Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Η αφήγηση και η φωτιά, του Τζόρτζιο Αγκάμπεν

(Μετάφραση της Nathalie από την ισπανική μετάφραση του Ερνέστο Κάβι)


Στο τέλος του βιβλίου του για τον ιουδαϊκό μυστικισμό, ο Σόλεμ* διηγείται την παρακάτω ιστορία, που μας μεταφέρθηκε από το Γιόσεφ Άνιον:

Όταν ο Baal Shem, ο ιδρυτής του χασιδισμού, έπρεπε να επιλύσει ένα δύσκολο ζήτημα, πήγε σε ένα ορισμένο σημείο στο δάσος, άναψε μια φωτιά, πρόφερε τις προσευχές και εκείνο που ήθελε, πραγματοποιήθηκε. Όταν, μια γενιά μετά, ο Maguid de Mezritch βρέθηκε μπροστά στο ίδιο πρόβλημα, κατευθύνθηκε σε τούτο το ίδιο σημείο στο δάσος και είπε: "Δεν ξέρουμε πια να ανάβουμε τη φωτιά, αλλά μπορούμε να προφέρουμε τις προσευχές", και όλα πήγαν κατ' ευχήν. Μια γενιά μετά, ο Rabi Moshe Leib de Sasov βρέθηκε στην ίδια κατάσταση, πήγε στο δάσος και είπε: "Δεν ξέρουμε πια να ανάβουμε τη φωτιά, δεν ξέρουμε να προφέρουμε τις προσευχές, αλλά γνωρίζουμε τον τόπο στο δάσος, κι αυτό πρέπει να αρκεί". Και, πράγματι, ήταν αρκετό. Αλλά όταν, μετά από άλλη μια γενιά, ο Rabi Israel de Rischin έπρεπε να αντιμετωπίσει το ίδιο ζήτημα, παρέμεινε στο κάστρο του, καθισμένος στο χρυσό θρόνο του, και είπε: "Δεν ξέρουμε πια να ανάβουμε τη φωτιά, δεν είμαστε ικανοί να απαγγείλλουμε τις προσευχές και δεν γνωρίζουμε καν τον τόπο στο δάσος: αλλά από όλα αυτό μπορούμε να διηγηθούμε την ιστορία". Και, για άλλη μια φορά, αυτό ήταν αρκετό.

Είναι δυνατό να διαβάσει κανείς αυτό το ανέκδοτο ως μια αλληγορία για τη λογοτεχνία. Η ανθρωπότητα, κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις πηγές του μυστηρίου και χάνει λίγο λίγο την ανάμνηση από εκείνο που η παράδοση τής είχε διδάξει σχετικά με τη φωτιά, σχετικά με τον τόπο και τη φόρμουλα, αλλά απ' όλα αυτά, οι άνθρωποι μπορούν ακόμη να διηγηθούν την ιστορία. Αυτό που απομένει από το μυστήριο, είναι η λογοτεχνία και "τούτο", σχολιάζει με ένα χαμόγελο ο ραβίνος, "μπορεί να είναι αρκετό". Το νόημα αυτού του "μπορεί να είναι αρκετό" δεν είναι, μολοταύτα, τόσο εύκολο να το μάθουμε, και ίσως η μοίρα της λογοτεχνίας να εξαρτάται ακριβώς από το πως την αντιλαμβάνεται κανείς. Αλλά αν την αντιλαμβάνεται απλά ωσάν το νόημα της απώλειας της φωτιάς, του τόπου και της φόρμουλας να είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια πρόοδος, και ο καρπός αυτής της προόδου -η εκκοσμίκευση- να είναι η απελευθέρωση της αφήγησης από τις μυθικές πηγές της και η συγκρότηση της λογοτεχνίας -αυτονομημένης και ενηλικιωμένης- σε μια ξεχωριστή σφαίρα, την κουλτούρα, τότε τούτο το "μπορεί να είναι αρκετό" καταλήγει αληθινά αινιγματικό. Μπορεί να είναι αρκετό, αλλά γιατί; Είναι πιθανό να μπορεί να μας ικανοποιήσει μια αφήγηση που δεν έχει καμιά σχέση με τη φωτιά;
  Λέγοντας "από όλα αυτά μπορούμε να διηγηθούμε την ιστορία", ο ραβίνος, από την άλλη πλευρά, είχε επιβεβαιώσει ακριβώς το αντίθετο. "Όλα αυτά" σημαίνουν απώλεια και λήθη, και αυτό που η αφήγηση διηγείται είναι ακριβώς η ιστορία της απώλειας της φωτιάς, του τόπου και της προσευχής. Κάθε αφήγηση -όλη η λογοτεχνία- είναι, σε αυτό το πλαίσιο, μνήμη της απώλειας της φωτιάς.

Το ότι το μυθιστόρημα προέρχεται απ' το μυστήριο, είναι ένα γεγονός που η λογοτεχνική ιστοριογραφία έχει ήδη αποδεχτεί. Ο Κερένυϊ και, μετά απ' αυτόν, ο Ράινχολντ Μέρκελμπαχ έχουν αποδείξει την ύπαρξη μιας γενετικής σχέσης ανάμεσα στα παγανιστικά μυστήρια και το αρχαίο μυθιστόρημα, της οποίας ένα ιδιαίτερα πειστικό τεκμήριο αποτελούν οι Μεταμορφώσεις του Απολήιου (όπου ο πρωταγωνιστής, που έχει μεταμορφωθεί σε γάιδαρο, βρίσκει στο τέλος τη σωτηρία του, διαμέσου μιας πραγματικά μυστηριακής μύησης). Ο δεσμός αυτός εκδηλώνεται στο ότι, όπως ακριβώς στα μυστήρια, μπορούμε και στα μυθιστορήματα να δούμε το πως η ζωή ενός ατόμου ενώνεται με ένα στοιχείο θεϊκό ή, τουλάχιστον, υπεράνθρωπο, έτσι που τα βιώματα, τα επεισόδια και οι περιπέτειες μιας ανθρώπινης ύπαρξης ν' αποκτούν ένα νόημα που τα υπερβαίνει και τα καταστεί μυστήρια. Όπως ο μυημένος, παρευρισκόμενος εν τω ελευσινιακό ημίφως στη χορευτική ή μιμητική αναπαράσταση της απαγωγής της Κόρης από τον Άδη και της ετήσιας επανεμφάνισής της στη γη την άνοιξη, διείσδυε στο μυστήριο και έβρισκε εκεί μια ελπίδα σωτηρίας για τη ζωή του, έτσι και ο αναγνώστης, ακολουθώντας την πλοκή των καταστάσεων και των γεγονότων που το μυθιστόρημα πλέκει ευλαβικά ή άγρια γύρω από το χαρακτήρα του, συμμετέχει, σε κάποιο βαθμό με τον τρόπο του, και εισάγει την ίδια του την ύπαρξη στη σφαίρα του μυστηρίου.
  Τούτο το μυστήριο, εν τούτοις, έχει διαχωριστεί από κάθε μυθικό περιεχόμενο και από κάθε θρησκευτική προοπτική και μπορεί να είναι, καθαυτό, απελπισμένο, όπως είναι για την Ίζαμπελ Άρτσερ στο μυθιστόρημα του Τζέιμς ή για την Άννα Καρένινα` μπορεί ακόμη να επιδεικνύει μια ζωή που έχει χάσει εξ ολοκλήρου το μυστήριό της, όπως στις αντιξοότητες της Έμμα Μποβαρί` σε κάθε περίπτωση, αν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, θα υπάρχει μια μύηση, ακόμη κι αν αυτή είναι αξιολύπητη, ακόμη κι αν είναι μύηση στην ίδια τη ζωή και τις υπερβολές της. Ανήκει στην ίδια τη φύση του μυθιστορήματος το να είναι, ταυτόχρονα, απώλεια και ανάμνηση του μυστηρίου, χάσιμο και αναπαράσταση της φόρμουλας και του τόπου. Αν το μυθιστόρημα, όπως φαίνεται να συμβαίνει όλο και περισσότερο σήμερα, χάνει τη μνήμη της αμφίσημης σχέσης του με το μυστήριο, αν, ακυρώνοντας κάθε ίχνος της επισφαλούς, αβέβαιης ελευσινιακής σωτηρίας, προσποιείται πως δεν έχει ανάγκη τη φόρμουλα ή, ακόμη χειρότερα, σπαταλά το μυστήριο σε μια πληθώρα ιδιωτικών στιγμών, τότε η ίδια η μορφή του μυθιστορήματος χάνεται μαζί με την ανάμνηση της φωτιάς.

Το στοιχείο στο οποίο διαλύεται και χάνεται το μυστήριο είναι η ιστορία. Πρόκειται για ένα γεγονός, πάνω στο οποίο, είναι πάντα αναγκαίο να στοχαζόμαστε: στο πως ένας και μόνο όρος καθορίζει τόσο τη χρονολογική σειρά των ανθρώπινων βιωμάτων, όσο και αυτή που διηγείται η λογοτεχνία, τόσο την κίνηση του ιστορικού και του ερευνητή, όσο και αυτή του αφηγητή. Μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στο μυστήριο μόνο μέσω μιας ιστορίας και, εν τούτοις (ή, ίσως, θα έπρεπε να πούμε πράγματι), η ιστορία είναι εκείνο, όπου το μυστήριο έχει επεκταθεί κι έχει κρύψει τις φωτιές του.

  Σε ένα γράμμα του 1937, ο Σόλεμ** επιχείρησε να συλλογιστεί -από την προσωπική του εμπειρία της σπουδής της qabbalah- πάνω στους υπαινιγμούς τούτου του δεσμού που κρατά ενωμένα δύο στοιχεία φαινομενικά αντιθετικά, τη μυστικιστική αλήθεια και την ιστορική έρευνα. Αυτός σκεφτόταν να γράψει "όχι την ιστορία, μα τη μεταφυσική της Καμπάλα"` και, εν τούτοις, είχε αντιληφθεί πως δεν ήταν δυνατό να διεισδύσει στο μυστικιστικό πυρήνα της παράδοσης (qabbalah σημαίνει παράδοση) δίχως να διασχίσει το "τοίχος της ιστορίας".

To βουνό [έτσι κατονομάζει τη μυστικιστική αλήθεια] δε χρειάζεται κανένα κλειδί` το μόνο που χρειάζεται κανείς είναι να διαπεράσει την κουρτίνα της ομίχλης της ιστορίας που το περικυκλώνει. Αυτό αποπειράθηκα, να τη διαπεράσω. Θα μείνω παγιδευμένος στην ομίχλη, θα παρεβρεθώ στη συνάντηση, επειδή του είπα με κάποιον τρόπο για τον "καθηγητικό θάνατο"; Η ανάγκη για ιστορική κριτική και για κριτική ιστοριογραφία, ακόμα και αν απαιτούν θυσίες, δεν μπορούν να αντικατασταθούν με τίποτα. Είναι αλήθεια, η ιστορία μπορεί να φαντάζει, εν τέλει, μια πλάνη, αλλά μια πλάνη χωρίς την οποία, στην πραγματικότητα, δεν είναι δυνατό να διαπεράσει κανείς την ουσία των πραγμάτων. Το μυστικιστικό όλον της αλήθειας, μπορεί σήμερα να γίνει ορατό στους ανθρώπους στην πιο αγνή του μορφή, μόνο εντός της έννομης πειθαρχίας του σχολιασμού και του μοναδικού καθρέφτη της φιλολογικής κριτικής. Η δουλειά μου, τόσο σήμερα όσο και από την πρώτη ημέρα, κυμαίνεται σε αυτό το παράδοξο, στην ελπίδα μιας αληθινής επικοινωνίας με το βουνό και στην αόρατη, απειροελάχιστη μετακίνηση της ιστορίας που θα επιτρέψει στην αλήθεια να εξέλθει από την πλάνη της "ανάπτυξης".**

Η εργασία του, που ο Σόλεμ θεωρεί παράδοξη, αποτελείται από το να μεταμορφώνει, μέσω της διδασκαλίας του φίλου και δασκάλου του Βάλτερ Μπένγιαμιν, τη φιλολογία σε ένα μυστικιστικό σύστημα κανόνων. Όπως σε όλη τη μυστικιστική ιστορία, είναι απαραίτητο να βυθιστείς ψυχή τε και σώματι στη θολότητα και την ομίχλη της φιλολογικής έρευνας, με τα θλιβερά της αρχεία και τα ζοφερά της κατάστιχα, με τα δυσανάγνωστα χειρόγραφά της και τις μικρόνοες ερμηνείες τις. Ο κίνδυνος να παρεκκλίνει κανείς στη φιλολογική πρακτική, να παραβλέψει -μέσω της coniunctivis professoria που τούτη η πρακτική συνεπάγεται- το μυστικιστικό στοιχείο που θέλει να φτάσει, είναι, αναμφίβολα, υπερβολικά υψηλός. Αλλά, έτσι όπως το Δισκοπότηρο χάθηκε στην ιστορία, ο ερευνητής οφείλει να παρεκκλίνει στη φιλολογική του quête, διότι αυτή ακριβώς η παρέκκλιση είναι η μοναδική εγγύηση της σοβαρότητας της μεθόδου του, που είναι, στον ίδιο βαθμό, μια μυστικιστική εμπειρία.
  Αν η έρευνα της ιστορίας και η διήγηση μιας ιστορίας είναι, στην πραγματικότητα, η ίδια πράξη, τότε ο συγγραφέας βρίσκεται επίσης μπροστά σε μια παράδοξη εργασία. Θα πρέπει να πιστεύει αποκλειστικά και ανυποχώρητα στη λογοτεχνία -δηλαδή, στην απώλεια της φωτιάς-, θα πρέπει ο ίδιος να ξεχαστεί στην ιστορία που πλέκει γύρω από τους χαρακτήρες του και, εν τούτοις, ακόμα και με αυτό το τίμημα, θα πρέπει να ξέρει να ξεχωρίζει, στο βάθος της λήθης, τις αναλαμπές μαύρου φωτός που προέρχονται από το χαμένο μυστήριο.

"Επισφαλές" σημαίνει εκείνο που αποκτάται μέσω της προσευχής (praex, μια προφορική παράκληση, διαφορετική από το quasteio, μια παράκληση που γίνεται με όλα τα δυνατά μέσα, ακόμη και με τα βίαια), και γι' αυτό είναι εύθραυστο και περιπετειώδες. Και η λογοτεχνία είναι περιπετειώδης και επισφαλής, αν θέλει να διατηρήσει μια δίκαιη σχέση με το μυστήριο. Όπως ο μυημένος στην Ελευσίνα, ο συγγραφέας δρα στο σκοτάδι και το ημίφως μέσω ενός μονοπατιού αποκομμένου ανάμεσα σε κατώτερους και ανώτερους θεούς, ανάμεσα στη λήθη και τη μνήμη. Υπάρχει, εν τούτοις, ένα νήμα, ένα είδος βυθόμετρου ριγμένου προς το μυστήριο, που του επιτρέπει πάντα να μετρήσει την απόσταση που τον χωρίζει από τη φωτιά. Τούτο το βυθόμετρο είναι η γλώσσα, και είναι πάνω στη γλώσσα που τα διαλείμματα και τα θραύσματα, που χωρίζουν την αφήγηση από τη φωτιά, εντυπώνονται αδυσώπητα σαν πληγές. Τα λογοτεχνικά είδη είναι οι ανοιχτές πληγές που η λήθη του μυστηρίου εντυπώνει στη γλώσσα: τραγωδία και ελεγεία, ύμνος και κωμωδία είναι, απλά, οι μορφές στις οποίες οι γλώσσα θρηνεί τη χαμένη της σχέση με τη φωτιά. Σήμερα οι συγγραφείς δε φαίνεται να αντιλαμβάνονται τούτες τις πληγές. Περπατούν σα τυφλοί και κουφοί πάνω στην άβυσσο της γλώσσας τους και δεν ακούν το θρήνο που ανέρχεται, πιστεύουν πως χρησιμοποιούν τη γλώσσα σαν ένα ουδέτερο όργανο και δεν αντιλαμβάνονται το κακόβουλο τραύλισμα που απαιτεί τη φόρμουλα και τον τόπο, που ζητά λογαριασμό και εκδίκηση. Το να γράφει κανείς σημαίνει να ατενίζει τη γλώσσα, κι όποιος δεν ξέρει να συλλαβίσει την αμυδρή ελεγεία ούτε να αντιληφθεί το σιωπηρό ύμνο, δεν είναι συγγραφέας.

Η φωτιά και η αφήγηση, το μυστήριο και η ιστορία, είναι τα δύο απαραίτητα στοιχεία της λογοτεχνίας. Αλλά, με ποια μορφή μπορεί ένα στοιχείο, του οποίου η παρουσία αποτελεί την αδιάψευστη απόδειξη της απώλειας ενός άλλου, να μαρτυρήσει τούτη την απουσία, να αποφύγει τη σκιά και την ανάμνηση; Όπου υπάρχει αφήγηση, η φωτιά έχει σβήσει` όπου υπάρχει μυστήριο, δεν μπορεί να υπάρξει ιστορία.
  Ο Δάντης έχει ενθυλακώσει σε ένα μοναδικό στίχο την κατάσταση του καλλιτέχνη μπρος σε αυτή την αδύνατη εργασία: "l' artista/ ch'a l'abito de l'arte ha man che trema" (Παρ. XIII, 77-78) ["με καλλιτέχνην όμοια, που την τέχνη/ καλά νογάει, μα τρέμει του το χέρι."***]. Η γλώσσα του συγγραφέα -όπως η πράξη του καλλιτέχνη- είναι ένα πεδίο πολικών εντάσεων, των οποίων τα άκρα είναι το στιλ και ο τρόπος. Το "την τέχνη καλά νογάει" είναι το στιλ, η απόλυτη κατάκτηση των ίδιων του των μέσων, όπου η απουσία της φωτιάς γίνεται αποδεκτή ως αναντίρρητη, διότι όλα βρίσκονται στο έργο και τίποτα δεν μπορεί να του λείπει. Δεν έχει, δεν είχε ποτέ μυστήριο, διότι πάντα υπήρξε εκτεθιμένο, εδώ, τώρα και δια παντός. Αλλά τούτη η επείγουσα πράξη συμβαίνει, ενίοτε, σαν ένα τρέμουλο, σαν ένας οικείος δισταγμός, όπου το στιλ δραπετεύει απότομα, τα χρώματα ξεθωριάζουν, οι λέξεις τραυλίζουν, η ύλη γίνεται άμορφη και υπερχειλίζει. Τούτο το τρέμουλο είναι ο τρόπος που εκδηλώνεται για άλλη μια φορά η απουσία και η υπερβολή της φωτιάς, στην εναπόθεση του ιδιώματος,. Και σε κάθε αληθινό συγγραφέα, σε κάθε καλλιτέχνη, υπάρχει πάντα ένας τρόπος για ν' αποστασιοποιείται απ' το στιλ, ένα στιλ που ν' απαλλοτριώνεται στον τρόπο. Έτσι το μυστήριο λύνεται και η πλοκή της ιστορίας διαστέλλεται, η φωτιά καταστρέφει και καταναλώνει τη σελίδα της αφήγησης.

Ο Χένρι Τζέιμς αφηγήθηκε μια φορά τον τρόπο, με τον οποίο γεννιόντουσαν τα μυθιστορήματά του. Στην αρχή, υπάρχει μόνο εκείνο που αποκαλεί μια image en disponibilité, το απομονωμένο όραμα ενός άντρα ή μιας γυναίκας, στερουμένων ακόμα οποιουδήποτε προσδιορισμού. Βρίσκονται εκεί, "διαθέσιμοι", ώστε ο συγγραφέας να μπορεί να υφάνει γύρω από αυτούς την αναπόφευκτη πλοκή καταστάσεων, σχέσεων, συναντήσεων και επεισοδίων που "θα τους κάνουν να αναδυθούν στην πιο κατάλληλη μορφή τους" για να τους μεταμορφώσει, εν τέλει, σε εκείνο που είναι, στην "πολυπλοκότητα που, κατά πάσα πιθανότητα, μπορούν να παράγουν και να αισθανθούν". Δηλαδή: σε χαρακτήρες.
  Η ιστορία που μας παρουσιάζει έτσι, σελίδα τη σελίδα, και μας αποκαλύπτει, ενώ αφηγείται τις επιτυχίες τους και της ήττες τους, τη σωτηρία τους ή την καταδίκη τους, είναι επίσης, η πλοκή που θα τους περικλύσει σε μια μοίρα, που θα συγκροτήσει τη ζωή τους ως ένα mysterion. Τους κάνει να "αναδυθούν" μόνο και μόνο για να τους περικλύσει σε μια ιστορία. Στο τέλος, η εικόνα δεν είναι πια "διαθέσιμη", έχει χάσει το μυστήριό της, και μόνο να αφανιστεί μπορεί.

Στη ζωή των ανθρώπων συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Βεβαίως, στην αδυσώπητη πορεία της, η ύπαρξη, που στην αρχή έμοιαζε τόσο διαθέσιμη, τόσο πλούσια σε δυνατότητες, χάνει λίγο λίγο το μυστήριό της, σβήνει μία μία τις φωτιές της. Η ύπαρξει, εν τέλει, είναι μόνο μια ασήμαντη και απογοητευτική ιστορία, όπως όλες οι ιστορίες. Μέχρι που μια μέρα -ίσως όχι την τελευταία, αλλά την προτελευταία- για μια στιγμή ξαναβρεί τη γοητεία της, χάσει ξαφνικά την διάψευσή της. Εκείνο που έχει χάσει το μυστήριο, είναι τώρα αληθινά και ανεπανόρθωτα μυστηριώδες, αληθινά και απόλυτα μη διαθέσιμο. Η φωτιά, που μόνο να την αφηγηθεί μπορεί κανείς, το μυστήριο, που έχει καταναλωθεί ολοσχερώς σε μια ιστορία, μας παίρνει το λόγο, περικλείεται για πάντα σε μια εικόνα.

*Gershom Scholem, Le grandi correnti della mistica ebraica, trad. it. di G. Russo, Einaudi, Τορίνο 1993, σελ.353
** Gershom Scholem, Briefe, vol. I, Beck, Μόναχο, 1994, σελ. 471
*** Μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη (Σ.τ.Μ.). 

 El fuego y el relato, sextopiso, 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου