Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

για να μη σταματήσω να πιστεύω στις μίνι φούστες, του Εσκάνταρ Αλχέετ

(Μετάφρ.: Nathalie)



Αυτή ήταν η ζωή μου στην υποτροπή. Αν κάποιος σας διηγηθεί πως πέταξα, μην τον πιστέψετε. Ο κόσμος συνηθίζει να μπερδεύει το να πέφτεις με το να πετάς. Είναι τόσο εύκολο, το πρώτο. Και τόσο αδύνατο, το δεύτερο. Δεν υπάρχει βαρύτητα σε αυτές τις λέξεις, μόνο η αγάπη μέχρι το πάτωμα που με συγκρατεί, σε όλα τα χαστούκια τα συμφωνημένα με τα οποία με συγχώρεσα και στη δική τους δικαιοσύνη της γήινης θνητότητας, σε αυτά τα σκουλήκια των στομάτων μας έπειτα από τα φιλιά και τις χαραυγές. Ποτέ δεν κατάφερα να σταματήσω το χρόνο, ούτε καν να τον επιβραδύνω. Το στοίχημά μου ήταν: γρήγορα, σαν να μας κυνηγούσαν. Και σου έπιασα το χέρι. Ήθελα να δραπετεύσω μαζί σου αλλά χωρίς να βγω από εμένα. Και πήγα πίσω από μας ή γύρω από μας όλους τους φόβους μου που έφτυναν για να μας φτάσουν, για να μας δαγκώσουν τις πληγές από τις οποίες δεν είχαμε γιατρευτεί. Γλείφοντας ο ένας τον άλλον.

Αυτή είναι η επίθεση στην οποία φίλησα το μουσαμά. Και συνηθισμένος στα χείλη σου, σε άλλαξα με το πάτωμα. Το αίμα θα μιλήσει για μένα, δηλαδή, αυτοί της τελευταίας σειράς: εστιάστε τα κιάλια σας. Το δέρμα σου είναι σαν έλλειψη ζάχαρης όταν κάνω το πρωινό και δεν είναι για σένα. Θα στοιχημάτιζα να μην ξαναδώ τη θάλασσα στο ότι τα μάτια σου μπορούν να ταπεινώσουν οποιαδήποτε πέτρα, αλλά από μέσα, στο ότι μπορούν να διασχίσουν έναν τοίχο μέχρι να τον κάνουν να κλάψει, στο ότι όλη η γη που πατάς ιδρώνει μετά τα βήματά σου. Το τοπίο του πόνου σου είναι να προσέχω στο να συγκρατώ τους υπαινιγμούς μου για να σου κρατώ το χέρι. Ας υπάρχει κάτι αόρατο που δεν καταλαβαίνεις παλεύοντας στο να με απομακρύνεις από εσένα. Ας αφεθώ να γαμηθώ από μια τρελή ζωή αντί του να επανεφεύρω την αγάπη, ή να την ξαναδημιουργήσω, οργασμό τον οργασμό. Η καρδιά μου και η πούτσα μου ενίοτε μιλούν για τους γοφούς σου, και το κεφάλι μου λέει ναι, μόνο γι'αυτούς.

Ενίοτε ονειρεύομαι με την άνοιξη και με το στόμα σου, έτσι έρχομαι να ζητήσω το λουλούδι και την πίπα λες και το να ονειρεύομαι μου παραχωρούσε δικαιώματα αντί για υποχρεώσεις, λες και θα μπορούσα να κλοτσήσω την ανοησία μου από ναυάγιο διεκδικώντας το νησί των γαλάζιων ή ασιζινών ματιών σου. Και πουλώντας την απουσία σου σε αγνώστους, κάνοντας trafficking με αυτό το κενό μόνο για να έχω κάτι να αισθάνομαι χωρίς να πρέπει να πω ψέματα σχετικά με αυτό, η αμέτρητη ανάγκη μου να τραβώ το καζανάκι τη στιγμή που έχεις πάρει την τελευταία γραμμή, κι αυτό το ορφανοτροφείο χωρίς παιδιά που αποκαλώ σπίτι, μπορείς να το αποκαλείς κι εσύ όποτε θέλεις. Το ξέρεις, έτσι;

Συγχώρεσε το κουβάρι που ρίχνω σαν να ήθελα να τα περιπλέξω όλα. Πια ξέρεις πως σε μένα τα συναισθήματα πάντα μου φαίνονταν λίγο λαβύρινθος, γωνίες όπου χανόμουν όταν έπρεπε να πάρω ένα τρένο και έφτανα αργά, δικαιολογίες τις οποίες δεχόσουν οι οποίες δεν έπιαναν ποτέ στις δουλειές που πραγματικά ήθελες. Λίγο σαν μια μπάρα γεμάτη με κόσμο που ζητά μπύρα σαν να ήταν βοήθεια. Λένε Mahou* και ακούω αρωγή. Ένας σαματάς. Που είναι, υποθέτω, όπως ακριβώς σε αγάπησα. Φωνάζοντας.

Οι φόβοι μου έκαναν γιορτή στη δική μας ηχώ. Σε αυτό που ερχόταν μετά. Στις σκιές μας, οι φόβοι μου έπαιζαν για να δουν ποιον θα ζητούσα στο πρώτο χέρι. Και τι. Ήλπιζαν στη διαμόρφωση της ανάμνησης για να μεθύσουν, και υπόσχονταν απώλειες για τη διάσωσή τους, οι φόβοι μου δούλευαν το χθες που θα πηδούσε τα αύριό μας, εσύ με την πετσέτα στο κεφάλι κι εγώ να σου βάζω πίεση αντί για άλλα πράγματα, ξανά. Το καλό είναι πως, παρόλο που ήταν μόνο ένα λεπτό, τους είχαμε χεσμένους, τους φόβους μου. Το κακό είναι πως είχαν δίκιο. Κι εγώ μόνο συναισθήματα.

Έπαιρνες ένα λεπτό ραβδί και το έβαζες μέχρι τον πάτο για να βγει η αράχνη. Υπήρχε κάτι γοητευτικό σε όλο αυτό. Σκάλιζες τη νυφίτσα του προσπαθώντας ώστε να έβγαινε φοβισμένη, έτοιμη να δαγκώσει ή να πληγώσει σαν ένα οποιοδήποτε ζώο γραπωμένο από την επιβίωση παραπάνω από την αξιοπρέπειά του. Εμείς ούτε καν έπρεπε να επιβιώσουμε, και η αξιοπρέπεια υποδήλωνε μόνο το επίπεδο της εμπεδωμένης σκληρότητας. Μας είχαμε για θεούς σκοτώνοντας έντομα. Και τώρα που μεγαλώνουμε τέρατα, γιατί δεν κάνουμε το ίδιο;

Πώς θα πω στο παιδί πως είδα να κλαίνε μάνες στο δρόμο για τη δουλειά, παραιτημένες στη ρουτίνα, ζητώντας μια ζωή με λιγότερα για μια μέρα ξεκούρασης. Το χαμόγελο ποιανού θα πρέπει να εφεύρω για να το πείσω να ονειρεύεται όσο πιο μακριά γίνεται για να ζήσει αυτό που δε γίνεται πιο κοντά, σε τι ελευθερία θα πεθάνουν οι παλιάτσοι και οι πουτάνες αφότου θα τους έχουμε χρησιμοποιήσει, σε τι τιμή είναι οι αλυσίδες, κύριε χειμώνα; κι ο αέρας να κάνει το ξύλο να τρίζει, σαν να λέει: κοιμήσου, καλό παιδί, κοιμήσου...

Πιστεύω στις φωτιές και στη σπατάλη. Έχω αισθανθεί τη νύχτα μέσα από μένα και ούρλιαζα σαν μια περγαμηνή χωρίς θησαυρό, στην απόγνωσή της να αισθανθεί χρήσιμη, διάφανη, μανιώδης από ανάγκη. Έχω συγκεντρώσει κάθε ευκαιρία στο σέικερ και μετά το έχω ανακινήσει λες και αυνάνιζα το μίσος μου. Δεσποινίς, δεν είμαι άξιος για να μπεις στο κρεβάτι μου, αλλά μια πίπα δικιά σου αρκεί για να με γιατρέψει. Προσευχόμουν κάθε βράδυ σκεπτόμενος το μουνί σου. Πραγματικά θα ήθελες να αγαπάς κάποιον έτσι;

Πάντα πίστευα πως το hangover ήταν το τελευταίο μέρος του μεθυσιού. Τώρα το ξαναμετατρέπω επίσης σε αρχικό μέρος. Σε άλλο. Κι έτσι, περνούν οι εβδομάδες. Στο φουλ. Κι εγώ συμπτύσσοντάς τες.

“εσύ αγαπάς πολύ κόσμο, αλλά ποτέ δεν το λες σε κανέναν”. Μου είπε, ενώ ξεπακέταρε τις βαλίτσες του επόμενού της ταξιδιού. “Μείνε με αυτό. Εγώ δεν το χρειάζομαι, γιατί σ'αγαπώ και στο λέω, έτσι άσε τις μαλακίες κι άρχισε να το λες, εντάξει; ”.

Θα με δεις φευγαλέο ή αιώνιο, έκπτωτο σαν τον άγγελο εκείνο που καβάλησε μια κόλαση, μόνο λόγω επαναστατικότητας, μακριά όπως ένα αστέρι που δε χρησιμεύει για να φωτίζει το ανέβασμα στη σκηνή τουλάχιστον ενός ονείρου ή λυπημένου όπως αυτός ο κόσμος από διασταυρωμένες πλατφόρμες και αυτοκτονικούς τυφλούς, όπως το γιατί που κανείς δεν απαντά όταν τον ρωτούν για το θάνατο.

Θα με δεις όπως στα σύννεφα ή στις συμπτώσεις, ψάχνοντας, πια με ξέρεις, την ευτυχία από τα πόδια σου που δεν μου αντιστοιχεί.

Θα με δεις, ίσως με έναν κόμπο στο λαιμό καλά σφιγμένο, να προσπαθώ να μη βήξω, να χαμογελώ ενώ σου λέω:

Έχω έρθει για να σε φιλήσω και να σου κάνω καφέ.
Έχω έρθει για να είμαι το πρωινό σου.

*μάρκα ισπανικής μπύρας

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου