Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Μοναξιά, του Άλβαρο Μούτις

(Μετάφρ.:Nathalie)





Στη μέση της ζούγκλας, στην πιο σκοτεινή νύχτα των μεγάλων δέντρων, περιτριγυρισμένος από την υγρή σιωπή, τη διασκορπισμένη από τα φαρδιά φύλλα της άγριας μπανανιάς, ο Γκαβιέρο γνώρισε το φόβο των πιο απόκρυφων αθλιοτήτων του, τον τρόμο ενός μεγάλου κενού που καιροφυλακτούσε μετά από τα χρόνια του, τα γεμάτα ιστορίες και τοπία. Όλη τη νύχτα ο Γκαβιέρο παρέμεινε σε μια επώδυνη ξαγρύπνια, περιμένοντας, τρέμοντας την κατάρρευση του είναι του, το ναυάγιό του στα περιστρεφόμενα νερά της παράνοιας. Από αυτές τις πικρές ώρες της αϋπνίας, του Γκαβιέρο τού έμεινε μια κρυφή πληγή από την οποία κατά καιρούς κυλούσε η αμυδρή λύμφη ενός κρυφού και ακατανόμαστου φόβου. Η οχλοβοή των κακατούα που διέσχιζαν σε σμήνη τη ρόδινη εξάπλωση της αυγής, τον γύρισε στον κόσμο των ομοίων του και τον ξανάκανε να βάλει στα χέρια του τα συνήθη εργαλεία του ανθρώπου. Ούτε η αγάπη, ούτε η κακοτυχία, ούτε η ελπίδα, ούτε η οργή ξανάγιναν γι'αυτόν τα ίδια μετά τη φρικιαστική ξαγρύπνια στη μουσκεμένη και νυχτερινή μοναξιά της ζούγκλας.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου