Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Φόβος, του Χοσέ Γκαρθία Ομπρέρο

(μετάφρ.: nathalie)


Πέφτουν τα ρολά για ν' αποφύγουμε τους λεκέδες της νύχτας.
Ακούς να γαβγίζουν έξω τα σκυλιά του Κάρβερ;
Αυτά που πλησιάζουν τα σαγόνια τους, παρόλο που δεν δαγκώνουν:
δυο αλυσοπρίονα που επιμένουν να οσφραίνονται σε μας το τρέμουλο.
Σιωπηρή νύχτα, σταματημένη νύχτα, σκοτεινή νύχτα της ψυχής,
νύχτα της σκοτεινής σάρκας, σάρκας που διεκδικεί τον εαυτό της,
ενώ ο χρόνος πηδάει από αναπνοή σε αναπνοή`
ενώ τα τέσσερα αγγελάκια που πετούσαν τα όνειρα,
νευρικοί ελεύθεροι σκοπευτές τώρα στις γωνιές τους,
αναμένουν το κατάλληλο σήμα για να μας τινάξουν τα μυαλά.
Συνεχίζει έτσι ο γύρος του παιχνιδιού με τις μουσικές καρέκλες.
Κάποιος περιέγραψε σ'ένα ποίημα τη ζεστασιά των χεριών`
δεν ήταν το χέρι από τραπεζομάντηλο της μητέρας του Οτέρο
ούτε το πληγωμένο χέρι που λαχταρούσε ο Λόρκα,
ίσως το σταθερό χέρι που δεν βάστηξε την Σέξτον
ή το πιο όμορφο χέρι που επιθύμησε ο Κορτάσαρ.
Κάποια στιγμή έλεγε: "δώσε μου το χέρι σου",
παρέδωσέ μου ζέστη για να μου φωτίσεις στον κόσμο,
γιατί η ποίηση δε είναι καταφύγιο μα βροχή,
το κίτρινο πλαγκτόν που προηγουμένως υπήρξε ναυαγοσώστης.
Το ρολό όχι εξολοκλήρου κλειστό ανακοινώνει έναν ουρανό
ολόιδιο με τη  δυσωδία ενός εγκληματία.
Πού μπορώ να κρυφτώ όταν πλησιάσουν τη μουσούδα τους
και ο μόνος έγκλειστος είμαι εγώ;
 
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου