Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Μια βόλτα από τη λογοτεχνία, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

(Μετάφρ.: Nathalie)*

για το Ροδρίγο Πίντο και τον Αντρές Νέουμαν
1. Ονειρεύτηκα πως ο Ζωρζ Περέκ ήταν τριών χρονών και επισκεπτόταν το σπίτι μου. Τον αγκάλιαζα, τον φιλούσα, του έλεγα πως ήταν ένα υπέροχο παιδί.
2. Μισοτελειωμένοι, μένουμε, πατέρα, ούτε ωμοί ούτε μαγειρεμένοι, χαμένοι στο μεγαλείο σε αυτήν την ατέλειωτη χωματερή, να περιπλανιόμαστε και να μπερδευόμαστε, σκοτώνοντας και ζητώντας συγγνώμη, μανιοκαταθλιπτικοί στον ύπνο σου, πατέρα, στον ύπνο με τα όνειρα που δεν είχαν όρια και που ξεδιπλωνόμασταν χίλιες φορές και μετά χίλιες φορές ακόμα, σαν λατινοαμερικάνοι ντετέκτιβ χαμένοι σ'ένα λαβύρινθο από κρύσταλλο και πηλό, ταξιδεύοντας κάτω από τη βροχή, βλέποντας ταινίες όπου εμφανίζονταν γέροι που φώναζαν ανεμοστρόβιλος! ανεμοστρόβιλος!, βλέποντας τα πράγματα για τελευταία φορά, αλλά χωρίς να τα βλέπουμε, σαν στοιχειά, σαν βατράχια στον πάτο ενός πηγαδιού, πατέρα, χαμένοι στη μιζέρια του ουτοπικού ονείρου, χαμένοι στην ποικιλία των φωνών σου και των αβύσσων σου, μανιοκαταθλιπτικοί μέσα στην πολύπλοκη σάλα της Κόλασης όπου μαγειρεύεται το Χιούμορ σου.
3. Μισοτελειωμένοι, ούτε ωμοί ούτε μαγειρεμένοι, διπολικοί ικανοί να καβαλήσουμε τον τυφώνα.
4. Σε αυτά τα ναυάγια, πατέρα, όπου απ’ το χαμόγελό σου έμεναν μόνο αρχαιολογικά κατάλοιπα.
 5. Εμείς, οι nec spes nec metus.
 6. Και κάποιος είπε: 
Αδερφή της δικής μας άγριας μνήμης
για την αξία είναι καλύτερο να μη μιλάμε.
Όποιος μπόρεσε να κερδίσει το φόβο
έγινε γενναίος για πάντα.
Χορεύουμε, λοιπόν, ενώ περνά η νύχτα
όπως ένα γιγάντιο συρτάρι με παπούτσια
πάνω από την κρημνώδη ακτή και τη βεράντα,
σε μια ζάρα της πραγματικότητας, του δυνατού,
εκεί όπου η καλοσύνη δεν είναι μια εξαίρεση
Χορεύουμε στον αβέβαιο αντικατοπτρισμό
των λατινοαμερικάνων ντετέκτιβ,
ένας νερόλακος από βροχή όπου αντικατοπτρίζονται τα πρόσωπά μας
κάθε δέκα χρόνια

Μετά ήρθε το όνειρο.
7. Ονειρεύτηκα λοιπόν πως επισκεπτόμουν το αρχοντικό του Αλόνσο δε Ερσίγια. Ήμουν εβδομήντα χρονών και ήμουν διαλυμένος από την αρρώστια (κυριολεκτικά ήμουνα κομμάτια). Ο Ερσίγια ήταν ενενήντα και ψυχορραγούσε σε ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό. Ο γέρος με κοιτούσε ακατάδεκτος και μετά μου ζητούσε ένα ποτήρι αγουαρδιέντε. Εγώ έψαχνα και ξαναέψαχνα το αγουαρδιέντε αλλά έβρισκα μόνο σύνεργα ιππασίας.
8. Ονειρεύτηκα ότι περνούσα περπατώντας από την Παραλιακή Οδό της Νέας Υόρκης και έβλεπα στο βάθος τη φιγούρα του Μανουέλ Πουίγκ. Φορούσε ένα θαλασσί πουκάμισο και ένα παντελόνι από ελαφρύ καραβόπανο ανοιχτό γαλάζιο ή σκούρο γαλάζιο` εξαρτάται.
 9. Ονειρεύτηκα ότι ο Μασεδόνιο Φερνάντες εμφανιζόταν στον ουρανό της Νέας Υόρκης με μορφή σύννεφου: ένα σύννεφο χωρίς μύτη ούτε αυτιά, αλλά με μάτια και στόμα.
10. Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν σε ένα δρόμο της Αφρικής που σύντομα θα μεταβαλλόταν σε ένα δρόμο του Μεξικού. Καθισμένος σ’ένα πλάτωμα, ο Εφραίν Ουέρτα [Efraín Huerta] έπαιζε ζάρια με τους επαίτες ποιητές της Πόλης του Μεξικού.
11. Ονειρεύτηκα ότι σ’ένα ξεχασμένο κοιμητήριο της Αφρικής συναντούσα τον τάφο ενός φίλου, το πρόσωπο του οποίου δεν μπορούσα πια να θυμηθώ.
12. Ονειρεύτηκα ότι ένα απόγευμα χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού μου. Χιόνιζε. Εγώ δεν είχα σόμπα ούτε λεφτά. Πιστεύω πως μέχρι και το φως θα μου το έκοβαν. Και ποιος ήταν στην αλλη πλευρά της πόρτας; Ο Ενρίκε Λιν με ένα μπουκάλι κρασί, ένα πακέτο με φαγητό και μια επιταγή από το Άγνωστο Πανεπιστήμιο (**).
13. Ονειρεύτηκα πως διάβαζα Σταντάλ στον Πυρηνικό Σταθμό της Τσιβιταβέκια: μια σκιά γλιστρούσε από το κεραμικό υλικό των αντιδραστήρων. Είναι το φάντασμα του Σταντάλ έλεγε ένας νεαρός με μπότες και γυμνός από τη μέση και πάνω. Κι εσύ ποιος είσαι;, τον ρώτησα. Είμαι το πρεζάκι του κεραμικού υλικού, ο Ουσάρος του κεραμικού υλικού και των σκατών, είπε.
14. Ονειρεύτηκα πως ονειρευόμουν, είχαμε χάσει την επανάσταση πριν την κάνουμε και αποφάσιζα να γυρίσω σπίτι. Προσπαθώντας να πέσω στο κρεβάτι συναντούσα τον Ντε Κουίνσι να  κοιμάται. Ξυπνήστε, δον Τομάς, του έλεγα, θα ξημερώσει, πρέπει να φύγετε. (Λες και ο Ντε Κουίνσι ήταν ένα βαμπίρ.) Αλλά κανείς δε με άκουγε και ξαναγύριζα στους σκοτεινούς δρόμους της Πόλης του Μεξικού.
15. Ονειρεύτηκα πως έβλεπα να γεννιέται και να πεθαίνει την ίδια μέσα ο Αλοΰσιους Μπερτράν,  σχεδόν χωρίς χρονική απόσταση, ωσάν οι δυο μας να ζούσαμε  εντός ενός πέτρινου ημερολογίου χαμένου στο διάστημα.
16. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένας γέρος και άρρωστος ντετέκτιβ. Τόσο άρρωστος που κυριολεκτικά ήμουν κομμάτια. Πήγαινα πίσω από τα ίχνη του Γκι Ρόουζι [Gui Rosey]. Περπατούσα στις γειτονιές ενός λιμανιού που θα μπορούσε να είναι η Μασσαλία ή και όχι. Ένας γέρος Κινέζος, καταδεκτικός, με οδηγούσε επιτέλους σε ένα υπόγειο. Αυτό είναι ό,τι απομένει από τον Ρόουζι, έλεγε. Ένας μικρός σωρός  από στάχτες. Έτσι όπως είναι, θα μπορούσε να είναι ο Λι Πο, του απαντούσα.
17. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένας γέρος και άρρωστος ντετέκτιβ που αναζητούσε κόσμο χαμένο από καιρό. Ενίοτε με κοιτούσα συμπτωματικά σε έναν καθρέφτη και αναγνώριζα τον Ρομπέρτο Μπολάνιο.
18. Ονειρεύτηκα ότι ο Άρτσιμπαλντ Μακ Λις έκλαιγε –μόλις τρία δάκρυα- στη βεράντα ενός εστιατορίου στο Κέιπ Κοντ. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και παρότι δεν γνώριζα πώς να επιστρέψω καταλήγαμε να πίνουμε και να κάνουμε προπόσεις στον αγέρωχο Νέο Κόσμο.
19. Ονειρεύτηκα με τα Πτώματα και τις Ξεχασμένες Παραλίες.  
20. Ονειρεύτηκα πως το πτώμα επέστρεφε στη Γη της Επαγγελίας προσαρτημένο σε μια Λεγεώνα Μηχανικών Ταύρων.
21. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και πως ήμουν το τελευταίο ανθρώπινο ον του Νότιου Ημισφαιρίου που διάβαζε τους αδερφούς Γκονκούρ.
22. Ονειρεύτηκα πως συναντούσα την Γκαμπριέλα Μιστράλ σε ένα αφρικάνικο χωριουδάκι. Είχε αδυνατίσει λίγο και είχε υιοθετήσει τη συνήθεια του να κοιμάται καθισμένη στο πάτωμα με το κεφάλι πάνω στα γόνατα. Μέχρι και τα κουνούπια φαίνονταν να την γνωρίζουν.
23. Ονειρεύτηκα πως επέστρεφα από την Αφρική σε ένα λεωφορείο γεμάτο με νεκρά ζώα. Σε ένα οποιοδήποτε σύνορο εμφανιζόταν ένας κτηνίατρος χωρίς πρόσωπο. Το πρόσωπό του ήταν σαν ένα αέριο, αλλά δεν ήξερα ποιος ήταν.
24. Ονειρεύτηκα πως ο Φίλιπ Κ. Ντικ έκανε βόλτα γύρω από τον Πυρηνικό Σταθμό της Τσιβιταβέκια.
25. Ονειρεύτηκα πως ο Αρχίλοχος διέσχιζε μια έρημο από ανθρώπινα κόκκαλα. Ενθάρρυνε τον εαυτό του «Πάμε, Αρχίλοχε, μην καταρρέεις, εμπρός, εμπρός.»
26. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκαπέντε χρονών και πήγαινα στο σπίτι του Νικάνορ Πάρρα να με αποχαιρετήσω. Τον έβρισκα όρθιο, να στηρίζεται σε ένα μαύρο τοίχο. Πού πας Μπολάνιο;, έλεγε. Μακριά από το Νότιο Ημισφαίριο, του απαντούσα.
27. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκαπέντε χρονών και, πράγματι, έφευγα από το Νότιο Ημισφαίριο. Βάζοντας στο σακίδιό μου το μοναδικό βιβλίο που είχα (Τρίλσε, του Βαγιέχο), αυτό καιγόταν. Ήταν επτά το απόγευμα κι εγώ πετούσα το καμμένο μου σακίδιο από το παράθυρο.
28. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκαέξι και πως ο Μαρτίν Αδάν [Martín Adán] μου έκανε μαθήματα πιάνου. Τα δάχτυλα του γέρου, μακριά όπως αυτά του ελαστικού Κύριου Φανταστικού, βυθίζονταν στο πάτωμα και πληκτρολογούσαν πάνω σε μια αλυσίδα από υποθαλάσσια ηφαίστεια.
 29. Ονειρεύτηκα πως μετέφραζα το Βιργίλιο με μια πέτρα. Ήμουν γυμνός πάνω σε μια μεγάλη πλάκα από βασάλτη και ο ήλιος, όπως έλεγαν οι πιλότοι μαχητικών, μετεωριζόταν επικίνδυνα στις 5.
30. Ονειρεύτηκα πως πέθαινα σε μια αφρικανική αυλή και πως ένας ποιητής αποκαλούμενος Πωλάν Ζοακίμ [Paulin Joachim] μου μιλούσε στα γαλλικά (καταλάβαινα μόνο αποσπάσματα όπως «η παρηγοριά», «ο χρόνος», «τα χρόνια που θα έρθουν») ενώ ένας πίθηκος κρεμασμένος ισορροπούσε στο λαδί ενός δέντρου.  
31. Ονειρεύτηκα πως η γη τελείωνε. Και πως το μόνο ανθρώπινο πλάσμα που ενατένιζε το τέλος ήταν ο Φραντς Κάφκα. Στον ουρανό οι Τιτάνες μάχονταν μέχρι θανάτου. Από μια θέση από σφυρήλατο σίδερο στο πάρκο της Νέας Υόρκης έβλεπε τον κόσμο να καίγεται.
32. Ονειρεύτηκα πως ονειρευόμουν και πως επέστρεφα στο σπίτι μου υπερβολικά αργά. Στο κρεβάτι μου έβρισκα τον Μάριο ντε Σα-Καρνέιρο να κοιμάται με την πρώτη μου αγάπη. Ξεσκεπάζοντάς τους ανακάλυπτα ότι ήταν νεκροί και δαγκώνοντας τα χείλη μέχρι να με ματώσω γυρνούσα στους γειτονικούς δρόμους.   
33. Ονειρεύτηκα πως ο Ανακρέοντας κατασκεύαζε το κάστρο του στην κορυφή ενός γυμνού λόφου κι έπειτα το κατέστρεφε.
34. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένας πολύ γέρος λατινοαμερικάνος ντετέκτιβ. Ζούσα στη Νέα Υόρκη και ο Μαρκ Τουέιν με προσλάμβανε για να σώσω τη ζωή κάποιου που δεν είχε πρόσωπο. Θα είναι μια καταραμένα δύσκολη υπόθεση, κύριε Τουέιν, του έλεγα.
35. Ονειρεύτηκα πως ερωτευόμουν την Άλις Σέλντον. Αυτή δε με αγαπούσε. Έτσι προσπαθούσα ν'αυτοκτονήσω σε τρεις ηπείρους. Περνούσαν τα χρόνια. Επιτέλους, όταν ήμουν πια πολύ γέρος, εκείνη εμφανιζόταν από το άλλο άκρο της Παραλιακής Οδού στη Νέα Υόρκη και μέσω σημάτων (σαν αυτά που έκαναν στα αεροπλανοφόρα για να προσγειώνονται οι πιλότοι) μου έλεγε πως πάντα με αγαπούσε.
36. Ονειρεύτηκα πως έκανα ένα 69 με την Αναΐς Νιν πάνω σε μια τεράστια πλάκα από βασάλτη.
37. Ονειρεύτηκα πως γαμούσα την Κάρσον ΜακΚάλερς σε ένα δωμάτιο, στα σκοτεινά, την άνοιξη του 1981. Και οι δυο αισθανόμασταν παράλογα ευτυχισμένοι.
38. Ονειρεύτηκα πως γυρνούσα στο παλιό μου Λύκειο και πως ο Αλφόνς Ντωντέ ήταν ο καθηγητής μου στα γαλλικά. Κάτι αδιόρατο μας υποδείκνυε πως ονειρευόμασταν. Ο Ντωντέ κοιτούσε συνέχεια από το παράθυρο και κάπνιζε την πίπα του Ταρταρέν.
39. Ονειρεύτηκα πως έμενα κοιμισμένος ενώ οι συμμαθητές μου από το Λύκειο προσπαθούσαν να ελευθερώσουν τον Ρομπέρ Ντεσνός από το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τερεζίν. Όταν ξυπνούσα μια φωνή με διέταζε να μπω σε κίνηση. Γρήγορα, Μπολάνιο, γρήγορα, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Φτάνοντας έβρισκα μόνο ένα γέρο ντετέκτιβ να σκαλίζει τα καπνισμένα ερείπια στην άσφαλτο.
40. Ονειρεύτηκα πως μια καταιγίδα από απόκοσμα νούμερα ήταν ό,τι απέμενε από τα ανθρώπινα όντα τρία δισεκατομμύρια χρόνια αφότου η Γη είχε πάψει να υφίσταται.
41. Ονειρεύτηκα ότι ονειρευόμουν και πως στις τελευταίες στοές των ονείρων συναντούσα το όνειρο του Ρόκε Δάλτον: το όνειρο των γενναίων που πέθαναν για μια χίμαιρα του κώλου.
42. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκαοχτώ χρονών και πως έβλεπα τον καλύτερό μου φίλο από τότε, που ήταν επίσης δεκαοχτώ, να κάνει έρωτα με τον Ουόλτ Ουίτμαν. Το έκαναν σε μια πολυθρόνα, ατενίζοντας το άγριο σούρουπο της Τσιβιταβέκια.
43. Ονειρεύτηκα πως ήμουν φυλακισμένος και πως ο Βοήθιος ήταν συγκρατούμενός μου. Κοίτα, Μπολάνιο, έλεγε απλώνοντας το χέρι και την πένα στο μισοσκόταδο: δεν τρέμουν! Δεν τρέμουν! (Μετά από λίγο, προσέθετε με γαλήνια φωνή: αλλά θα τρέμουν όταν αναγνωρίσουν το μαλάκα το Θεοδώριχο.)
44. Ονειρεύτηκα πως μετέφραζα Μαρκήσιο Ντε Σαντ με χτυπήματα τσεκουριού. Είχα τρελαθεί και ζούσα σε ένα δάσος.
45. Ονειρεύτηκα πως ο Πασκάλ μιλούσε για το φόβο με κρυστάλλινες λέξεις σε μια ταβέρνα της Τσιβιταβέκια: «Τα θαύματα δεν χρησιμεύουν στο να μεταμορφώνουν, αλλά στο να καταδικάζουν», έλεγε.
46. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένας γέρος λατινοαμερικάνος ντετέκτιβ και πως ένα μυστηριώδες Ίδρυμα με επιφόρτιζε να βρω τα πιστοποιητικά θανάτου των Ιπτάμενων Λατίνο(***). Ταξίδευα σε όλο τον κόσμο: νοσοκομεία, πεδία μάχης, ποτάδικα, εγκατελειμμένα σχολεία.
47. Ονειρεύτηκα ότι ο Μπωντλέρ έκανε έρωτα με μια σκιά σε ένα δωμάτιο όπου είχε διαπραχθεί ένα έγκλημα. Αλλά τον Μπωντλέρ δεν τον ενδιέφερε. Πάντα είναι το ίδιο, έλεγε.
48. Ονειρεύτηκα ότι μια νεαρή δεξάξι χρονών εισερχόταν στο τούνελ των ονείρων και μας ξυπνούσε με δύο είδη βέργας. Η κοπέλα ζούσε σ’ένα τρελοκομείο και σιγά σιγά γινόταν πιο τρελή. 
49. Ονειρεύτηκα πως στις ταχυδρομικές άμαξες που έμπαιναν και έβγαιναν από τη Τσιβιταβέκια έβλεπα το πρόσωπο του Μαρσέλ Σβωμπ. Το όραμα ήταν φευγαλέο. Ένα πρόσωπο σχεδόν ημιδιάφανο, με τα μάτια κουρασμένα, γεμάτο ευτυχία και πόνο.
50. Ονειρεύτηκα πως μετά την καταιγίδα ένας Ρώσος συγγραφέας και οι Γάλλοι φίλοι του επέλεγαν μαζί την ευτυχία. Χωρίς να ρωτούν ούτε να ζητούν τίποτα. Όπως εκείνος που καταρρέει χωρίς νόημα πάνω στο αγαπημένο του χαλί.  
51. Ονειρεύτηκα πως οι ονειροπόλοι είχαν πάει στον πόλεμο των λουλουδιών(****). Κανείς δεν είχε επιστρέψει. Στους πίνακες των ξεχασμένων στρατώνων στα βουνά κατάφερα να διαβάσω μερικά ονόματα. Από έναν μακρινό τόπο μια φωνή μετέδιδε ξανά και ξανά εντολές εξαιτίας των οποίων εκείνοι είχαν καταδικαστεί.
52. Ονειρεύτηκα πως ο άνεμος μετακινούσε τη φθαρμένη πινακίδα μιας ταβέρνας. Στο εσωτερικό ο Τζέιμς Μάθιου Μπάρι έπαιζε ζάρια με πέντε απειλητικούς κυρίους.
53. Ονειρεύτηκα πως επέστρεφα στους δρόμους, αλλά αυτή τη φορά δεν ήμουν πια δεκαπέντε χρονών, μα πάνω από σαράντα. Κατείχα μόνο ένα βιβλίο, το οποίο κουβαλούσα στο μικρό μου σακίδιο. Με το που πήγαινα να περπατήσω, το βιβλίο ξεκινούσε να καίγεται. Ξημέρωνε και σχεδόν δεν περνούσαν αμάξια. Ενώ πετούσα το καμμένο σακίδιο σε ένα χαντάκι, ένιωσα πως με έτσουζε η πλάτη μου λες και είχα φτερά.
54. Ονειρεύτηκα ότι οι δρόμοι της Αφρικής ήταν γεμάτοι χρυσοθήρες, πιονέρους, συγκεφαλαιωτές. 
55. Ονειρεύτηκα πως κανένας δεν πεθαίνει την παραμονή. 
56. Ονειρεύτηκα ότι ένας άντρας γυρνούσε την όραση προς τα πίσω, στο αναμορφικό τοπίο των ονείρων και πως η ματιά του ήταν σκληρή σαν ατσάλι αλλά κατακερματιζόταν εξίσου σε πολλαπλές ματιές κάθε φορά πιο αθώες, κάθε φορά πιο ανυπεράσπιστες.
57. Ονειρεύτηκα ότι ο Ζωρζ Περέκ ήταν τριών χρονών και έκλαιγε απαρηγόρητα. Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω. Τον έπαιρνα αγκαλιά, του αγόραζα ζαχαρωτά, βιβλία για ζωγραφική. Μετά πηγαίναμε στην Παραλιακή Οδό της Νέας Υόρκης κι ενώ εκείνος έπαιζε στην τσουλήθρα εγώ έλεγα στον εαυτό μου: δεν χρησιμεύω πουθενά, αλλά θα είμαι χρήσιμος στο να σε προσέχω, κανείς δε θα σου κάνει κακό, κανείς δε θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει. Μετά ξεκινούσε να βρέχει και επιστρέφαμε ήσυχα στο σπίτι. Αλλά που ήταν το σπίτι μας;
BLANES, 1994
Tres, 2000

* Τα ονόματα των συγγραφέων και των ποιητών που αναφέρει ο Μπολάνιο και για τους οποίους δε βρήκα πληροφορίες στα ελληνικά, έκανα μια απόπειρα να τα μεταφράσω, ωστόσο, έχω αφήσει σε αγκύλες το πρωτότυπο όνομα σε περίπτωση που κάποιος θελήσει να τους αναζητήσει. 
** "Το Άγνωστο Πανεπιστήμιο" (La universidad desconocida) τιτλοφορείται η έκτη και τελευταία ποιητική συλλογή του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ο τίτλος έχει παρθεί από το διήγημα του Άλφρεντ Μπέστερ The men who killed Mohammed.
*** Ο όρος που χρησιμοποιεί ο Μπολάνιο (sudacas) χρησιμοποιείται υποτιμητικά στην Ισπανία για τους Λατινοαμερικάνους. Επειδή δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά, χρησιμοποίησα τη λέξη "Λατίνος" που χρησιμοποιείται αντίστοιχα στις ΗΠΑ , και με κάποιον τρόπο, έχει έστω φτάσει στην Ελλάδα.
****Ο πόλεμος των λουλουδιών έλαβε χώρα μεταξύ των Αζτέκων και των εχθρών τους στα μέσα του 15ου αιώνα και πριν την άφιξη των Ισπανών.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου