Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Θεωρία και Παραίσθηση του Δουβλίνου, του Χοσέ Ιέρρο

(μετάφρ.: nathalie)



                 I
            ΘΕΩΡΙΑ
Μια κενή στιγμή
δράσης μπορεί να κατοικηθεί μοναχά
από νοσταλγία ή κρασί.
Υπάρχει αυτός που τη γεμίζει με ζωντανές λέξεις,
με ποίηση (δράση
φαντασμάτων, κρασί με ενοχή).

Όταν η ζωή σταματά,
γράφεται το παρελθόν ή το αδύνατο
ώστε οι υπόλοιποι να ζήσουν εκείνο
που ήδη βίωσε (ή που δεν βίωσε) ο ποιητής.
Αυτός δεν μπορεί να δώσει κρασί,
νοσταλγία στους υπόλοιπους: μόνο λέξεις.
Αν μπορούσε να τους δώσει δράση...

Η ποίηση είναι σαν τον άνεμο,
ή σαν τη φωτιά, ή σαν τη θάλασσα.
Κάνει να δονούνται δέντρα, ρούχα,
αγκαλιάζει στάχυα, ξερά φύλλα,
επινοεί στο κυμάτισμά της τα αντικείμενα
που κοιμούνται στην παραλία.
Η ποίηση είναι σαν τον άνεμο,
ή σαν τη φωτιά, ή σαν τη θάλασσα:
δίνει την εντύπωση της ζωής
στο ακίνητο, στο παραλυμένο.
Και το κούτσουρο που καίγεται,
τα κοχύλια που τα κύματα φέρνουν ή φέρουν,
το χαρτί που αρπάζει ο άνεμος,
λαμπυρίζουν μια στιγμιαία ζωή
ανάμεσα σε δυο ακινησίες.

Αλλά αυτοί που είναι ζωντανοί,
οι παραφουσκωμένοι από δράση,
οι παλλόμενοι από νοσταλγία ή κρασί,
τούτοι... ευτυχισμένοι, μακάριοι,
διότι δεν χρειάζονται τις λέξεις
όπως το άλογο τρέχει, παρόλο που δεν φυσάει τον αέρα,
και πετάει ο γλάρος, παρόλο που είναι ξηρή η θάλασσα,
κι ο άνθρωπος κλαίει, και τραγουδά,
σχεδιάζει και χτίζει, ακόμα και χωρίς τη φωτιά.


                II
      ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ
Θυμάμαι τα δέντρα στο Δουβλίνο.
(Το να φαντάζεσαι και το να θυμάσαι
επικαλύπτονται και συγχέονται`
κατοικούν, συνυφασμένα, μια κενή στιγμή
με ολόιδιο συναίσθημα.
Το να φαντάζεσαι και το να θυμάσαι...)
Θυμάμαι τα δέντρα στο Δουβλίνο...
Κάποιος τα ζει και τα θυμάμαι εγώ.
Από τα δέντρα πέφτουν χρυσά φύλλα
πάνω στην άσφαλτο της Μαδρίτης.
Θροΐζουν κάτω απ' τα πόδια μου, πάνω στους ώμους μου,
χαϊδεύουν τα χέρια μου,
θα ήθελαν να μου στύψουν την καρδιά.
Δεν ξέρω αν θα το καταφέρουν...
Να φαντάζεσαι και να θυμάσαι...
Υπάρχει ένα λεπτό που δεν είναι δικό μου,
δεν ξέρω αν στο παρελθόν, στο μέλλον,
αν στο ανέφικτο... Και το χαϊδεύω, το κάνω
παρόν, φλέγον, με την ποίηση.
Δεν ξέρω αν το θυμάμαι ή το φαντάζομαι.
(Το να φαντάζομαι και το να θυμάμαι μου γεμίζουν
την κενή στιγμή).
Ξεπροβάλλω στο παράθυρο.
Έξω δεν είναι το Δουβλίνο αυτό που βλέπω,
μα η Μαδρίτη. Και, μέσα, ένας άντρας
χωρίς νοσταλγία, χωρίς κρασί, χωρίς δράση,
να χτυπάει την πόρτα.
Είναι ένα φάντασμα
που κυνηγά άλλο φάντασμα του παρελθόντος:
το φάντασμα του ανέμου, της θάλασσας,
της φωτιάς -ξέρεις πια για τι μιλώ-, φάντασμα
που θα μπορούσα να το κάνω να τραγουδήσει, να κάνω να δονηθεί
η καρδιά του, για να νιώσει ζωντανό.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου