Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

άτιτλο, του Κάρλος Σάλεμ

(μετάφρ.: nathalie)


Υπάρχουν φιλιά που υψώνουν
παλάτια στον αέρα
ανάμεσα σε δυο στόματα
με μια πόρτα σε κάθε μεριά.

Αντιστοιχεί τότε
να τ' ανοίξει κανείς χωρίς φόβο
να διασχίσει το μεγάλο σαλόνι
στα σκοτεινά
με την καρδιά στο ένα χέρι
και στην άλλη το φακό
της αμοιβαίας επιθυμίας
να φωτίζει την απόσταση
της αγκαλιάς που έρχεται.   

Προτείνεται ν' αφεθούν απ' έξω
οι μνήμες ιστού αράχνης
οι αναμνήσεις
με γεύση στάχτης
και τα φαντάσματα άλλων κορμιών
μιας και για να διασχίσετε
το παλάτι ενός φιλιού
είναι απαραίτητο να νιώθετε καινούριοι.  

Είναι βολικό να φέρει κανείς προμήθειες
γιατί  οι πυξίδες έχουν λιώσει
και δεν μπορεί να προβλέψει
τη διάρκεια του ταξιδιού
μέχρι τον οριζόντιο ορίζοντα
των συναντήσεων. 
 
Το να διασχίζει κανείς το παλάτι συνήθως προκαλεί

τρομερή δίψα
που μόνο σβήνει
ή ανάβει ακόμα περισσότερο
έλα να μάθεις με καλές γουλιές ουίσκι

από το κακό.  
 
Ενίοτε θα μας ανακόψει
ο τρόμος

για το άγνωστο
το θράσος ενός πηγαδιού
ο δροσερός αέρας μιας αβύσσου.

Και μπροστά σ' αυτά δεν υπάρχουν οδηγίες.

Αλλά ορισμένοι συγγραφείς διαβεβαιώνουν
πως το να πέφτεις είναι μια μορφή
του ν' αρχίζεις να πετάς
και πως μπορεί να δει κανείς το σκοτάδι μόνο

με τα μάτια ανοιχτά.  

Επίσης μπορούμε

να μείνουμε έξω απ' το παλάτι
από αέρα
στην άλλη πλευρά των υποσχέσεων
της πόρτας 
ασφαλείς από τον κίνδυνο

της όρεξης
και της φλεγόμενης ευχαρίστησης 
των ανακαλύψεων.

Σε κάθε περίπτωση
πρέπει ν' αποφασίσει κανείς.


Ακούς τούτο τον ήχο
από ποτήρια που είναι γι' άδειασμα;

Είμαι εγώ.


Χτυπάω το κουδούνι.

Κι αν μου ανοίξεις
θα μπω. 

Πηγή

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Φόβος, του Χοσέ Γκαρθία Ομπρέρο

(μετάφρ.: nathalie)


Πέφτουν τα ρολά για ν' αποφύγουμε τους λεκέδες της νύχτας.
Ακούς να γαβγίζουν έξω τα σκυλιά του Κάρβερ;
Αυτά που πλησιάζουν τα σαγόνια τους, παρόλο που δεν δαγκώνουν:
δυο αλυσοπρίονα που επιμένουν να οσφραίνονται σε μας το τρέμουλο.
Σιωπηρή νύχτα, σταματημένη νύχτα, σκοτεινή νύχτα της ψυχής,
νύχτα της σκοτεινής σάρκας, σάρκας που διεκδικεί τον εαυτό της,
ενώ ο χρόνος πηδάει από αναπνοή σε αναπνοή`
ενώ τα τέσσερα αγγελάκια που πετούσαν τα όνειρα,
νευρικοί ελεύθεροι σκοπευτές τώρα στις γωνιές τους,
αναμένουν το κατάλληλο σήμα για να μας τινάξουν τα μυαλά.
Συνεχίζει έτσι ο γύρος του παιχνιδιού με τις μουσικές καρέκλες.
Κάποιος περιέγραψε σ'ένα ποίημα τη ζεστασιά των χεριών`
δεν ήταν το χέρι από τραπεζομάντηλο της μητέρας του Οτέρο
ούτε το πληγωμένο χέρι που λαχταρούσε ο Λόρκα,
ίσως το σταθερό χέρι που δεν βάστηξε την Σέξτον
ή το πιο όμορφο χέρι που επιθύμησε ο Κορτάσαρ.
Κάποια στιγμή έλεγε: "δώσε μου το χέρι σου",
παρέδωσέ μου ζέστη για να μου φωτίσεις στον κόσμο,
γιατί η ποίηση δε είναι καταφύγιο μα βροχή,
το κίτρινο πλαγκτόν που προηγουμένως υπήρξε ναυαγοσώστης.
Το ρολό όχι εξολοκλήρου κλειστό ανακοινώνει έναν ουρανό
ολόιδιο με τη  δυσωδία ενός εγκληματία.
Πού μπορώ να κρυφτώ όταν πλησιάσουν τη μουσούδα τους
και ο μόνος έγκλειστος είμαι εγώ;
 
Πηγή

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

In utero, του Ραφαέλ Τσαπάρρο Μαδιέδο

 (μετάφρ.: nathalie)


   Ο Κύριος Κερτ Κομπέιν, τραγουδιστής τον Nirvana, ήταν ένα ψάρι. Ένα θλιμμένο ψάρι, ένα ψαράκι φρικαρισμένο, χαμένο στο τεράστιο ενυδρίο γεμάτο με βρομόνερο των ημερών και των νυχτών. Ο Κερτ Κομπέιν αντιπροσώπευε όλη την αηδία που μπορείς να νιώσεις για τη βορειαμερικάνικη καταναλωτική κοινωνία. Ο Κομπέιν, ένας πάνκης εμπνεόμενος από τον Χέντριξ, ήταν ίσως ο τελευταίος των αναρχικών μιας γενιάς εξολοκλήρου κυριαρχούμενης από το νεοφιλελεύθερο κύμα στην ηθική στάση. Ο Κομπέιν ήταν 27 χρονών, πήγαινε κόντρα στους καλούς τρόπους στο τραπέζι και στο κρεβάτι, κόντρα στο να μη ξύνεις τη μύτη σου. Ο Κύριος Κομπέιν ήταν υποστηρικτής του να ξύνεις τα μπαλάκια σου δημοσίως και να φτύνεις μπροστά στους ισχυρούς της Βόρειας Αμερικής. Αυτές τις τελευταίες μέρες έφυγαν δύο από τους μεγαλύτερους. Ο Κύριος Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο απρεπής συγγραφέας από την Καλιφόρνια, πιο απρεπής από τον Μίλλερ, και ο Κύριος Κομπέιν. Αμφότεροι μύγες στο πρωϊνό με βορειοαμερικάνικες βιταμίνες. Αμφότεροι στη μήτρα της αναρχίας. Αμφότεροι δυστυχισμένοι. Ο ένας, ο Τσαρλς, πιστός του σεξ και του αλκοόλ. Ο άλλος, πιστός της ηρωίνης και της μουσικής. Καταραμένοι ήρωες μιας καταραμένης κοινωνίας.
Ο Κομπέιν, όπως είχα ήδη πει, αντιπροσώπευε την τελευταία χειροβομβίδα του κατακερματισμού μιας γενιάς που πολύ σύντομα σταμάτησε να είναι νέα και ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις. Είναι η ίδια μου η γενιά, μια γενιά χωρίς ταυτότητα που από την εφηβεία της εκπαιδεύτηκε στις αξίες της παραγωγής και της αναπαραγωγής, μια γενιά που προκειμένου να πάει κόντρα στη γενιά του κόσμου που σήμερα είναι σαράντα και που ασχολήθηκε στα νιάτα της με την ανευθυνότητα, υποστήριξε τις σημαίες των γονιών [της γενιάς αυτής], τις σημαίες της υπευθυνότητας, τη σημαία του “clean image”, του “clean image” του όχι στα τσιγάρα, του ναι στην κουλτούρα του υγιούς μυαλού και σώματος, του “clean image” των ξεκάθαρων και ξεχωριστών σκέψεων, των ορθολογικών σκέψεων, των καλών λόγων και της καλής συμπεριφοράς. Ίσως χωρίς να το ξέρει, ο Κύριος Κερτ Κομπέιν είχε κάτι από Μπωντλαίρ, κάτι από Ρεμπώ. Ίσως χωρίς να το ξέρει ο κόσμος ήταν μικρός γι’ αυτόν. Αυτό για το οποίο ήταν όμως βέβαιος ο Κύριος Κομπέιν ήταν πως αυτόν τον ίλιγγο του κόσμου ήταν καλύτερο να τον διασχίσεις διαμέσου μιας κραυγής, διαμέσου μιας σύριγγας, διαμέσου μιας μήτρας, διαμέσου ενός κίτρινου τσιγάρου, διαμέσου του εύθραυστου κορμιού της πανκ γκόμενάς του Κόρτνεϊ Λαβ, διαμέσου μιας ηλεκτρικής κιθάρας. Ίσως χωρίς να το ξέρει, ο Κύριος Κομπέιν μας έκλεψε για πάντα τη Νιρβάνα.

La Prensa, Bogotá, 17 de abril de 1994, p. 26

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Θεωρία και Παραίσθηση του Δουβλίνου, του Χοσέ Ιέρρο

(μετάφρ.: nathalie)



                 I
            ΘΕΩΡΙΑ
Μια κενή στιγμή
δράσης μπορεί να κατοικηθεί μοναχά
από νοσταλγία ή κρασί.
Υπάρχει αυτός που τη γεμίζει με ζωντανές λέξεις,
με ποίηση (δράση
φαντασμάτων, κρασί με ενοχή).

Όταν η ζωή σταματά,
γράφεται το παρελθόν ή το αδύνατο
ώστε οι υπόλοιποι να ζήσουν εκείνο
που ήδη βίωσε (ή που δεν βίωσε) ο ποιητής.
Αυτός δεν μπορεί να δώσει κρασί,
νοσταλγία στους υπόλοιπους: μόνο λέξεις.
Αν μπορούσε να τους δώσει δράση...

Η ποίηση είναι σαν τον άνεμο,
ή σαν τη φωτιά, ή σαν τη θάλασσα.
Κάνει να δονούνται δέντρα, ρούχα,
αγκαλιάζει στάχυα, ξερά φύλλα,
επινοεί στο κυμάτισμά της τα αντικείμενα
που κοιμούνται στην παραλία.
Η ποίηση είναι σαν τον άνεμο,
ή σαν τη φωτιά, ή σαν τη θάλασσα:
δίνει την εντύπωση της ζωής
στο ακίνητο, στο παραλυμένο.
Και το κούτσουρο που καίγεται,
τα κοχύλια που τα κύματα φέρνουν ή φέρουν,
το χαρτί που αρπάζει ο άνεμος,
λαμπυρίζουν μια στιγμιαία ζωή
ανάμεσα σε δυο ακινησίες.

Αλλά αυτοί που είναι ζωντανοί,
οι παραφουσκωμένοι από δράση,
οι παλλόμενοι από νοσταλγία ή κρασί,
τούτοι... ευτυχισμένοι, μακάριοι,
διότι δεν χρειάζονται τις λέξεις
όπως το άλογο τρέχει, παρόλο που δεν φυσάει τον αέρα,
και πετάει ο γλάρος, παρόλο που είναι ξηρή η θάλασσα,
κι ο άνθρωπος κλαίει, και τραγουδά,
σχεδιάζει και χτίζει, ακόμα και χωρίς τη φωτιά.


                II
      ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ
Θυμάμαι τα δέντρα στο Δουβλίνο.
(Το να φαντάζεσαι και το να θυμάσαι
επικαλύπτονται και συγχέονται`
κατοικούν, συνυφασμένα, μια κενή στιγμή
με ολόιδιο συναίσθημα.
Το να φαντάζεσαι και το να θυμάσαι...)
Θυμάμαι τα δέντρα στο Δουβλίνο...
Κάποιος τα ζει και τα θυμάμαι εγώ.
Από τα δέντρα πέφτουν χρυσά φύλλα
πάνω στην άσφαλτο της Μαδρίτης.
Θροΐζουν κάτω απ' τα πόδια μου, πάνω στους ώμους μου,
χαϊδεύουν τα χέρια μου,
θα ήθελαν να μου στύψουν την καρδιά.
Δεν ξέρω αν θα το καταφέρουν...
Να φαντάζεσαι και να θυμάσαι...
Υπάρχει ένα λεπτό που δεν είναι δικό μου,
δεν ξέρω αν στο παρελθόν, στο μέλλον,
αν στο ανέφικτο... Και το χαϊδεύω, το κάνω
παρόν, φλέγον, με την ποίηση.
Δεν ξέρω αν το θυμάμαι ή το φαντάζομαι.
(Το να φαντάζομαι και το να θυμάμαι μου γεμίζουν
την κενή στιγμή).
Ξεπροβάλλω στο παράθυρο.
Έξω δεν είναι το Δουβλίνο αυτό που βλέπω,
μα η Μαδρίτη. Και, μέσα, ένας άντρας
χωρίς νοσταλγία, χωρίς κρασί, χωρίς δράση,
να χτυπάει την πόρτα.
Είναι ένα φάντασμα
που κυνηγά άλλο φάντασμα του παρελθόντος:
το φάντασμα του ανέμου, της θάλασσας,
της φωτιάς -ξέρεις πια για τι μιλώ-, φάντασμα
που θα μπορούσα να το κάνω να τραγουδήσει, να κάνω να δονηθεί
η καρδιά του, για να νιώσει ζωντανό.


Πηγή

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Dixan, του Πάμπλο Γκαρσία Κασάδο

(μετάφρ.: nathalie)


γιατί θα στεγνώσουν τόσο αργά τα ρούχα γιατί επιμένουν
οι λεκέδες από λίπη από φρούτα από τα χείλη σου
αν το dixan σβήνει τους λεκέδες μια και καλή
γιατί η ζάρα των ενδυμάτων η ξηρότητα του άγγιγματός της
αν σκεφτώ τα χέρια σου τον τρόπο που με βλέπεις που μου λες
πως εξαιτίας της αγάπης θα πρέπει να πληθούν τα σεντόνια και πάλι
θλιβερές, θλιβερές ερωτήσεις όπως όλες οι διαφημίσεις απορρυπαντικού
και είναι που δεν βρίσκω καλύτερο μαλακτικό από τα χέρια σου
σε τούτα τα μπαρ τα σουπερμάρκετ τα απογυμνωμένα από τη νύχτα

Εξέλιξη, της Λάουρα Κασιέγες

(μετάφρ.: nathalie)



Θα ξημερώσει μια μέρα και θα έχουμε
μετατραπεί σε ζώα, θα είμαστε υπήκοοι
του βασιλείου που αποφασίζει να μη μιλά.
Τότε θ' αγγίξω το δέρμα σου και θα μπορέσω να σε ρωτήσω
για όλες τις αλήθειες που γνωρίζεις.


Los idiomas comunes, Hiperión, Madrid 2010

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Ένας ύποπτος πολίτης, της Λάουρα Κασιέγες

(μετάφρ.: nathalie)



Στην κάρτα εισόδου στη χώρα έγραψε:

- Ένα όνομα κι επίθετα.
- Μια ηλικία στην τύχη.
- Εργασία: "λοιπόν εξαρτάται".
- Προορισμός και καταγωγή: (εδώ έμεινε να σκέφτεται).

Δε θα δήλωνε τίποτα από αυτά που φέρει στα χέρια του.

Στην υπηκοότητα έβαλε όχι.

Στο κίνητρο του ταξιδιού, "από έρωτα".



Los idiomas comunes, Hiperión, Madrid 2010