Από τα τέλη του 19ου
αιώνα έως και τον Μεγάλο Πόλεμο, ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης καταλήγει στην
Αργεντινή. Αυτοί που καταφτάνουν προέρχονται από πολλές γωνιές του πλανήτη και
οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό, είναι πολλοί: Άλλοι είναι κάτοικοι
ευρωπαϊκών χωρών που τότε βιώνουν την εκβιομηχάνιση και οι ίδιοι
προλεταριοποιούνται (Ιταλία, Ισπανία), άλλοι φεύγουν λόγω των καταστροφών στην
αγροτική παραγωγή και των αγροτικών κρίσεων όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην
Ιταλία, οι διάφορες μειονότητες στην Ανατολική Ευρώπη (η πολωνική, η
φινλανδική, η λιθουανική) εξωθούνται στη μετανάστευση λόγω των πογκρόμ εναντίων
τους, άλλοι καταλήγουν εκεί λόγω της κρίσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως
καταλήγουν και Εβραίοι, επίσης εξαιτίας των πογκρόμ. Σημαντικό ρόλο θα παίξουν
οι διατάξεις στη νομοθεσία ορισμένων κρατών, οι οποίες απαγορεύουν τη
μετανάστευση ανηλίκων κάτω των 15 ή 16 ετών, ηλικιωμένων, γυναικών και
γενικότερα, ανθρώπων που δεν μπορούν να εργαστούν. Στην Αργεντινή, μα και στη
Λατινική Αμερική εν γένει, οι μετανάστες που φτάνουν είναι αυτοί με τα λιγότερα
προσόντα (οι πιο εξειδικευμένοι κατευθύνονται στη Βόρεια). Επίσης, οι κάτοικοι
των μεσογειακών χωρών και της Μέσης Ανατολής την προτιμούν, λόγω του κλίματος
και του τρόπου ζωής, που είναι εγγύτερος στις δικές τους κουλτούρες. Όμως, οι
κάτοικοι των χωρών αυτών μεταναστεύουν «σαν
χελιδόνια», δηλαδή στην πλειοψηφία τους, δε μετακομίζουν οικογενειακώς, μα
μετακομίζει, προσωρινά, μόνο ο άντρας της οικογένειας που είναι σε ηλικία και
θέση να εργαστεί.
Λόγω του πολέμου και των
εμπάργκο, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής βιώνουν μια αύξηση στην παραγωγή
τους, εξάγοντας πρώτες ύλες στις εμπόλεμες δυνάμεις. Επιπλέον, αρχίζουν να
δομούνται οδικά δίκτυα και συγκοινωνίες, που διευκολύνουν την εκμετάλλευση και
την κατοίκηση ανεκμετάλλευτων -ως τότε- περιοχών. Σημαντικό ρόλο παίζει και η
απευθείας σύνδεση από τα ευρωπαϊκά λιμάνια της Γένοβας και της Α Κορούνια, με τα
λατινοαμερικανικά λιμάνια, καθώς και η επακόλουθη μείωση του κόστους του
ταξιδιού.
Έτσι, στην Αργεντινή, στα τέλη
του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, οι δύο
μεγαλύτερες κοινότητες μεταναστών είναι η ισπανική και η ιταλική, μα έχουν
καταφτάσει επιπλέον, Αυστροούγγροι,
Τούρκοι, Ουκρανοί, πρώην αγρότες από τα Καρπάθια, έμποροι από την Αρμενία, τη
Βηρυττό, τη Δαμασκό, το Χαλέπι, Παλαιστίνιοι, Έλληνες, Πολωνοί, Εβραίοι,
Ιάπωνες (αυτοί βρίσκονταν ήδη εκεί από τις αρχές του αιώνα, λόγω μιας εμπορικής
συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών), Γάλλοι και Γερμανοί (επίσης από παλαιότερο
μεταναστευτικό κύμα). Το 1895, στους 100 κατοίκους, οι 71 είναι μετανάστες. Το
1914, είναι οι 50. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία δε θα πιάσουν αγροτική
δουλειά, αλλά θα βρουν δουλειά ως εργάτες στις πόλεις, ενώ όσοι έχουν κάποιους
πόρους ή εργάζονταν από τα πριν ως μάστορες, ανοίγουν μικρά μαγαζιά ή
εργαστήρια. Παρόλα αυτά, τα όρια μεταξύ των μικροαστικών τάξεων και των
κατώτερων τάξεων είναι αρκετά ρευστά και υπάρχει κοινωνική κινητικότητα. Στους
μετανάστες από τις άλλες χώρες, προστίθενται οι εσωτερικοί μετανάστες από τα
αγροκτήματα, την πάμπα και τον κάμπο, που καταλήγουν εκεί, μιας και η πόλη του
Μπουένος Άιρες είναι η πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη της ηπείρου.
Λόγω του τεράστιου αυτού κύματος,
προκύπτει ζήτημα διαμονής. Στο Ξενοδοχείο
για τους Μετανάστες καταλήγουν οι μετανάστες χωρίς καθόλου οικονομικούς
πόρους, αλλά ακόμη κι έτσι, η διαμονή τους εκεί είναι πρόσκαιρη και μετά από
λίγες μέρες, αναγκάζονται και αποχωρούν. Επανακατοικούνται σπίτια που είχαν
εγκαταλειφθεί στο παρελθόν λόγω ασθενειών όπως η ευλογιά. Πληθαίνουν οι
κάτοικοι των προαστίων και δημιουργούνται νέα. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών
θα ονομαστούν “orilleros
(οριγιέρος)”. Η λέξη οrilla στα ισπανικά σημαίνει την ακτή της θάλασσας και την όχθη μιας
λίμνης ή ενός ποταμού. Οι orilleros,
λοιπόν, είναι οι κάτοικοι που ζουν στις «όχθες» του Μπουένος Άιρες, δηλαδή
όσοι δε ζουν στο κέντρο της πόλης. Στις «όχθες» αυτές δεν υπάρχει παράδοση. Σε
μια τέτοια γειτονιά, το Παλέρμο, μεγαλώνει και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος
στο έργο του θα της προσδώσει μυθικές διαστάσεις, ενώ θα γράψει πως η μελαγχολία της είναι
σαιξπηρική.
Στους δρόμους του Μπουένος Άιρες,
είναι πιο εύκολο να ακούσει κανείς άλλες γλώσσες, παρά ισπανικά. Η αναλογία
αντρών- γυναικών είναι 7 ή 8 άντρες προς 1 γυναίκα. Πρόκειται για ένα «χάος από
αίματα και κουλτούρες», κατά τον Ερνέστο Σάμπατο. Εκεί συναντιέται ο γκάουτσο της
πάμπας με τον ξένο εργάτη που ψάχνει μεροκάματο, η φιγούρα του “compadrito” (γόης των προαστείων, έτοιμος
να μπλέξει σε καυγά και να ερωτευτεί, «το alter ego του γκάουτσο»), με αυτή του ρουφιάνου και
της γυναίκας «χαλαρών ηθών» , το ανδαλουσιάνικο φλαμένκο με το αφρικάνικο candombe, το ιταλικό bel canto και η
canzonetta, με την κουβανέζικη habanera, τη milonga, το αργεντίνικο βαλς και τους χορούς των σκλάβων.
Οι μετανάστες, οι οριγιέρος, οι
μεροκαματιάρηδες και γενικότερα το περιθώριο της πόλης, που κουβαλούν άλλες
θρησκείες, άλλες νοοτροπίες, άλλες γλώσσες, άλλα ήθη και έθιμα, άλλους
πολιτισμούς, άλλες αναπαραστάσεις, περιφρονημένοι από τους πατρικίους, με μια
άγρια νοσταλγία για τη χώρα τους, την οικογένειά τους, την παιδική τους ηλικία,
καταφέρνουν να ενωθούν και να επικοινωνήσουν με το τάγκο` το τάγκο που γεννιέται από την ορφάνεια, το τάγκο που
δεν αποτελεί μια μίξη των μουσικών που προαναφέρθηκαν, μα που ακόμη και σήμερα,
κανείς δεν έχει καταφέρει να του αποδώσει κάποια συγκεκριμένη καταγωγή, παρά
μόνο μια, κατά τον Μπόρχες, κακόφημη:
Είναι, σύμφωνα με τον, επίσης χορευτή του τάγκο, Κάρλος Φουέντες «Η μουσική για τους μετανάστες σε μια πόλη
γεμάτη μοναξιές και σε μετάβαση». Το τάγκο ξεκινά σαν ορχηστρικός σκοπός που
παίζεται με φλάουτο, κιθάρα, βιολί και μπαντονεόν (ένα όργανο προερχόμενο από
τη γερμανική θρησκευτική μουσική που αντικαθιστά στην προκειμένη το ιταλικό
ακορντεόν) και με μια χορογραφία αρκετά διαφορετική από τη σημερινή, πολύ πιο
κοντά στους αφρικανικούς χορούς και στους χορούς των αυτοχθόνων.
Στη συνέχεια, έρχεται η περισσότερο επηρεασμένη
από τους Ιταλούς εκδοχή του, η πιο μελαγχολική` τώρα προστίθενται το πιάνο και
το κοντραμπάσο, καθώς και τα πρώτα στιχάκια, που συνδέονται με το lunfardo, τη μυστική αργκό συνεννόησης
του υποκόσμου, η οποία μέσω του τάγκο διαχέεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ακολουθούν
στίχοι που συχνά έχουν να κάνουν με κάποιον άντρα που έμεινε μόνος του, μετά τη
φυγή της καλής του. Για κάποιους, αυτό μάλλον αντανακλά την αναλογία των δύο
φύλων στην πόλη. Ακόμη, στο Μπουένος Άιρες είναι εύκολο να βρει κανείς το σεξ,
μα πολύ δύσκολο να βρει την αγάπη. Το τάγκο μιλά για τη μοναξιά που ακολουθεί μετά τη σεξουαλική πράξη, αφού μετά απ’ αυτήν, επιστρέφουμε ξανά στην
πραγματικότητα. Γενικότερα, οι στίχοι του τάγκο μιλούν για ανθρώπους
εύθραυστους, απόκληρους, άνεργους, για τη μοναχικότητα και την ανασφάλεια, για
όσα έφυγαν και δε θα ξανάρθουν` το τάγκο είναι, κατά τον Μπόρχες, η «μεγάλη συζήτηση του Μπουένος Άιρες».
Πολλοί ποιητές καταπιάνονται με
το να γράψουν στίχους για το τάγκο, ανάμεσά τους ο πατέρας του
λατινοαμερικανικού μοντερνισμού, Ρουμπέν Δαρίο. Το τάγκο χορεύεται στα καμπαρέ,
στα «ρεστοράν αναψυχής» ή αλλιώς «καλοκαιρινά καφέ», στις ακαδημίες και στα
«σπίτια χορού», χορεύεται μεταξύ ανδρών στο δρόμο συνοδεία μουσικής. Για τον
Φουέντες είναι πάνω απ’ όλα, «ένα δυνατό σεξουαλικό γεγονός. Ιt takes two to tango», ενώ γίνεται ο πρώτος χορός στον
οποίο τα ζευγάρια αγκαλιάζονται. Αν για τον Μιγέλ Ερνάντεθ τα τρία παγκόσμια
θέματα είναι η ζωή, ο θάνατος και η αγάπη, για το Σάμπατο, το σεξ είναι αυτό
που διαπερνά και τα τρία και το τάγκο είναι ένας αισθησιακός, μα συνάμα
μελαγχολικός και εσωστρεφής χορός, γιατί καταφέρνει και μιλά για τη ζωή, το
θάνατο και την αγάπη` δηλαδή για το σεξ.
Από το 1907 ξεκινά η κυκλοφορία
των δίσκων γραμμοφώνου και η διάδωση του τάγκο είναι πια πολύ ευκολότερη και γρηγορότερη.
Από τους μουσικούς του δρόμου και τους ερασιτέχνες μουσικούς και χορευτές,
αρχίζει να παίζεται από επαγγελματικές ορχήστρες και να χορεύεται από επαγγελματίες
χορευτές.
Σιγά σιγά, εντάσσεται στα θεάματα
της πόλης, στο καρναβάλι, κλπ. κι έτσι παύει να θεωρείται περιθωριακό και
γίνεται αποδεκτό απ’ τα μεσαία στρώματα και την αριστοκρατία. Από τα
αργεντίνικα μπουρδέλα, φτάνει στα σαλόνια του Παρισιού. Στίχους για τάγκο
γράφει ο Πωλ Βερλαίν. Απαγορεύεται από τη Δούκισσα του Νόρφολκ και από το
Βασιλιά της Βαυαρίας, καθώς και από τον Πάπα Πίο το Δέκατο, αλλά στο τέλος
κατακτά την Ευρώπη.
Για το Φουέντες, αυτό το υπέροχο
υβρίδιο του τάγκο αποτελεί από τη μία το αμάλγαμα όλων αυτών των διαφορετικών
κόσμων, όμως ταυτόχρονα δημιουργεί έναν νέο. «Η αναζήτηση μιας κοινωνικής
ταυτότητας δεν εξαντλήθηκε στα άκρα κοσμοπολιτισμός ή σωβινισμός, ακολασία ή
απομόνωση, πολιτισμός ή βαρβαρότητα, μα υπέδειξε προς μια ευφυή, χρηστή
ισορροπία μεταξύ του τι εμείς πήραμε από τον κόσμο και τι αυτός μας έδωσε. [...] Καταπιαστήκαμε με το πώς να διαχειριστούμε το
χρόνο μας και με το πώς να ζήσουμε εντός ενός περιεχομένου, χωρίς να το περιορίζουμε
σε επικίνδυνες, εσφαλμένες ταυτοποιήσεις του παρελθόντος ή του μέλλοντος, μέσω
αντίστοιχα του πισωγυρίσματος ή της προόδου.»
Ο Ραφαέλ Φλόρες Μοντενέγκρο, στο
συνέδριο προς τιμήν του Μπόρχες τον περασμένο Νοέμβρη στην Αθήνα, είπε: «βλέπω
πως η πόλη σας είναι γεμάτη με σχολές τάγκο και κέντρα, όπου μπορεί κανείς να
το χορέψει. Να ξέρετε πως διασκεδάζετε με τη μουσική του τότε.»
Βιβλιογραφία
· Burucúa,
José Emilio (ed.) (2014): Nueva historia
argentina: Arte, sociedad y política, Sudamericana
·
Fuentes,
Carlos (1998): El Espejo Enterrado:
Reflexiones Sobre España y America, Taurus
·
Kodama,
María (2016): Homenaje a Borges,
Lumen
· Put, Olga
(2010): “Ernesto Sábato: la pregunta por la
identidad argentina y las implicaciones para la literatura nacional.”
· Tapias
Cote, Carlos Guillermo (2014): “La migración por la Gran Guerra
1914-1918y su relación con Latinoamérica”
βρήκα πάρα πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο το κείμενό σου. μπραβο σου
ΑπάντησηΔιαγραφή