(Μετάφραση της Nathalie από την ισπανική μετάφραση του Ερνέστο Κάβι)
Θα ήθελα να σας μιλήσω όχι για την ανάγνωση και για τα ρίσκα που αυτή συνεπάγεται, αλλά για ένα ακόμη παλαιότερο διακύβευμα, δηλαδή, αυτό της δυσκολίας ή της αδυνατότητας του να διαβάζει κανείς` θα ήθελα να αποπειραθώ να σας μιλήσω όχι για την ανάγνωση, αλλά για την μη αναγνωσιμότητα.
Όλοι σας έχετε αισθανθεί εκείνες τις στιγμές στις οποίες θα θέλαμε να διαβάσουμε, αλλά δεν το καταφέρνουμε, κατά τις οποίες επιμένουμε να ξεφυλλίζουμε τις σελίδες ενός βιβλίου, αλλά που ο τόμος μάς πέφτει, κυριολεκτικά, από τα χέρια.
Στις πραγματείες για τη ζωή των μοναχών, τούτος ακριβώς ήταν ο κατ' εξοχήν κίνδυνος στον οποίο μπορούσε να υποκύψει ένας μοναχός: η ακηδία, o μεσημβρινός δαίμονας, η πιο φρικτή τάση που απειλεί τους homines religiosi εκδηλώνεται πάνω απ' όλα στην αδυνατότητα της ανάγνωσης. Αυτή είναι η περιγραφή που κάνει ο Άγιος Νείλος:
Όταν ο μοναχός, χτυπημένος από την εσωτερική ακηδία επιχειρεί να διαβάσει, ανήσυχος, διακόπτει την ανάγνωση και, ένα λεπτό μετά, βυθίζεται στον ύπνο` σκαλίζει το πρόσωπό του με τα χέρια του, απλώνει τα δάχτυλά του και διαβάζει λίγες γραμμές ακόμη, ψελλίζοντας το τέλος κάθε λέξης που διαβάζει` και παρόλα αυτά, γεμίζει το κεφάλι του με άσκοπους υπολογισμούς, μετρά τον αριθμό των σελίδων που του απομένουν για να διαβάσει και τα φύλλα των τετραδίων, και αρχίζει να μισεί τα γράμματα και τις όμορφες μινιατούρες που έχει μπροστά στα μάτια του, μέχρι που επιτέλους κλείνει το βιβλίο και το χρησιμοποιεί ως μαξιλάρι για το κεφάλι του, πέφτοντας σε έναν ύπνο σύντομο και βαθύ.
Η υγεία της ψυχής ταυτίζεται με την ευκολία της ανάγνωσης του βιβλίου (που στο Μεσαίωνα, είναι επίσης, το βιβλίο του κόσμου)` η αμαρτία, με την αδυνατότητα της ανάγνωσης, με το ότι ο κόσμος γίνεται μη αναγνώσιμος.
Η Σιμόν Βέιλ μιλούσε, με αυτήν την έννοια, για μια ανάγνωση του κόσμου και μια μη ανάγνωση, για μια θολότητα που αψηφά όλες τις ερμηνείες και την ερμηνευτική. Θα ήθελα να δώσετε προσοχή στις δικές σας στιγμές μη ανάγνωσης και θολότητας, όταν το βιβλίο του κόσμου πέφτει από τα χέρια σας, διότι η αδυνατότητα του να διαβάσουμε, μας αφορά τόσο όσο και η ανάγνωση και, ίσως, είναι το ίδιο ή ακόμη πιο διδακτική από αυτήν.
Υπάρχει επίσης άλλη μια αδυνατότητα της ανάγνωσης ακόμα πιο ριζοσπαστική, που μέχρι πριν από -όχι και πολλά- χρόνια, ήταν αρκετά συνηθισμένη. Αναφέρομαι στους αναλφάβητους, στους ανθρώπους εκείνους που ξεχάστηκαν υπερβολικά γρήγορα, που μόλις πριν από έναν αιώνα ήταν, τουλάχιστον στην Ιταλία, η πλειοψηφία. Ένας μεγάλος περουβιανός ποιητής του 20ού αιώνα έχει γράψει σε ένα ποίημα: "για τον αναλφάβητο για τον οποίο γράφω". Είναι σημαντικό να καταλάβουμε το νόημα του "για": όχι τόσο "για να με διαβάσει ο αναλφάβητος", δεδομένου ότι εξ ορισμού δεν μπορεί να το κάνει, αλλά "στη θέση του", όπως ο Πρίμο Λέβι έλεγε πως δίνει μαρτυρία για εκείνους που, στην αργκό του Άουσβιτς, αποκαλούνταν μουσουλμάνοι, δηλαδή, αυτοί που δεν μπόρεσαν ούτε θα είχαν μπορέσει να δώσουν μαρτυρία, γιατί λίγο αφότου εισήχθησαν στο στρατόπεδο έχασαν κάθε συνείδηση και κάθε ευαισθησία.
Θα ήθελα να στοχαστείτε πάνω στο ειδικό καθεστώς ενός βιβλίου που είναι προορισμένο για μάτια που δεν μπορούν να το διαβάσουν, και που έχει γραφτεί από ένα χέρι που, κατά έναν τρόπο, δεν μπορεί να γράψει. Ο ποιητής ή ο συγγραφέας που γράφουν για τον αναλφάβητο ή για το μουσουλμάνο αποπειρώνται να γράψουν αυτό που δεν μπορεί να διαβαστεί: τοποθετούν στο χαρτί το μη αναγνώσιμο. Μα τούτο ακριβώς κάνει τα γραπτά τους να γίνονται πιο ενδιαφέροντα απ' τα γραπτά που προορίζονται για αυτούς που ξέρουν ή μπορούν να διαβάσουν.
Υπάρχει κι άλλη περίπτωση μη ανάγνωσης για την οποία θα ήθελα να σας μιλήσω. Αναφέρομαι στα βιβλία που δεν έχουν βρει αυτό που ο Μπένγιαμιν αποκαλούσε "η ώρα της αναγνωσιμότητας", που έχουν γραφτεί και εκδοθεί, μα βρίσκονται -ίσως για πάντα- εν αναμονή του να διαβαστούν. Θα μπορούσα να ονοματίσω, και επίσης κάθε ένας από εσάς, σκέφτομαι, βιβλία που θα άξιζε να διαβαστούν και δεν έχουν, ή έχουν διαβαστεί μόνο από πολύ λίγους αναγνώστες. Ποιο είναι το καθεστώς αυτών των βιβλίων; Σκέφτομαι πως, αν αυτά τα βιβλία είναι πραγματικά καλά, δεν πρέπει να μιλάμε για μια αναμονή, αλλά για μια απαίτηση. Τούτα τα βιβλία δεν περιμένουν, αλλά απαιτούν να διαβαστούν, ακόμη και αν δεν έχουν διαβαστεί ή δε διαβαστούν ποτέ. Η απαίτηση είναι μια έννοια πολύ ενδιαφέρουσα, που δεν αναφέρεται στο πεδίο των γεγονότων, αλλά σε μια ανώτερη και πιο αποφασιστική σφαίρα, τη φύση της οποίας μπορεί o κάθε ένας από εσάς να καθορίσει όπως του αρέσει.
Αλλά τώρα θα ήθελα να δώσω μια συμβουλή στους εκδότες και σε όλους εκείνους που ασχολούνται με τα βιβλία: σταματήστε να κοιτάτε τις αισχρές, ναι, αισχρές κατηγοριοποιήσεις των πιο ευπώλητων και -πιθανώς- πιο διαβασμένων βιβλίων και, αντίθετα, προσπαθήστε να κατασκευάσετε στο μυαλό σας μια κατηγοριοποίηση από βιβλία που αξίζει να διαβαστούν. Μόνο ένας εκδοτικός οίκος που έχει ιδρυθεί στη βάση αυτής της νοητής κατηγοριοποίησης θα μπορούσε να κάνει το βιβλίο να βγει από την κρίση που- απ' ότι ακούω να λέγεται και να επαναλαμβάνεται- περνά.
Ένας ποιητής σε μια περίσταση, συνόψισε την ποιητική του στη φόρμουλα: "Να διαβάσω αυτό που δεν γράφτηκε ποτέ". Πρόκειται, όπως μπορείτε να δείτε, για μια εμπειρία, κατά κάποιον τρόπο, συμμετρική σε αυτή του ποιητή που γράφει για τον αναλφάβητο που δεν μπορεί να τον διαβάσει: στη γραφή χωρίς ανάγνωση αντιστοιχεί, εδώ, μια ανάγνωση χωρίς γραφή. Με την προϋπόθεση να διευκρινήσουμε πως οι καιροί έχουν επίσης αντιστραφεί: εκεί, μια γραφή την οποία δεν ακολουθεί καμιά ανάγνωση` εδώ, μια ανάγνωση της οποίας δεν έχει προηγηθεί καμιά γραφή.
Αλλά ίσως σε αμφότερες τις διατυπώσεις να μιλά κανείς για κάτι παρόμοιο, δηλαδή, για μια εμπειρία της γραφής ή της ανάγνωσης που θέτει σε αμφισβήτηση την προβολή που -σχεδόν πάντα- κάνουμε σε αυτές τις δύο πρακτικές, τις τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, που εναντιώνονται η μία στην άλλη, και ταυτόχρονα, θα διαβίβαζαν κάτι που δεν μπορεί να διαβαστεί και κάτι που δεν μπορεί να γραφτεί, που πρoηγείται αυτών και που δε σταματά να τις συνοδεύει.
Θα έχετε καταλάβει πως αναφέρομαι στην προφορικότητα. Η λογοτεχνία μας γεννιέται στενά συνδεδεμένη με την προφορικότητα. Γιατί, τι κάνει ο Δάντης όταν αποφασίζει να γράψει σε δημώδη γλώσσα, αν όχι ακριβώς να γράψει αυτό που ποτέ δεν έχει διαβαστεί και να διαβάσει αυτό που ποτέ δεν εχει γραφτεί, δηλαδή, εκείνη την αναλφάβητη parlar materno που υπήρχε μόνο στην προφορική της διάσταση; Και προσπαθώντας να τη βάλει σε γραπτό, η μητρική του γλώσσα τον υποχρεώνει όχι μόνο να τη μεταγράψει, όπως όλοι γνωρίζετε, μα να εφεύρει εκείνη τη γλώσσα της ποίησης, εκείνη την επιφανή δημώδη που δεν υπάρχει πουθενά και, σαν τη σημαία των μεσαιωνικών βιβλίων με μύθους ζώων, "εξαπλώνει το άρωμά της προς κάθε κατεύθυνση, αλλά δεν κατοικεί σε κανέναν τόπο".
Πιστεύω πως δεν είναι δυνατό ν' αντιληφθεί κανείς δεόντως τη μεγάλη άνθιση της ιταλικής ποίησης του 20ού αιώνα, αν δεν παρατηρήσει σε αυτήν μια κάποια επίκληση εκείνης της μη αναγνώσιμης προφορικότητας που, λέει ο Δάντης, "μόνη και μοναδική, έρχεται πρώτη στο μυαλό". Αν δεν αντιλαμβάνεται κανείς πως, πράγματι, συνοδεύεται επιπλέον από μια απίστευτη άνθιση της ποίησης σε διάλεκτο. Ίσως όλη η ιταλική λογοτεχνία του 20ού αιώνα να διαπερνάται από μια ασυνείδητη μνήμη, σχεδόν από μια επιμελή ανάμνηση του αναλφαβητισμού. Όποιος έχει πάρει στα χέρια του ένα απ' αυτά τα βιβλία, στις γραμμένες σε διάλεκτο -ή, καλύτερα, στις μεταγραμμένες- σελίδες των οποίων αντιπαρατίθεται η μετάφραση στα ιταλικά, δεν έχει καταφέρει να μην αναρωτηθεί, όσο τα μάτια του διέτρεχαν, ανήσυχα, αμφότερες τις σελίδες, όχι για το αν ο αληθινός τόπος της ποίησης θα ήταν, τυχαία, στη μια ή στην άλλη σελίδα, αλλά για το αν θα ήταν στον κενό χώρο ανάμεσά στις δύο.
Και θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτό το σύντομο στοχασμό σχετικά με τη δυσκολία της ανάγνωσης, αναρωτόμενος αν αυτό που αποκαλούμε ποίηση είναι, στην πραγματικότητα, κάτι που ζει χωρίς σταματημό, δουλεύει και διατηρεί τη γραπτή γλώσσα για να αντικαταστήσει εκείνο το μη αναγνώσιμο από το οποίο προέρχεται, και στο οποίο παραμένει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
El fuego y el relato, sextopiso, 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου