(Μετάφραση: Nathalie)
I
Πηγή
I
Ένα πρωϊνό με ήλιο και πριν από πολύ καιρό, γνώρισα την Όλγα: ήταν εννιά χρονών και τυφλή. Στην άκρη του πεζοδρομίου του σπιτιού της, και στη σκιά ενός παραδείσου, υπήρχε ένα σιδερένιο παγκάκι στο οποίο καθόταν. Όσο το κεφάλι της ήταν ανασηκωμένο, και λόγω της θέσης του, φαινόταν πως τα μάτια της κοιτούσαν απέναντι -όπου υπήρχε ένα σπίτι που' χε ένα αφισάκι πως ενοικιάζεται` και καθώς δεν το ενοικίαζε κανένας, πάντα οι πόρτες και τα παράθυρά του ήταν κλειστά - κι εφόσον το κορμάκι της Όλγας ήταν λίγο άτεγκτο, όλη μου η προσοχή πήγαινε στα χέρια της, που έπαιζαν με ένα μπαστούνι κι ενίοτε ξεκουράζονταν στη λαβή.
II
Όταν η μητέρα της -που ήταν πολύ φτωχή- της έφερε ένα κουτάκι με αφράτα κέικ, τα χέρια της Όλγας άφησαν το μπαστούνι στο παγκάκι και το πήραν. Αφότου η μητέρα της ίσιωσε ένα μικρό σάλι που είχε στους ώμους της κι έφυγε, τα χέρια της Όλγας επιθεώρησαν το κουτάκι και βρήκαν τρία αφράτα κέικ ` και αφότου έφαγε κάθε μπουκιά, τα χέρια της ξανακράτησαν το δαγκωμένο κέικ και έπαιζαν με το κουτί. Τότε, τα χέρια της Όλγας έμοιαζαν το μοναδικό ζωντανό πράγμα πάνω της, ψαχούλευαν όλο το κουτάκι με μια παράξενη περιέργεια, και το κουτάκι γινόταν ένα πράγμα τόσο ανθρώπινο όσο τα χέρια, ήταν σαν μια φιλεναδίτσα που είχε πάει να επισκεφθεί τα χέρια` έμοιαζε πως ήταν αμήχανη και ενατένιζε λίγο φοβισμένη τα δυο χέρια που την άγγιζαν κι απ' τις δυο πλευρές με παράξενη περιέργεια.
III
Όταν η Όλγα είχε φάει τα τρία αφράτα κέικ και τα χέρια της άρχισαν να επιθεωρούν ξανά το κουτάκι, δεν μου ήταν συμπαθή πια` περνούσαν από τα πράγματα με περιφρόνηση. Παρά την περιφρόνηση αυτή και τη δολιότητα αυτή, υπήρχε ένα μεγάλο ενδιαφέρον κι ένας μεγάλος δισταγμός στα χέρια της Όλγας στο να ελέγξουν την θέση των πραγμάτων. Εμάς δεν μας ενδιέφερε πολύ το αν το μπαστούνι βρισκόταν εκεί, σε μια μεριά, πάνω στο παγκάκι` αλλά εκείνη πότε πότε το άγγιζε και έδειχνε πως το πνεύμα της γαλήνευε με το να σιγουρεύεται ότι τα πράγματα ανταποκρίνονταν στο όριο που τους είχε δώσει στη μνήμη της και στο πνεύμα της. Τότε, τόσο το μπαστούνι όσο και το κουτάκι έμοιαζαν σε αυτή τόσο, που δεν μπορούσαν να είναι κανενός. Αλλά ξαφνικά, όταν σκεφτόμουν πως εκείνη δε θα μπορούσε να κάνει χωρίς το κουτάκι, όταν το κουτάκι έμοιαζε περισσότερο σε εκείνη και πολύ πιο ασφαλές στην άκρη του μυαλού της, τα χέρια της Όλγας το πήραν και το πέταξαν στο δρόμο. Την ίδια στιγμή που εγώ ένιωθα τον απροσδόκητο διαχωρισμό που έκαναν τα χέρια της Όλγας ανάμεσα στο κουτάκι και σε εκείνη, πίστευα επίσης πως η Όλγα, παρόλο που είχε ακούσει το κουτάκι να πέφτει, δεν είχε μπορέσει να δει πώς είχε πέσει και πώς του είχε φύγει το καπάκι, όλα τούτα ήταν πέρα από την αντίληψή της` ίσως αν το είχε δει να είχε στεναχωρεθεί. Εντούτοις, συνέβη ένα γεγονός πολύ πιο οδυνηρό.
IV
Όταν τα χέρια της Όλγας πέταξαν το κουτί, εγώ βρισκόμουν στο αντικρινό πεζοδρόμιο και πολύ κοντά στο σπίτι που είχε το αφισάκι ενοικίασης. Έπειτα αποφάσισα να το διασχίσω με κατεύθυνση προς τη μικρούλα τυφλή. Δεν είχα φτάσει στα μισά του δρόμου όταν με τρόμαξε ένα άλογο, με έναν αναβάτη ντυμένο στα μαύρα, που πέρασε καλπάζοντας. Αυτό μου έκανε πολύ κακή εντύπωση, όχι μόνο γιατί ήταν έτοιμος να με πατήσει, αλλά γιατί σκέφτηκα ότι ήταν κακός οιωνός. Όταν έφτασα κοντά στη μικρούλα τυφλή, ήταν μαζί της ο αδερφός της, ήταν πέντε χρονών` έμοιαζε να της λέει κάτι κι εκείνη δεν τον άκουγε. Τότε είδα πως τα χέρια της Όλγας περιστρέφονταν κάτω από το σάλι κι όταν λιγότερο το περίμενε, ένα από τα χέρια έβγαλε μια παραμάνα και έδωσε ένα τσίμπημα στο παιδί, στο κεφάλι του. Το αγοράκι άρχισε να κλαίει κι ήταν πολύ λυπηρό το να το βλέπω τόσο καλό και να κλαίει τόσο πολύ. Τα χεράκια του ήταν πολύ παχουλούτσικα και τα έκρυβε λίγο ανάμεσα στο ξανθό του μαλλί, ενώ άγγιζε τον τόπο του τσιμπήματος` κι από τα μπλε μάτια του έπεφταν άφθονα δάκρυα που διέτρεχαν ολόκληρα τα μεγάλα και ρόδινα μάγουλά του.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου