέρχομαι ή πετώ;
Δεν το γνωρίζω.
Δέχομαι
το δριμύ χτύπημα, και ανασηκώνομαι.

Με πιάνω για να δω αν υπήρξε μεγάλη ζημιά,
αλλά δεν με βρίσκω.
Το σώμα μου, πού βρίσκεται;
Πονάει μόνο η ψυχή μου.
Τίποτα σοβαρό.

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Γράμμα του Ρομπέρτο Μπολάνιο στο Μάριο Σαντιάγο

(μετάφρ.: nathalie)

IsmaelHernandezArt

Είμαι με τα παράθυρα ανοικτά, έξω βρέχει, μια καλοκαιρινή μπόρα· αστραπές, βροντές, αυτά τα πράγματα που διεγείρουν ή υποκινούν τη μελαγχολία.
Πώς είναι το Μεξικό; Πώς είναι οι δρόμοι του Μεξικού, το φάντασμά μου, οι αόρατοι φίλοι μου; Παραμένει όρθιο το Ανατολικά του Παραδείσου ή πέρασε πια στον ύπνο του δικαίου;
Όταν καλυτερεύσουν τα οικονομικά μου θα εμφανιστώ στο σπίτι σου μια οποιαδήποτε νύχτα. Κι αν όχι, το ίδιο κάνει. Η έκταση που διασχίσαμε μαζί με κάποιο τρόπο είναι και παραμένει ιστορία. Θέλω να πω: υποψιάζομαι, διαισθάνομαι ότι είσαι ακόμη ζωντανός, εν μέσω του σκότους αλλά ζωντανός κι ακόμη, ποιος θα το’λεγε, απαιτητικός. Λοιπόν, ας μην ενθουσιαζόμαστε. Γράφω ένα μυθιστόρημα όπου εσύ ονομάζεσαι Ουλίσες Λίμα. Το μυθιστόρημα ονομάζεται Οι Άγριοι Ντετέκτιβ. Μεγάλη αγκαλιά. Ρ.



Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Θα χρειαστούμε τη βροχή, του Εσκάνταρ Αλχέετ


(μετάφρ.: nathalie)




Θα χρειαστούμε τη βροχή
για να’ ναι όλα δυσφορία
και για να γεμίσει εμπόδια η αγέλη,
για να βραχούμε με αλήθεια
και ώσπου στην αστυνομία
να γεμίσει τις διαρροές τους η ντροπή
και η ψυχή
και θα χρειαστεί για να έρθουν
στον καταρρακτώδη δημόσιο λόγο
η πολυτέλεια και τα προνόμια
αυτών που ναι έχουν πολλά να χάσουν
και να μουσκευτούν με πότισμα οι φόβοι
αυτών που, ηττημένοι ήδη, μόνο να κερδίσουν τους απομένει,
θα χρειαστεί η βροχή
της κάθε Παρασκευής
να αμαυρώνει αυτή την πόλη
που στριφογυρίζει ανάμεσα σε σκαλωσιές
για να καθαρίσει τον αμετάκλητο εμετό
προσώπων που περπατούν με το κεφάλι κάτω,
θα χρειαστεί
η βροχή που θα’ ρθει να μας καταβρέξει
για να μην ξεχάσουμε
πως ποτέ δεν υπήρξε εκείνο το θαύμα
των άρτων και των ιχθύων: αυτοί που θέλησαν να καταφέρουν κάτι
έπρεπε να κηλιδωθούν ως το λαιμό
και να τραβήξουν κουπί ανάμεσα στη λάσπη και το βούρκο,
και να κολυμπήσουν ενάντια σ’ ένα ρεύμα
που φώναζε: ποτέ δεν θα τα καταφέρεις
ποτέ ποτέ
και θα είναι αυτή η βροχή
θα έρθει σαν τυφώνας
ερεθισμένος από πάγο
με τις γροθιές κλειστές
να πλημμυρίσει με την αλμυρή ανάσα του
ο σάπιος γυάλινος τοίχος
απ’ όπου η πραγματικότητα
ήταν απλά ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα.
Θα χρειαστούμε αυτή τη βροχή
κι αυτές που είναι να’ ρθουν
για να κρίνουμε αυτούς που γελούσαν τις αδικίες
αυτών των από πάντα
και ν’ αφήσουμε επιτέλους καθαρούς
τους αμφισβλητροειδείς αυτών που είδαν
να καίγεται σε φλόγες
και να πέφτει στα συντρίμμια
η αξιοπρέπεια των γενναίων.
Θα χρειαστεί αυτή η βροχή
Γιατί είναι εκείνη των δικών μας ματιών
γεμάτων με οργή
και με μίσος
να κλαίνε γιατί αυτός ο σκατόκοσμος
μας πονάει
και δεν έχουμε άλλα όπλα από τις λέξεις μας
κι αυτή τη βροχή από δάκρυα
πυρακτωμένα.


Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Στην 28η υπάρχει ένα μπαρ, όπου ο Σάμμυ παίζει κοντραμπάσο, του Άλβαρο Σαμούδιο Σέπεντα

 (μετάφρ.: nathalie)



Αυτά τα διηγήματα γράφτηκαν, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, στη Νέα Υόρκη που είναι μια πόλη μόνη. Είναι μια μοναξιά χωρίς διέξοδο. Είναι η μοναξιά της αναμονής.
Τα πρόσωπα είναι άντρες και γυναίκες που είδα σ' ένα μικρό μπαρ στην Άλμα του Μίσιγκαν` περιμένοντας σε μια στάση της Τσατανούγκα του Τενεσί` ή απλά ενώ ζούσα στη Σιέναγα της Μαγδαλένα. Και οι λέξεις είναι κατώτερές τους.


Ήταν γιατί πάντα ήταν μόνος. Γιατί η μοναξιά τού είχε δέσει τα χέρια στην μακριά, ξύλινη γραμμή των μπαρ. Κι ακόμη κι ανάμεσα σε κόσμο, στο κέντρο τούτου του ήρεμου αναβρασμού, του γεμάτου με άλλες μοναξιές, βαθύτερες ίσως από τη δικιά του, πάντα ήταν μόνος. Έσπρωχνε τη βαριά, συγκρατημένη, σχεδόν μαύρη σιωπή, με δυσκολία, διότι η μοναξιά του ήταν υπερβολικά μικρή και χανόταν ανάμεσα σε τούτες τις μοναξιές τις τόσο παλιές και ξοδεμένες πάνω στους τοίχους από τις καντίνες. Κι εκείνος δεν το ήξερε. Εκείνος ήταν μόνος. Μόνος με τη μοναξιά του που ακόμα ήταν υπερβολικά μικρή για να γεμίσει το ψηλόλιγνο κορμί του.
Τις έβλεπε, σε όλη την έκταση του μπαρ. Και μπορούσε να τις ονομάσει με τα ονόματα γυναικών και αντρών. Αλλά ήταν απλά μοναξιές. Ο Σάμμυ, ο Σαμ Κάρλτον με τη μεγάλη του μοναξιά να πηγαίνει πιο πέρα απ' το μέγεθος του μικρού του κορμιού, βαθιά, γεμάτη μπλουζ και αναμνήσεις που άρχιζαν σε κάποιο χωριό της Τζώρτζια, μαύρη και κάθε μέρα όλο και πιο απλή και εξοργιστική. Ο Σάμμυ πίστευε ότι μπορούσε ν' αφήσει τη μοναξιά του δεμένη σ' οποιοδήποτε μπαρ και να φύγει στην Αγγλία. Ποιος είχε πει στον Σαμ Κάρλτον ότι η Αγγλία ήταν σαν τη Λατινική Αμερική; Ποιος θα τραγουδούσε τα μπλουζ πίσω απ' το κοντραμπάσο, πιο ψηλά απ' αυτόν, και μπροστά στην ασημί μπάλα του μικροφώνου στο "L- Bar"; Ο Σάμμυ δεν είχε μιλήσει με κανέναν γι' αυτό: εκείνος το μάντεψε, το ψηλόλιγνο αγόρι, αυτό με τη μικρή μοναξιά.
Και η Πέννυ Σάννον, με την επίπεδη κοιλιά, όπου είχε ναυαγήσει ο μιγάς γιος της, λέγοντας τις λέξεις, τίποτα άλλο από λέξεις, των spirituals. Και χωρίς να το ξέρει, αυτός ξεκίνησε να κάνει τη μοναξιά του πιο μεγάλη από αυτή της Πέννυ Σάννον.
Και η Ρίτα, ψηλή, σκληρή, να καπνίζει κάτι παράξενα τσιγάρα, που κανείς πριν δεν είχε αγοράσει, που ούτε καν θα αγόραζαν, γιατί δεν την είχαν ρωτήσει ποτέ τι κατηγορίας ήταν. Εκείνη απλά πέταγε το ασημί πακέτο, με μικρά γαλάζια γράμματα που κανείς δεν ήξερε τι έλεγαν γιατί δεν είχαν κάτσει να τα διαβάσουν, να τα βάλουν μαζί και να πουν δυνατά τον ήχο τους, όχι καθενός ξεχωριστά, αλλά όλων, το ένα μετά το άλλο. Η Ρίτα ούτε καν έπαιζε με το πακέτο, όπως κάνουν όλοι οι καπνιστές` απλά, έβγαζε ένα- ένα τα τσιγάρα, όμοια με οποιαδήποτε άλλα, έβγαιναν ίδια από ένα πακέτο που ήταν διαφορετικό. Βγάζοντάς τα ένα- ένα και καπνίζοντάς τα αργά, ίσως υπερβολικά αργά, και γεμίζοντας τα μικρά τασάκια με όμοιες, άχρωμες γόπες.
Η φωνή του Σάμμυ ερχόταν από το back-room, μέσα από την κλειστή πόρτα. Αλλά η Ρίτα καθόταν ανάμεσα στη φωνή και σ' αυτόν, η μοναξιά της Ρίτας ανάμεσα στη φωνή του Σάμμυ και τη μικρή μοναξιά του αγοριού. Και η Ρίτα δεν άφηνε τη φωνή ν' ακουστεί από κανέναν εκτός από εκείνη. Την κυνηγούσε απελπισμένη και ακόμη και τους πιο μικρούς ήχους τους συγκρατούσε και δεν άφηνε κανέναν να τους ακούσει. Μα εκείνος ήξερε ότι ο Σάμμυ τραγουδούσε και μπορούσε να δει τις λέξεις, να τις δει, όχι να τις ακούσει, διότι η Ρίτα κρατούσε όλο τον ήχο. Μα εκείνος έβλεπε τις λέξεις. Μακριές, σχεδόν αδιαμόρφωτες, αλλά μακριές, βραδέως μακριές. Βραδείες, σχεδόν τόσο βραδείες όσο η Ρίτα. Λέξεις μακριές και βραδείες που ο Σαμ Κάρλτον είχε μάθει στη Τζώρτζια. Μερικές απ' αυτές μαύρες. Άλλες λευκές. Αλλά πάντα μακριές και βραδείες. Κι εκείνος έβλεπε τις λέξεις αυτές να' ρχονται από τη μοναξιά του Σάμμυ και δεν μπορούσε να καταλέβει γιατί ήταν πάντα όμοιες, οι ίδιες λέξεις, όμοιες, αμετάβλητες, λες και ο Σάμμυ δεν ήξερε άλλο τραγούδι. Ίσως να μην ακούγονταν ίδιες, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πει εκείνος, διότι η Ρίτα ήταν η ιδιοκτήτρια της μουσικής. Ίσως για τη Ρίτα να ήταν διαφορετικές οι λέξεις κάθε νύχτα. Αυτό δεν μπορούσε ποτέ να το ξέρει. Ούτε τον ενδιέφερε να το ξέρει. Αυτός έμενε εκεί, πλάι στη Ρίτα, πλάι στο ασημί πακέτο τσιγάρων, βλέποντας τις όμοιες λέξεις που ο Σάμμυ έλεγε μπροστά στο μικρόφωνο του back- room, και νιώθοντας ότι η Ρίτα προσπαθούσε να γεμίσει τη μοναξιά της με τη μουσική που ο Σάμμυ έβαζε πάνω στις λέξεις των τραγουδιών. Αλλά ήταν τόσο φαρδιά... τόσο μόνη, που ούτε καν η μουσική δεν μπορούσε να τη γεμίσει. Αυτό το είχε φανταστεί για το ψηλόλιγνο αγόρι, αυτό με τη μικρή μοναξιά. Αλλά δεν μπορούσε να το πει στα σίγουρα. Μόλις που το είχε φανταστεί. Κι έπειτα ξεχάσει ξανά. Όπως είχε αρχίσει να τα ξεχνάει όλα.

.
Todos estábamos a la espera. Bogotá. Plaza y Janés. 1980. Págs. 129-130.