(μετάφρ.: nathalie)
Πίσω απ' το λευκό ατμό βρίσκεται η τάξη, η πρόσκληση ή η ικεσία,
καθεμιά να ανάβει τα σήματά της,
σπινθηρίζοντας μακριά με τα κοσμήματα του πειρασμού ή της αστραπής του κινδύνου.
Ήταν μεγάλο πλεονέκτημα ν' ανταλλάξεις μια κουταλιά που κοχλάζει για ένα βασίλειο,
για ένα μπλε φτερό, για την ομορφιά, για μια ιστορία γεμάτη πυγολαμπίδες.
Αλλά το πεισματάρικο κορίτσι δεν θέλει να κυκλοφορήσει με τη φρικτή τροφή της:
απορρίπτει τα όσπρια σφίγγοντας τα δόντια.
Από το βάθος του πιάτου ανέρχεται σε σκοτεινές δίνες η καταδίκη:
θα μείνει χωρίς γιορτή, χωρίς αγάπη, χωρίς πανοφώρι,
και μόνη στο πιο μαύρο κάποιου χειμερινού δάσους όπου ουρλιάζουν οι λύκοι
και όπου δύναται να βρει την έξοδο.
Τώρα που δεν υπάρχει κανείς,
σκέφτομαι πως τα κουτάλια μάλλον έγιναν κουπιά για να φτάσουν πολύ μακριά.
Τους πήραν όλους, ίσως έναν προς έναν,
μέχρι τον τελευταίο χειμώνα, μέχρι την άλλη όχθη.
Ίσως να βρίσκονται μαζεμένοι να βλέπουν την μοναχική συνδαιτημόνα της λησμονιάς,
αυτή που καταπίνει αυτή τη φωτιά,
αυτή τη σούπα από άμμο, αυτή τη σούπα από τριβόλια, αυτή τη σούπα από μυρμήγκια,
για τίποτα περισσότερο πέρα από καθαρή συμμόρφωση,
ώστε κάθε κουταλιά να την προστατεύει με τις σφοδρότητες της μετάνοιας,
λες και ήταν χρόνος ακόμα,
λες και μπροστά απ' τον καπνό βρισκόταν η τάξη, η πρόσκληση, η ικεσία.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου