(Μετάφρ.: Nathalie)
Πάντα είχα πρόβλημα με τη Βενεζουέλα. Ένα
πρόβλημα παιδικό, καρπός της άστατης
εκπαίδευσής μου, ελάχιστο πρόβλημα,
αλλά πρόβλημα παρ'όλα αυτά. Ο πυρήνας
αυτού του προβλήματος είναι λεκτικής
και γεωγραφικής φύσης. Επίσης είναι
πιθανό να οφείλεται σε ένα είδος μη
διεγνωσμένης δυσλεξίας.
Δε θέλω να πω με αυτό πως η μητέρα μου δεν
με πήγαινε ποτέ στο γιατρό, αντιθέτως,
ως τα δέκα υπήρξα επιμελής επισκέπτης
ιατρείων ως και νοσοκομείων, αλλά
από εκεί και πέρα η μητέρα μου πίστεψε
πως πια ήμουν επαρκώς δυνατός για να τα
αντέξω όλα. Αλλά ας επιστρέψουμε στο
πρόβλημα. Όταν ήμουν μικρός έπαιζα
ποδόσφαιρο. Το νούμερό μου ήταν το 11, το
νούμερο του Πέπε και του Ζαγκάλο στο
Μουντιάλ της Σουηδίας και υπήρξα
ενθουσιώδης παίκτης, αλλά αρκετά κακός,
παρόλο που το καλό μου πόδι ήταν το
αριστερό και υποτίθεται πως οι λεφτ δεν
είναι παράταιροι σε έναν αγώνα. Στην
περίπτωσή μου δεν ήταν βέβαιο, ήμουν
παράταιρος σχεδόν πάντα, παρόλο που μια
στις τόσες, μια φορά στους έξι μήνες για
παράδειγμα, έκανα έναν καλό αγώνα και
ανακτούσα τουλάχιστον ένα μέρος από το
τεράστιο χαμένο κύρος. Τα βράδια, όπως
είναι φυσικό, πριν αποκοιμηθώ, σκεφτόμουν
και γυρόφερνα την αξιοθρήνητη κατάστασή
μου ως ποδοσφαιριστή. Και τότε ήταν που
είχα την πρώτη συνειδητή υπόνοια της
δυσλεξίας μου. Εγώ κλωτσούσα με το
αριστερό αλλά έγραφα με το δεξί. Αυτό
ήταν γεγονός. Θα μου άρεσε να έγραφα με
το αριστερό, αλλά το έκανα με το δεξί.
Και εκεί ήταν το πρόβλημα. Για παράδειγμα,
όταν ο προπονητής έλεγε: πέρασέ τη στον
δεξιά σου, Μπολάνιο, εγώ δεν ήξερα σε
ποια πλευρά έπρεπε να περάσω τη μπάλα.
Και ακόμη κάποιες φορές, παίζοντας με
την αριστερή πλευρά, μπρος στη βραχνιασμένη
φωνή του προπονητή μου σταματούσα και
έπρεπε να σκεφτώ: αριστερά-δεξιά. Δεξιά
ήταν το γήπεδο του ποδοσφαίρου, αριστερά
ήταν να την πετάξω έξω, προς τους λίγους
θεατές, παιδιά όπως εγώ, ή προς τους
άθλιους αλογολάτες που περιέβαλλαν τα
γήπεδα ποδοσφαίρου του Κιλπέ ή του
Καουκένες ή της επαρχίας του Μπίο- Μπίο.
Με τον καιρό, σίγουρα, έμαθα να έχω μια
αναφορά κάθε φορά που με ρωτούσαν ή με
ενημέρωναν για μια οδό που βρισκόταν
στα δεξιά ή στα αριστερά, και τούτη η
αναφορά δεν ήταν το χέρι με το οποίο
γράφω, αλλά το πόδι με το οποίο χτυπώ
την μπάλα. Και με τη Βενεζουέλα είχα,
λίγο πολύ στις ίδιες ημερομηνίες, σα να
λέμε μέχρι χθες, ένα παρόμοιο πρόβλημα.
Το πρόβλημα ήταν η πρωτεύουσά της. Για
μένα το πιο λογικό ήταν η πρωτεύουσα
της Βενεζουέλας να είναι η Μπογοτά. Και
η πρωτεύουσα της Κολομβίας το Καράκας.
Γιατί; Λοιπόν λόγω μιας λεκτικής λογικής
ή μιας λογικής των γραμμάτων. Το ”βήτα”
ή ”μπι”* του ονόματος Βενεζουέλα
είναι παρόμοιο, για να μην πω της ίδιας
οικογένειας, με το “μπι” της Μπογοτά.
Και το “σε”** της Κολομβίας είναι
πρώτο ξαδέρφι του “σε” του Καράκας.
Αυτό φαίνεται επουσιώδες, και πιθανώς
να είναι, αλλά για μένα κατέληξε σε
πρόβλημα πρώτου μεγέθους, φτάνοντας
κάποτε στο Μεξικό κατά τη διάρκεια ενός
συνεδρίου για ποιητές της πόλης της
Κολομβίας, να μιλήσω για το δυναμισμό
των ποιητών του Καράκας και ο κόσμος,
κόσμος τόσο αξιαγάπητος και μορφωμένος
όπως εσείς, έμεινε σιωπηλός περιμένοντας
πως έπειτα από την παρέκκλιση για τους
Καρακένιους ποιητές θα περνούσα στο να
μιλήσω για του Μπογοτάνους ποιητές,
αλλά αυτό που έκανα ήταν να συνεχίσω να
μιλάω για τους Καρακένιους ποιητές, για
την αισθητική τους της καταστροφής, και
τους συνέκρινα ακόμη με τους Ιταλούς
φουτουριστές, γεφυρώνοντας το χάσμα,
προφανώς, και με τους πρώτους λετριστές,
την ομάδα του Ιζιντόρ Ιζού και του Μωρίς
Λεμέτρ, την ομάδα από την οποία θα έβγαινε
ο σπόρος του σιτουασιονισμού του Γκυ
Ντεμπόρ και σε τούτο το σημείο ο κόσμος
άρχισε να προβαίνει σε υποθέσεις, εγώ
πιστεύω πως σκεφτόντουσαν πως οι
Μπογοτάνοι είχαν μεταφερθεί μαζικά στο
Καράκας, ή πως οι Καρακιανοί είχαν παίξει
έναν καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την ομάδα
των νέων Μπογοτάνων ποιητών, κι όταν
έδωσα τέλος στο συνέδριο, με ένα απότομο
φινάλε, ακριβώς όπως μου άρεσε τότε να
τελειώνω οποιοδήποτε συνέδριο, ο κόσμος
σηκώθηκε, χειροκρότησε ντροπαλά κι
έφυγε τρέχοντας να συμβουλευτεί την
αφίσα της εισόδου και όταν εγώ έφυγα,
συνοδευόμενος από τον Μεξικανό ποιητή
Μάριο Σαντιάγο, που πάντα ερχόταν μαζί
μου και που σίγουρα είχε αντιληφθεί το
σφάλμα μου παρόλο που δεν μου το είπε
διότι για τον Μάριο τα σφάλματα και τα
τυπογραφικά λάθη και οι παρεξηγήσεις
ήταν όπως τα σύννεφα του Μπωντλαίρ που
περνούν από τον ουρανό, σα να λέμε πως
πρέπει να κοιτάζεις αλλά όχι να διορθώνεις,
βγαίνοντας, έλεγα συναντηθήκαμε με ένα
γέρο Βενεζολάνο ποιητή, και όταν λέω
γέρος θυμάμαι εκείνη τη στιγμή και ο
Βενεζολάνος ποιητής πιθανώς ήταν πιο
νέος από όσο είμαι εγώ τώρα, που μας είπε
με δάκρυα στα μάτια πως έπρεπε να είχα
κάνει λάθος, πως αυτός ποτέ δεν είχε
ακούσει ούτε μία λέξη σχετικά με τούτους
τους μυστηριώδεις ποιητές του Καράκας.
Σε
αυτό το σημείο της ομιλίας διαισθάνομαι
πως ο δον Ρόμουλο Γκαγιέγος πρέπει να
στριφογυρίζει στον τάφο του. Αλλά σε
ποιον έχουν δώσει το βραβείο μου, θα
σκέφτεται. Συγχωρέστε με, δον Ρόμουλο.
Αλλά είναι που ακόμη και η δόνια Μπάρμπαρα,
με μπι, ονειρεύεται τη Βενεζουέλα και
τη Μπογοτά και επίσης ο Μπολίβαρ
ονειρεύεται τη Βενεζουέλα και τη δόνια
Μπάρμπαρα` Μπολίβαρ και Μπάρμπαρα, τι
ωραίο ζευγάρι θα είχαν κάνει, παρόλο
που τα άλλα δύο μεγάλα μυθιστορήματα
του δον Ρόμουλο, Cantaclaro και
Canaima, θα μπορούσαν
άνετα να είναι κολομβιανά, αυτό που με
κάνει να σκέφτομαι πως ίσως και να είναι,
και πίσω από τη δυσλεξία μου ίσως να
κρύβεται μια μέθοδος, μια σημειωτική
μέθοδος μπάσταρδη ή γραφολογική ή
μετασυντακτική ή φωνηματική ή απλά μια
μέθοδος ποιητική και πως η αλήθεια της
αλήθειας είναι πως το Καράκας είναι η
πρωτεύουσα της Κολομβίας ακριβώς όπως
και η Μπογοτά είναι η πρωτεύουσα της
Βενεζουέλας, με τον ίδιο τρόπο που ο
Μπολίβαρ, που είναι Βενεζολάνος, πεθαίνει
στην Κολομβία, που επίσης είναι Βενεζουέλα
και Μεξικό και Χιλή. Δεν ξέρω αν
καταλαβαίνετε που θέλω να φτάσω. Το
Pobre negro,
για παράδειγμα, του δον Ρόμουλο, είναι
ένα μυθιστόρημα κατεξοχήν περουβιανό,
το Πράσινο σπίτι, του
Βάργας Γιόσα, είναι ένα μυθιστόρημα
κολομβιανό- βενεζολάνικο. Το Terra
nostra, του Φουέντες,
είναι ένα μυθιστόρημα αργεντίνικο και
προειδοποιώ πως θα είναι καλύτερα να
μη με ρωτήσετε σε τι βασίζω αυτή τη
δήλωση γιατί η απάντηση θα ήταν προφανής
και βαρετή.
H
παταφυσική ακαδημία διδάσκει, επιπλέον με μυστήριο τρόπο, την επιστήμη των
φανταστικών λύσεων που είναι, όπως
γνωρίζετε, εκείνη που ερευνά τους νόμους
που ρυθμίζουν τις εξαιρέσεις. Κι αυτό
το ξεπέταγμα γραμμάτων, με κάποιο τρόπο,
είναι μια φανταστική λύση που απαιτεί
μια φανταστική λύση. Αλλά ας επιστρέψουμε
στο δον Ρόμουλο πριν ασχοληθούμε με τον Ζαρρύ και ας σημειώσουμε, επί τη ευκαιρία,
κάποια παράξενα σημάδια. Μόλις κέρδισα
το εντέκατο βραβείο Ρόμουλο Γκαγιέγος.
Το 11. Εγώ έπαιζα με το 11 στη φανέλα. Αυτό,
σε εσάς, σας μοιάζει μια σύμπτωση, αλλά
εμένα με αφήνει να τρέμω. Ο 11 που δεν
ήξερε να ξεχωρίσει το δεξιά από το
αριστερά και γι' αυτό μπέρδευε το Καράκας
με τη Μπογοτά, μόλις κέρδισε (και
εκμεταλλεύομαι αυτήν την παρένθεση για
να ευχαριστήσω άλλη μια φορά την επιτροπή
για τη διάκριση αυτή, ιδίως την Άνχελες
Μαστρέτα) το εντέκατο βραβείο Ρόμουλο
Γκαγιέγος. Τι θα σκεφτόταν ο δον Ρόμουλο
επ' αυτού; Τις προάλλες, μιλώντας στο
τηλέφωνο, ο Πέρε Τζιμφερέρ, που είναι
ένας μεγάλος ποιητής και που επιπλέον
τα ξέρει όλα και τα έχει διαβάσει όλα,
μου είπε πως υπάρχουν δυο αναμνηστικές
πλάκες στη Βαρκελώνη, στα μεμονωμένα
σπίτια όπου έζησε ο δον Ρόμουλο. Σύμφωνα
με τον Τζιμφερέρ, παρόλο που για το
συγκεκριμένο δεν έβαζε τα χέρια στη
φωτιά, σε ένα από αυτά τα σπίτια ξεκίνησε
ο μεγάλος Βενεζολάνος συγγραφέας να
γράφει το Canaima. Η
αλήθεια είναι πως το 99.9% των πραγμάτων
που λέει ο Τζιμφερέρ τα πιστεύω με τα
μάτια κλειστά και άρα, ενώ ο Τζιμφερέρ
μιλούσε (ένα από τα σπίτια όπου υπήρχε
η μια πλάκα δεν ήταν οικία αλλά τράπεζα,
το οποίο έθεσε μια σειρά αμφιβολιών,
για παράδειγμα αν ο δον Ρόμουλο στην
παραμονή του στη Βαρκελώνη και λέω
παραμονή και όχι εξορία διότι ένας Λατινοαμερικάνος ποτέ δεν είναι εξόριστος
στην Ισπανία, είχε δουλέψει σε τράπεζα
ή αν η τράπεζα ήρθε μετά να εγκατασταθεί
εκεί όπου έζησε ο μυθιστοριογράφος),
όπως έλεγα, ενώ ο Καταλανός ποιητής
μιλούσε, εγώ άρχισα να σκέφτομαι τις
μακρινές μου αλλά όχι γι’αυτό λιγότερο
κουραστικές, πάνω απ’όλα στη μνήμη,
βόλτες απ’ το Ενσάντσε, και με είδα ξανά
εκεί, να τριγυρνάω το 1977, το 1978, ίσως το
1982, και ξαφνικά πίστεψα ότι είδα μια οδό
το σούρουπο, κοντά στο Μουντανέρ και
είδα ένα νούμερο, είδα το νούμερο 11 και
μετά περπάτησα λίγο ακόμα, κάποια βήματα
ακόμη, κι εκεί βρισκόταν η πλάκα. Αυτό
είναι που είδα με το μυαλό μου. Αλλά
επίσης είναι πιθανό πως τα χρόνια που
έζησα στη Βαρκελώνη να περνούσα από
τούτο το δρόμο, και να έβλεπα την πλάκα,
μια πλάκα που πιθανώς φέρει Εδώ έζησε
ο Ρόμουλο Γκαγιέγος, μυθιστοριογράφος
και πολιτικός, γεννημένος στο Καράκας
το 1884 και απεβιώσας στο Καράκας το 1969
κι έπειτα, με πιο μικρά γράμματα, άλλα
πράγματα, τα βιβλία, τα οικόσημα, και
λοιπά, και είναι πιθανό εγώ να σκεφτόμουν,
χωρίς να με σταματώ: κι άλλος διάσημος
Κολομβιανός συγγραφέας, κι αυτό είναι
πιθανό να το σκεφτόμουν μόνο χωρίς να
σταματώ, επιμένω, λοιπόν η αλήθεια είναι
πως τότε είχα ήδη διαβάσει το δον Ρόμουλο
σαν υποχρεωτικό ανάγνωσμα δεν ξέρω σε
ένα λύκειο χιλιανό ή σε ένα αντίστοιχο
μεξικάνικο και μου άρεσε η Doña
Bárbara
[Δόνια Μπάρμπαρα],
παρόλο που σύμφωνα με τον Τζιμφερέρ το
Canaima είναι καλύτερο,
και σίγουρα ήξερα πως ο δον Ρόμουλο ήταν
Βενεζολάνος και όχι Κολομβιανός. Αυτό
πραγματικά σημαίνει λίγα, το
να είσαι Κολομβιανός ή Βενεζολάνος,
και σε αυτό το σημείο επιστρέφουμε
ωσάν εξωστρακισμένοι από μια γραμμή
στο μπι του Μπολίβαρ, που
δεν ήταν δυσλεκτικός και τον οποίο δεν
θα τον είχε ξενίσει μια ενωμένη Λατινική
Αμερική, μια προτίμηση
που μοιράζομαι με τον Απελευθερωτή***,
λοιπόν εμένα το ίδιο
μου κάνει είτε πουν πως είμαι Χιλιανός,
παρόλο που κάποιοι Χιλιανοί συνάδελφοι
προτιμούν να με βλέπουν σαν Μεξικανό, ή
να πουν πως είμαι Μεξικανός, παρόλο που
κάποιοι Μεξικανοί συνάδελφοι προτιμούν
να με θεωρούν Ισπανό, ή ήδη αναμφίβολα,
εξαφανισμένο σε μάχη, και ακόμη το ίδιο
μου κάνει το να με θεωρούν Ισπανό, παρόλο
που κάποιοι Ισπανοί συνάδελφοι θα’ βαζαν
μια φωνή ως τον ουρανό και από εδώ και
πέρα θα λένε πως είμαι Βενεζολάνος,
γεννημένος στο Καράκας ή τη Μπογοτά,
πράγμα που επίσης δεν με ξενίζει, μάλλον
το εντελώς αντίθετο. Το βέβαιο είναι
πως είμαι Χιλιανός και επιπλέον είμαι
πολλά άλλα πράγματα. Και φτάνοντας σε
αυτό το σημείο πρέπει να εγκαταλείψω
το Ζαρρύ και τον Μπολίβαρ και να προσπαθήσω
να θυμηθώ εκείνον τον συγγραφέα που
είπε πως η πατρίδα ενός συγγραφέα είναι
η γλώσσα του. Δε θυμάμαι το όνομά του.
Ίσως να ήταν ένας συγγραφέας που έγραφε
στα ισπανικά. Ίσως να ήταν
ένας συγγραφέας που έγραφε στα αγγλικά
ή τα γαλλικά. Η πατρίδα ενός συγγραφέα,
επίπε, είναι η γλώσσα του. Ακούγεται
μάλλον δημαγωγικό, αλλά συμφωνώ πλήρως
μαζί του, και ξέρω πως ενίοτε δεν μας
απομένει άλλη θεραπεία από το να
χορεύουμε ένα μπολερό στο φως κάποιων
φαναριών ή κάποιου κόκκινου φεγγαριού.
Παρόλο που επίσης είναι αλήθεια πως η
πατρίδα ενός συγγραφέα δεν είναι η
γλώσσα του ή δεν είναι μόνο η γλώσσα του
αλλά οι άνθρωποι που αγαπά. Και ενίοτε
η πατρίδα ενός συγγραφέα δεν είναι οι
άνθρωποι που αγαπά αλλά η μνήμη του. Και
άλλες φορές η μόνη πατρίδα ενός συγγραφέα
είναι η πίστη του και η αξία του. Στην
πραγματικότητα πολλές μπορούν να είναι
οι πατρίδες ενός συγγραφέα, ενίοτε η
ταυτότητα αυτής της πατρίδας εξαρτάται
σε μεγάλο βαθμό από εκείνο που τούτη τη
στιγμή γράφει. Πολλές μπορούν να είναι
οι πατρίδες, μου συμβαίνει τώρα, αλλά
μόνο ένα το διαβατήριο και τούτο το
διαβατήριο προφανώς είναι αυτό της
ποιότητας της γραφής. Που δε σημαίνει
το να γράφεις καλά, γιατί αυτό μπορεί
να το κάνει ο οποιοσδήποτε, αλλά να
γράφεις θαυμάσια καλά, κι ούτε καν αυτό,
λοιπόν να γράφεις θαυμάσια καλά επίσης
μπορεί να το κάνει ο καθένας. Άρα τι
είναι μία γραφή ποιότητας; Λοιπόν αυτό
που πάντα ήταν: να ξέρεις να βάζεις το
κεφάλι στο σκοτάδι, να ξέρεις να πηδάς
στο κενό, να ξέρεις πως βασικά η λογοτεχνία
είναι βασικά ένα επικίνδυνο επάγγελμα.
Να τρέχεις στο χείλος του γκρεμού: από
τη μία πλευρά η άβυσσος χωρίς βάθος κι
από την άλλη πλευρά τα πρόσωπα που κανείς
αγαπά, και τα βιβλία, και οι φίλοι, και
το φαγητό. Και να δέχεσαι αυτό το γεγονός
παρόλο που κάποιες φορές μας βαραίνει
περισσότερο από την πλάκα που καλύπτει
τα απομεινάρια όλων των νεκρών συγγραφέων.
Η λογοτεχνία, όπως θα έλεγε ένα ανδαλουσιανό
φολκλόρ, είναι ένας κίνδυνος.
Και τώρα που έχω επιστρέψει, επιτέλους, στο νούμερο 11, που είναι το νούμερο αυτών που τρέχουν από την πλευρά της, κι έχω αναφέρει τον κίνδυνο, θυμάμαι εκείνη τη σελίδα από τον Κιχώτη όπου συζητά σχετικά με τα προτερήματα και της πολιτοφυλακής και της ποίησης, και υποθέτω πως κατά βάθος αυτό που συζητιέται έχει να κάνει με το βαθμό του κινδύνου, που επίσης έχει να κάνει με το να μιλάς για την αρετή που εμπεριέχει η φύση αμφότερων των τεχνών. Κι ο Θερβάντες, που υπήρξε στρατιώτης, βάζει την πολιτοφυλακή να κερδίζει, βάζει να κερδίζει ο στρατιώτης μπρος στο αξιότιμο επάγγελμα του ποιητή, κι αν διαβάσουμε καλά αυτές τις σελίδες (κάτι που τώρα, ενώ γράφω αυτό το λόγο, δεν το κάνω, παρόλο που από το τραπέζι όπου γράφω βλέπω τις εκδόσεις μου του Κιχώτη) αντιλαμβανόμαστε σε αυτές ένα δυνατό άρωμα μελαγχολίας, γιατί ο Θερβάντες βάζει να κερδίσει την ίδια του τη νεαρή ηλικία, το φάντασμα της χαμένης νιότης του, μπροστά στη δική του πραγματικότητα της άσκησης της πρόζας ή της ποίησης, ως τότε τόσο αντιφατικό. Κι αυτό μου'ρχεται στο κεφάλι γιατί σε μεγάλο βαθμό όλα όσα έχω γράψει είναι ένα γράμμα αγάπης ή αποχαιρετισμού στη δικιά μου γενιά, αυτούς που γεννηθήκαμε τη δεκαετία του πενήντα και αυτούς που επιλέξαμε κάποια δεδομένη στιγμή την πολιτοφυλακή, σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν πιο σωστό να πούμε τη στράτευση, και παραδόσαμε το λίγο που είχαμε, το πολύ που είχαμε, που ήταν η νιότη μας, σε ένα σκοπό που πιστέψαμε ως την πιο γενναιόδωρη των αιτιών του κόσμου και που ως ένα ορισμένο βαθμό ήταν, αλλά που στην πραγματικότητα δεν ήταν. Είναι αυτονόητο ότι παλέψαμε με νύχια και με δόντια, αλλά είχαμε διεφθαρμένα αφεντικά, δειλούς ηγέτες, ένα μηχανισμό προπαγάνδας που ήταν χειρότερος από ένα λεπροκομείο, αγωνιστήκαμε για κόμματα που αν είχαν κερδίσει θα μας είχαν στείλει απευθείας σε κάποιο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, αγωνιστήκαμε και βάλαμε όλη μας τη γενναιοδωρία σε ένα ιδανικό που εδώ και πενήντα χρόνια ήταν νεκρό, και κάποιοι το γνωρίζαμε, και πώς να μην το γνωρίζαμε αν είχαμε διαβάσει Τρότσκι ή ήμασταν τροτσκιστές, αλλά και πάλι το κάναμε, γιατί ήμασταν ηλίθιοι και γενναιόδωροι, όπως είναι οι νέοι, που όλα τα δίνουν και δε ζητούν τίποτα σε αντάλλαγμα, και τώρα από εκείνους τους νέους δεν έχει μείνει πια τίποτα, όσοι δεν πέθαναν στη Βολιβία πέθαναν στην Αργεντινή ή στο Περού, κι αυτοί που επέζησαν πήγαν να πεθάνουν στη Χιλή ή στο Μεξικό, και αυτούς που δεν τους σκότωσαν εκεί τους σκότωσαν μετά στη Νικαράγουα, τη Κολομβία ή το Ελ Σαλβαδόρ. Όλη η Λατινική Αμερική είναι σπαρμένη με τα κόκκαλα αυτών των λησμονημένων νέων. Και είναι αυτό το ελατήριο που κινεί το Θερβάντες να επιλέξει το στρατό σε απιστία προς την ποίηση. Οι σύντροφοί του ήταν επίσης νεκροί. Ή γέροι και εγκατελειμμένοι, στη μιζέρια και την αδιαφορία. Επιλέγω ήταν επιλέγω τη νιότη κι επιλέγω τους ηττημένους κι επιλέγω αυτούς που πια τίποτα δεν είχαν. Κι αυτό κάνει ο Θερβάντες, επιλέγει τη νιότη. Και μέχρι και σε αυτή τη μελαγχολική αδυναμία, σε αυτό το άνοιγμα της ψυχής, ο Θερβάντες είναι ο πιο διαυγής, λοιπόν αυτός ξέρει πως οι συγγραφείς δεν χρειάζονται κανέναν να τους εκθειάσει το επάγγελμα. Μας το εκθειάζουμε εμείς οι ίδιοι. Συχνά ο δικός μας τρόπος να το εκθειάσουμε είναι να καταριόμαστε την κακιά ώρα την οποία αποφασίσαμε να γίνουμε συγγραφείς, αλλά κατά γενικό κανόνα μάλλον χειροκροτούμε και χορεύουμε όταν είμαστε μόνοι, λοιπόν αυτό είναι ένα επάγγελμα μοναχικό, κι απαγγέλουμε για εμάς τους ίδιους τις σελίδες μας και τούτος είναι ο τρόπος να εκθειαστούμε και δε χρειαζόμαστε κανέναν να μας πει τι πρέπει να κάνουμε και πολύ λιγότερο που μετά από μια δημοσκόπηση, το δικό μας επάγγελμα έχει επιλεγεί το επάγγελμα το πιο αξιότιμο από όλα τα επαγγέλματα. Ο Θερβάντες, που δεν ήταν δυσλεκτικός αλλά που η άσκηση της πολιτοφυλακής τον άφησε μονόχειρα, γνώριζε άψογα αυτό που ειπωνόταν. Η λογοτεχνία είναι ένα επάγγελμα επικίνδυνο. Αυτό που μας πάει απευθείας στον Αλφρέ Ζαρρύ, που είχε ένα πιστόλι και του άρεσε να πυροβολεί, και στο νούμερο 11, τον αριστερό εξτρέμ που κοιτά πλάγια, ενώ περνά σαν μια μπάλα, η πλάκα και το σπίτι όπου έζησε ο δον Ρόμουλο, που σε αυτό σε αυτό το στάδιο της ομιλίας ελπίζω να μην είναι τόσο έξαλλος μαζί μου, ούτε να εμφανιστεί στα όνειρα του Ντομίνγκο Μιλιάνι για να τον ρωτήσει γιατί μου έδωσαν το βραβείο που φέρει το όνομά του, ένα βραβείο σημαντικότατο για εμένα, είμαι ο πρώτος Χιλιανός που το αποκτά, ένα βραβείο που διπλασιάζει την πρόκληση, λες και ήταν αυτό δυνατό, λες και η πρόκληση από την ίδια της τη φύση, για χάρη της ίδιας της της χάρης, δεν ήταν προηγουμένως ήδη διπλασιασμένη ή τριπλασιασμένη. Ένα βραβείο, σύμφωνα με τον προηγούμενο, θα ήταν μια πράξη περιττή και τώρα που το σκέφτομαι, λοιπόν είναι αλήθεια, έχει κάτι από περιττή πράξη. Είναι μια περιττή πράξη που δε μιλά για το μυθιστόρημά μου ούτε για τα προτερήματά του αλλά για τη γενναιοδωρία μια επιτροπής. (Σε παρένθεση: μέχρι χθες δεν γνώριζα κανέναν.) Αυτό να μείνει ξεκάθαρο, λοιπόν σαν τους βετεράνους της Ναυπάκτου του Θερβάντες και σαν τους βετεράνους των πολέμων των λουλουδιών της Λατινικής Αμερικής****, ο μόνος μου πλούτος είναι η τιμή μου. Το πιστεύω και δεν το πιστεύω. Εγώ να μιλώ για τιμή. Μπορεί και να μην εμφανιστεί το πνεύμα του Δον Ρόμουλο στα όνειρα του Ντομίνγκο Μιλιάνι, αλλά σε εμένα. Αυτές οι λέξεις είναι γραμμένες ήδη από το Καράκας (Βενεζουέλα) και ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: ο δον Ρόμουλο δεν μπορεί να εμφανιστεί στα όνειρά μου για τον απλό λόγο του ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ. Έξω τραγουδούν τα τριζόνια. Υπολογίζω, με πρόχειρες εκτιμήσεις, πως θα είναι γύρω στα δέκα χιλιάδες ή είκοσι χιλιάδες. Στο τραγούδι ενός από αυτά τα τριζόνια ίσως να βρίσκεται η φωνή του δον Ρόμουλο, μπερδεμένη, μακαρίως μπερδεμένη, στη βενεζολάνικη νύχτα, στη νύχτα όλων εμάς, αυτών που κοιμούνται και αυτών που δεν μπορούμε να κοιμηθούμε. Αισθάνομαι σαν τον Πινόκιο.
Και τώρα που έχω επιστρέψει, επιτέλους, στο νούμερο 11, που είναι το νούμερο αυτών που τρέχουν από την πλευρά της, κι έχω αναφέρει τον κίνδυνο, θυμάμαι εκείνη τη σελίδα από τον Κιχώτη όπου συζητά σχετικά με τα προτερήματα και της πολιτοφυλακής και της ποίησης, και υποθέτω πως κατά βάθος αυτό που συζητιέται έχει να κάνει με το βαθμό του κινδύνου, που επίσης έχει να κάνει με το να μιλάς για την αρετή που εμπεριέχει η φύση αμφότερων των τεχνών. Κι ο Θερβάντες, που υπήρξε στρατιώτης, βάζει την πολιτοφυλακή να κερδίζει, βάζει να κερδίζει ο στρατιώτης μπρος στο αξιότιμο επάγγελμα του ποιητή, κι αν διαβάσουμε καλά αυτές τις σελίδες (κάτι που τώρα, ενώ γράφω αυτό το λόγο, δεν το κάνω, παρόλο που από το τραπέζι όπου γράφω βλέπω τις εκδόσεις μου του Κιχώτη) αντιλαμβανόμαστε σε αυτές ένα δυνατό άρωμα μελαγχολίας, γιατί ο Θερβάντες βάζει να κερδίσει την ίδια του τη νεαρή ηλικία, το φάντασμα της χαμένης νιότης του, μπροστά στη δική του πραγματικότητα της άσκησης της πρόζας ή της ποίησης, ως τότε τόσο αντιφατικό. Κι αυτό μου'ρχεται στο κεφάλι γιατί σε μεγάλο βαθμό όλα όσα έχω γράψει είναι ένα γράμμα αγάπης ή αποχαιρετισμού στη δικιά μου γενιά, αυτούς που γεννηθήκαμε τη δεκαετία του πενήντα και αυτούς που επιλέξαμε κάποια δεδομένη στιγμή την πολιτοφυλακή, σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν πιο σωστό να πούμε τη στράτευση, και παραδόσαμε το λίγο που είχαμε, το πολύ που είχαμε, που ήταν η νιότη μας, σε ένα σκοπό που πιστέψαμε ως την πιο γενναιόδωρη των αιτιών του κόσμου και που ως ένα ορισμένο βαθμό ήταν, αλλά που στην πραγματικότητα δεν ήταν. Είναι αυτονόητο ότι παλέψαμε με νύχια και με δόντια, αλλά είχαμε διεφθαρμένα αφεντικά, δειλούς ηγέτες, ένα μηχανισμό προπαγάνδας που ήταν χειρότερος από ένα λεπροκομείο, αγωνιστήκαμε για κόμματα που αν είχαν κερδίσει θα μας είχαν στείλει απευθείας σε κάποιο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, αγωνιστήκαμε και βάλαμε όλη μας τη γενναιοδωρία σε ένα ιδανικό που εδώ και πενήντα χρόνια ήταν νεκρό, και κάποιοι το γνωρίζαμε, και πώς να μην το γνωρίζαμε αν είχαμε διαβάσει Τρότσκι ή ήμασταν τροτσκιστές, αλλά και πάλι το κάναμε, γιατί ήμασταν ηλίθιοι και γενναιόδωροι, όπως είναι οι νέοι, που όλα τα δίνουν και δε ζητούν τίποτα σε αντάλλαγμα, και τώρα από εκείνους τους νέους δεν έχει μείνει πια τίποτα, όσοι δεν πέθαναν στη Βολιβία πέθαναν στην Αργεντινή ή στο Περού, κι αυτοί που επέζησαν πήγαν να πεθάνουν στη Χιλή ή στο Μεξικό, και αυτούς που δεν τους σκότωσαν εκεί τους σκότωσαν μετά στη Νικαράγουα, τη Κολομβία ή το Ελ Σαλβαδόρ. Όλη η Λατινική Αμερική είναι σπαρμένη με τα κόκκαλα αυτών των λησμονημένων νέων. Και είναι αυτό το ελατήριο που κινεί το Θερβάντες να επιλέξει το στρατό σε απιστία προς την ποίηση. Οι σύντροφοί του ήταν επίσης νεκροί. Ή γέροι και εγκατελειμμένοι, στη μιζέρια και την αδιαφορία. Επιλέγω ήταν επιλέγω τη νιότη κι επιλέγω τους ηττημένους κι επιλέγω αυτούς που πια τίποτα δεν είχαν. Κι αυτό κάνει ο Θερβάντες, επιλέγει τη νιότη. Και μέχρι και σε αυτή τη μελαγχολική αδυναμία, σε αυτό το άνοιγμα της ψυχής, ο Θερβάντες είναι ο πιο διαυγής, λοιπόν αυτός ξέρει πως οι συγγραφείς δεν χρειάζονται κανέναν να τους εκθειάσει το επάγγελμα. Μας το εκθειάζουμε εμείς οι ίδιοι. Συχνά ο δικός μας τρόπος να το εκθειάσουμε είναι να καταριόμαστε την κακιά ώρα την οποία αποφασίσαμε να γίνουμε συγγραφείς, αλλά κατά γενικό κανόνα μάλλον χειροκροτούμε και χορεύουμε όταν είμαστε μόνοι, λοιπόν αυτό είναι ένα επάγγελμα μοναχικό, κι απαγγέλουμε για εμάς τους ίδιους τις σελίδες μας και τούτος είναι ο τρόπος να εκθειαστούμε και δε χρειαζόμαστε κανέναν να μας πει τι πρέπει να κάνουμε και πολύ λιγότερο που μετά από μια δημοσκόπηση, το δικό μας επάγγελμα έχει επιλεγεί το επάγγελμα το πιο αξιότιμο από όλα τα επαγγέλματα. Ο Θερβάντες, που δεν ήταν δυσλεκτικός αλλά που η άσκηση της πολιτοφυλακής τον άφησε μονόχειρα, γνώριζε άψογα αυτό που ειπωνόταν. Η λογοτεχνία είναι ένα επάγγελμα επικίνδυνο. Αυτό που μας πάει απευθείας στον Αλφρέ Ζαρρύ, που είχε ένα πιστόλι και του άρεσε να πυροβολεί, και στο νούμερο 11, τον αριστερό εξτρέμ που κοιτά πλάγια, ενώ περνά σαν μια μπάλα, η πλάκα και το σπίτι όπου έζησε ο δον Ρόμουλο, που σε αυτό σε αυτό το στάδιο της ομιλίας ελπίζω να μην είναι τόσο έξαλλος μαζί μου, ούτε να εμφανιστεί στα όνειρα του Ντομίνγκο Μιλιάνι για να τον ρωτήσει γιατί μου έδωσαν το βραβείο που φέρει το όνομά του, ένα βραβείο σημαντικότατο για εμένα, είμαι ο πρώτος Χιλιανός που το αποκτά, ένα βραβείο που διπλασιάζει την πρόκληση, λες και ήταν αυτό δυνατό, λες και η πρόκληση από την ίδια της τη φύση, για χάρη της ίδιας της της χάρης, δεν ήταν προηγουμένως ήδη διπλασιασμένη ή τριπλασιασμένη. Ένα βραβείο, σύμφωνα με τον προηγούμενο, θα ήταν μια πράξη περιττή και τώρα που το σκέφτομαι, λοιπόν είναι αλήθεια, έχει κάτι από περιττή πράξη. Είναι μια περιττή πράξη που δε μιλά για το μυθιστόρημά μου ούτε για τα προτερήματά του αλλά για τη γενναιοδωρία μια επιτροπής. (Σε παρένθεση: μέχρι χθες δεν γνώριζα κανέναν.) Αυτό να μείνει ξεκάθαρο, λοιπόν σαν τους βετεράνους της Ναυπάκτου του Θερβάντες και σαν τους βετεράνους των πολέμων των λουλουδιών της Λατινικής Αμερικής****, ο μόνος μου πλούτος είναι η τιμή μου. Το πιστεύω και δεν το πιστεύω. Εγώ να μιλώ για τιμή. Μπορεί και να μην εμφανιστεί το πνεύμα του Δον Ρόμουλο στα όνειρα του Ντομίνγκο Μιλιάνι, αλλά σε εμένα. Αυτές οι λέξεις είναι γραμμένες ήδη από το Καράκας (Βενεζουέλα) και ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: ο δον Ρόμουλο δεν μπορεί να εμφανιστεί στα όνειρά μου για τον απλό λόγο του ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ. Έξω τραγουδούν τα τριζόνια. Υπολογίζω, με πρόχειρες εκτιμήσεις, πως θα είναι γύρω στα δέκα χιλιάδες ή είκοσι χιλιάδες. Στο τραγούδι ενός από αυτά τα τριζόνια ίσως να βρίσκεται η φωνή του δον Ρόμουλο, μπερδεμένη, μακαρίως μπερδεμένη, στη βενεζολάνικη νύχτα, στη νύχτα όλων εμάς, αυτών που κοιμούνται και αυτών που δεν μπορούμε να κοιμηθούμε. Αισθάνομαι σαν τον Πινόκιο.
*Στα ισπανικά το "β" και το "μπ" χρησιμοποιούνται σαν να πρόκειται για το ίδιο γράμμα.
** Στα ισπανικά το γράμμα "c" διαβάζεται και σαν "σ" και σαν "κ".
*** Απελευθερωτής (Libertador): προσωνύμιο του Σιμόν Μπολίβαρ
**** Ο πόλεμος των λουλουδιών έλαβε χώρα μεταξύ των Αζτέκων και των εχθρών τους στα μέσα του 15ου αιώνα και πριν την άφιξη των Ισπανών.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου