[Πρόλογος του Ρομπέρτο Μπολάνιο στην έκδοση του βιβλίου του Amberes (Αμβέρσα) το 2002.]
(Μετάφρ.: Nathalie)
(Μετάφρ.: Nathalie)
Έγραψα
αυτό το βιβλίο για εμένα τον ίδιο, και ούτε γι'αυτό ακόμα δεν είμαι σίγουρος.
Για πολύ καιρό επρόκειτο για μεμονωμένες σελίδες που ξαναδιάβαζα και ίσως
διόρθωνα πεπεισμένος πως δεν είχα χρόνο.
Αλλά χρόνο για τι; Δεν μπορούσα να το εξηγήσω ακριβώς. Έγραψα αυτό το βιβλίο
για τα φαντάσματα, που είναι τα μόνα που έχουν χρόνο γιατί είναι έξω από το
χρόνο. Μετά την τελευταία ανάγνωση (μόλις τώρα) αντιλήφθηκα πως δεν είναι
μόνο ο χρόνος που μετράει, πως δεν είναι μόνο ο χρόνος μια πηγή τρόμου. Η
ηδονή μπορεί επίσης να τρομοκρατήσει, το θάρρος μπορεί επίσης να τρομοκρατήσει.
Eκείνα τα χρόνια, αν θυμάμαι
καλά, ζούσα στην ύπαιθρο και χωρίς άδεια παραμονής, όπως άλλοι ζουν σε κάστρα. Φυσικά,
ποτέ δεν πήγα αυτό το μυθιστόρημα σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Θα μου είχαν κλείσει
την πόρτα στη μούρη και θα είχα χάσει έτσι ένα αντίτυπο. Ούτε καν το είχα, όπως
λένε, καθαρογράψει. Το αυθεντικό χειρόγραφο έχει περισσότερες σελίδες: το κείμενο
είχε την τάση να πολλαπλασιάζεται και να αναπαράγεται σαν αρρώστια. Η αρρώστια μου,
τότε, ήταν η περηφάνια, η οργή και η βία. Αυτά τα πράγματα (οργή, βία) σε εξαντλούν
κι εγώ περνούσα τις μέρες μου άσκοπα κουρασμένος. Τις νύχτες δούλευα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας έγραφα και διάβαζα. Δεν κοιμόμουν ποτέ. Με κρατούσα ξύπνιο πίνοντας καφέ και καπνίζοντας.
Φυσικά
γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους, κάποιοι από τους οποίους ήταν προϊόντα δικών
μου ψευδαισθήσεων. Νομίζω πως ήταν ο τελευταίος μου χρόνος στη Βαρκελώνη. Η περιφρόνηση
που ένιωθα για την, αποκαλούμενη επίσημη λογοτεχνία ήταν τεράστια, παρότι ελάχιστα
μεγαλύτερη από αυτή που ένιωθα για τη λογοτεχνία του περιθωρίου. Όμως πίστευα στη
λογοτεχνία: σα να λέμε δεν πίστευα ούτε στον αριβισμό, ούτε στον οπορτουνισμό ούτε
στους ψιθύρους των κολάκων. Πίστευα στις
μάταιες χειρονομίες, πίστευα στη μοίρα. Ακόμη δεν είχα παιδιά. Ακόμη διάβαζα περισσότερο
ποίηση παρά πρόζα. Εκείνα τα χρόνια (ή εκείνους τους μήνες), ένιωθα μια
προτίμηση για κάποιους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας και για κάποιους
πορνογράφους, ενίοτε αντινομικούς συγγραφείς, ως εάν η σπηλιά και το ηλεκτρικό
φως να απέκλειαν το ένα το άλλο. Διάβαζα Νόρμαν Σπίνραντ, Τζέιμς Τίπτρι
Τζούνιορ (που στην πραγματικότητα ονομαζόταν Άλις Σέλντον), Ρεστίφ Ντε λα
Μπρετόν, Σαντ. Επίσης Θερβάντες και τους αρχαίους Έλληνες ποιητές. Όταν αρρώσταινα
ξαναδιάβαζα Μανρίκε. Ένα βράδυ συνέλαβα ένα σύστημα για να κερδίζω παράνομα χρήματα.
Μια μικρή εγκληματική επιχείρηση. Ουσιαστικά, το θέμα ήταν να μη γίνουμε πλούσιοι
με τη μία. Ο πρώτος μου συνεργός ή παρ’ολίγον συνεργός, ένας Αργεντινός φίλος απίστευτα
λυπημένος, μου απάντησε με μια παροιμία που λίγο πολύ έλεγε πως όταν κανείς είναι
στη φυλακή ή στο νοσοκομείο, είναι καλύτερο να είναι επίσης στη χώρα του`
υποθέτω λόγω των επισκέψεων. Η απάντησή του δεν με επηρέασε ούτε στο ελάχιστο, ένιωθα
πως απείχα το ίδιο απ’ όλες τις χώρες του κόσμου. Πιο μετά εγκατέλειψα το σχέδιό
μου ανακαλύπτοντας ότι ήταν χειρότερο απ’ το να δουλεύεις σ’ ένα εργοστάσιο παραγωγής
τούβλων. Στην κεφαλή του κρεβατιού μου είχα κολλήσει με μια πινέζα ένα χαρτί που έλεγε, στα πολωνικά,
Απόλυτη Αναρχία, που το είχε γράψει για μένα μια φίλη αυτής της εθνικότητας. Δεν
πίστευα ότι θα ζούσα πάνω από τριανταπέντε χρόνια. Ήμουν ευτυχισμένος. Μετά ήρθε το 1981, και χωρίς να το καταλάβω,
όλα άλλαξαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου