Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Η μέγιστη μουσική. Μουσική και πολιτική, του Τζόρτζιο Αγκάμπεν

(μετάφραση της Nathalie από την ισπανική μετάφραση του Manuel Ignacio Moyano)



I.
Η φιλοσοφία μπορεί να δοθεί σήμερα μόνο ως μεταρρύθμιση της μουσικής. Αν αποκαλούμε μουσική την εμπειρία της Μούσας, δηλαδή, την προέλευση και τον τόπο του λόγου, τότε, σε μια ορισμένη κοινωνία και σε ένα συγκεκριμένο χρόνο, η μουσική εκφράζει και κυβερνά τη σχέση που οι άνθρωποι έχουν με το συμβάν του λόγου. Αυτό το συμβάν -το αρχισυμβάν που καθιστά τον άνθρωπο ομιλούν ον-, δεν μπορεί να ειπωθεί για το εσωτερικό της γλώσσας: μπορεί μόνο να μνημονευθεί και να υπενθυμιστεί από τις Μούσες ή μουσικά.[1] Οι Μούσες εξέφραζαν στην Ελλάδα αυτήν την προκύπτουσα κυκλοφορία του συμβάντος του λόγου που, ενώ λαμβάνει χώρα, προορίζεται και διαμερισματοποιείται σε νέες μορφές ή τροπικότητες, χωρίς να είναι εφικτό για τον ομιλητή να το φτάσει ή να πάει πιο πέρα απ' αυτό. Αυτή η αδυνατότητα πρόσβασης στον τόπο προέλευσης του λόγου είναι η μουσική. Σ' αυτήν εκφράζονται όλα όσα δεν μπορούν να ειπωθούν στη γλώσσα. Όπως είναι αμέσως εμφανές, όταν γίνεται ή ακούγεται μουσική, το τραγούδι γιορτάζει ή θρηνεί πάνω απ' όλα την αδυνατότητα του να πει κανείς, την αδυνατότητα - επίπονη ή χαρωπή, υμνική ή ελεγειακή- πρόσβασης στο συμβάν του λόγου που καθιστά τα άτομα ανθρώπους.

À       Ο ύμνος στις Μούσες, που λειτουργεί σαν προοίμιο στη Θεογονία του Ησίοδου, αποδεικνύει πως οι ποιητές γνωρίζουν το πρόβλημα του να θέσει κανείς την αρχή του τραγουδιού σ' ένα πλαίσιο που να έχει να κάνει με τις Μούσες. Η διπλή δομή του προοιμίου, που επαναλαμβάνει δυο φορές τον πρόλογο (v. I.: “Από τις Ελικωνιάδες Μούσες το τραγούδι ας αρχίσουμε") δεν οφείλεται μόνο, όπως έχει εντόνως προτείνει ο Πάουλ Φριντλέντερ (1914, pp. 14-16) [2], στην ανάγκη να εισαγάγει το ανέκδοτο επεισόδιο της συνάντησης του ποιητή με τις Μούσες, σε μια παραδοσιακή υμνική δομή, στην οποία παρόμοια κίνηση δεν θα ήταν απολύτως προβλεπόμενη. Υπάρχει, γι' αυτήν την απροσδόκητη επανάληψη, άλλος λόγος, σημαντικότερος, που αφορά την ίδια την πράξη της λήψης του λόγου από πλευράς του ποιητή, ή, ακριβέστερα, στη θέση του ενδεικτικού παραδείγματος σ' ένα περιβάλλον στο οποίο δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτή ανήκει στον ποιητή ή στις Μούσες. Είναι αποφασιστικοί οι στίχοι 22-25, στους οποίους, όπως δεν έχουν σταματήσει να σημειώνουν οι μελετητές, ο λόγος περνά απότομα από μια αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο σ 'ένα ενδεικτικό παράδειγμα που περιέχει τη μετατόπιση του “εγώ” (για πρώτη φορά στην αιτιατική -με- κι έπειτα, στους διαδοχικούς στίχους, στη δοτική -μοι- ):


αἵ νύ ποθ᾽ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ᾽ Ἑλικῶνος ὑπὸ ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον [...]

Κάποτε εκείνες (οι Μούσες) δίδαξαν τον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι
την ώρα που βοσκούσε το κοπάδι του:
στου θεϊκού Ελικώνα τις πλαγιές
κι ήταν αυτός ο πρώτος λόγος τους, όπως μου μίλησαν
 […]

Πρόκειται, σύμφωνα με όλα τα πειστήρια, για την εισαγωγή του ποιητικού εγώ ως υποκειμένου της έκφρασης, σ' ένα πλαίσιο, στο οποίο η αρχή του τραγουδιού ανήκει αποφασιστικά στις Μούσες και είναι, εν τούτοις, ειπωμένη από τον ποιητή: Μουσάων ἀρχώμεθ', “Με τις Μούσες ας αρχίσει” -ή, καλύτερα, αν λαμβάνεται υπόψη η μέση και η μη ενεργητική μορφή του ρήματος:

“Από τις Μούσες είναι η αρχή, από τις Μούσες εκκινούμε και μας εκκινούν"`οι Μούσες, πράγματι, λένε με μια φωνή “και για τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα περασμένα” και το τραγούδι “ρέει ακάματα η φωνή αυτών γλυκιά απ᾽ το στόμα” (στ. 38- 40).

Η αντίθεση ανάμεσα στην εκ των Μουσών προέλευση του λόγου και στο υποκειμενικό παράδειγμα είναι τόσο δυνατή, για όλο τον υπόλοιπο ύμνο (και για ολόκληρο το ποίημα, εκτός από την παραδειγματική ανάκαμψη από πλευράς του ποιητή στους στίχους 963- 965: “Χαίρετε τώρα εσείς…”) αναφέρει σε αφηγηματική μορφή τη γέννηση των Μουσών από τη Μνημοσύνη, που ενώνεται για εννέα νύχτες με το Δία, παραθέτει τα ονόματά τους -που, σ' αυτό το στάδιο, δεν αντιστοιχούσαν σ' ένα καθορισμένο λογοτεχνικό είδος ("η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη,/ η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Ουρανία, η Πολύμνια,/ κι η Καλλιόπη: αυτή η εξοχότατη απ᾽ όλες είναι.") -και περιγράφει τις σχέσεις τους με τους αοιδούς (στ. 94- 97: Γιατί απ᾽ τις Μούσες κι απ᾽ τον Απόλλωνα που μακριά τοξεύει/ γίνονται οι τραγουδιστές και οι κιθαριστές... / Μακάριος αυτός που αγαπούν οι Μούσες./ Γλυκιά απ᾽ το στόμα του κυλά η φωνή."). Η προέλευση του λόγου είναι από τις Μούσες - δηλαδή, μουσικά- καθορισμένη και το ομιλούν υποκείμενο -ο ποιητής- οφείλει ξανά και ξανά να επιστρέψει για ν' αντιμετωπίσει την προβληματικότητα της ίδιας της αρχής. Ακόμη και αν η Μούσα έχει χάσει το πολιτισμικό νόημα που κατείχε στον αρχαίο κόσμο, το εύρος της ποίησης εξαρτάται ακόμη και σήμερα, από τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής ρισκάρει να δώσει μουσική μορφή στη δυσκολία της πράξης του να πάρει το λόγο- δηλαδή, του πώς φτάνει να κάνει δικό του ένα λόγο που δεν του ανήκει και στον οποίο περιορίζεται στο να δανείσει τη φωνή του.


II.
H Μούσα τραγουδά, δίνει στον άνθρωπο το τραγούδι διότι αυτή συμβολίζει την αδυνατότητα για το ομιλούν ον να ιδιοποιηθεί ολικά τη γλώσσα, η οποία έχει μετατραπεί στη ζωτική του καθυστέρηση. Αυτή η περιέργεια σημαδεύει την απόσταση που διαχωρίζει το ανθρώπινο τραγούδι από εκείνο που ανήκει στα άλλα ζωντανά όντα. Υπάρχει μουσική, ο άνθρωπος δεν περιορίζεται στο να μιλάει και, αντιθέτως, νιώθει την ανάγκη να τραγουδήσει, γιατί η γλώσσα δεν είναι η φωνή του, γιατί καθυστερεί στη γλώσσα, δίχως να μπορεί να τη μετατρέψει σε φωνή του. Τραγουδώντας, ο άνθρωπος γιορτάζει και τιμά τη φωνή που ακόμη δεν έχει και που, όπως διδάσκει ο μύθος των τζιτζικιών στον Φαίδροθα μπορούσε να βρει πάλι μόνο με το τίμημα του να παύσει να είναι άνδρας και να γίνει ζώο (Όταν όμως γεννήθηκαν οι Μούσες και εμφανίστηκε το τραγούδι, κάποιοι από ε­κείνους τους ανθρώπους, τόσο πολύ αναστατώθηκαν από την ηδονή της μουσικής, ώστε τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιούν, και, χωρίς να το κα­ταλάβουν, πέθαναν και από αυτούς ύστερα δημιουργήθηκε το γένος των τζιτζικιών, 259 b-c).
Γι' αυτό, στη μουσική αντιστοιχούν απαραιτήτως πριν από τις λέξεις, οι συγκινησιακές τονικότητες: ισορροπημένες, τολμηρές ή σφικτές στο δωρικό τρόπο` πένθιμες και νωχελικές στον ιωνικό τρόπο και στο λύδιο (Πολ. 398 e – 399 a). Και είναι μοναδικό πως, επίσης, στο αριστούργημα της φιλοσοφίας του εικοστού αιώνα, Το είναι και ο χρόνος, η αρχική είσοδος του ανθρώπου στον κόσμο δεν προέρχεται διαμέσου της λογικής γνώσης και της γλώσσας, μα, θεμελιωδώς, διαμέσου μιας Stimmung, μιας συγκινησιακής τονικότητας, όπου ο όρος ο ίδιος, αποστέλει στην ακουστική σφαίρα (Stimme είναι η φωνή). Η Μούσα - η μουσική- σημαίνει το σχίσιμο ανάμεσα στον άνθρωπο και στη γλώσσα του, ανάμεσα στη φωνή και στο λόγο. Η πρωταρχική είσοδος του ανθρώπου στον κόσμο δεν είναι λογική, είναι μουσική.

À      Εξού και η επιμονή με την οποία ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, αλλά ακόμη και οι θεωρητικοί της μουσικής όπως ο Δάμων και οι ίδιοι οι νομοθέτες επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα του να μη διαχωρίζονται μουσική και λόγος. "Σε ό,τι λοιπόν αφορά τα λόγια", επιχειρηματολογεί ο Σωκράτης στην Πολιτεία (398 d) “αυτά δεν διαφέρουν, υποθέτω, σε τίποτα από τα λόγια που δεν τραγουδιούνται (μή άδομένου λόγου), έτσι ώστε να ισχύουν και για αυτά οι αρχές για τις οποίες τώρα μόλις μιλήσαμε" και διατυπώνει αμέσως, με αποφασιστικότητα, το θεώρημα, σύμφωνα με το οποίο "ο μουσικός τρόπος και ο ρυθμός πρέπει να ταιριάζουν με τα λόγια (άκολουθείν τώ λογω)” (ibid.). Το ίδιο το σχήμα, “σε ό,τι λοιπόν αφορά τα λόγια”, συνεπάγεται, εντούτοις, πως υπάρχει σ' αυτό κάτι που δεν επιδέχεται μείωση στο λόγο, έτσι όπως, η επιμονή στην τιμωρία του μη διαχωρισμού ανάμεσα σε αυτά, προδίδει τη συνείδηση του ότι η μουσική είναι κατεξοχήν διαχωρίσιμη. Μόνο διότι η μουσική σημάνει την παραδοξότητα του αρχικού τόπου του λόγου, είναι τελείως κατανοητό, πως αυτή να μπορεί να τείνει να εξοργίζει την ίδια της την αυτονομία όσον αφορά τη γλώσσα` και, εντούτοις, για τους ίδιους λόγους, είναι επίσης κατανοητή, η ανησυχία προκειμένου να μη σπάσει καθόλου ο σύνδεσμος που τα κρατά μαζί. Ανάμεσα στο τέλος του 5ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 4ου, στην πραγματικότητα, παρακολουθείται στην Ελλάδα μια αληθινή και ίδια επανάσταση των μουσικών στυλ, συνδεδεμένη με τα ονόματα των Μελανιππίδη, Κινησία, Φρύνη και, ιδίως, του Τιμόθεου της Μιλήτου. Η ρήξη ανάμεσα στο γλωσσικό σύστημα και στο μουσικό, γίνεται σταδιακά ανυπέρβλητη, μέχρι που στον 3ο αιώνα η μουσική τερματίζει, κυριαρχώντας αποφασιστικά πάνω στο λόγο. Όμως, πια, στα δράματα του Ευριπίδη, ένας προσεκτικός παρατηρητής όπως ο Αριστοφάνης, μπορούσε να συγκρίνει, κάνοντας στους Βατράχους την παρωδία, πως η σχέση υποταγής της μελωδίας στο μετρικό της στήριγμα, στο στίχο ήταν πια ανεστραμμένη. Στην αριστοφανική μελωδία, ο πολλαπλασιασμός των νοτών σε σχέση με τις συλλαβές, εκφράζεται εικαστικά, διαμέσου της μεταμόρφωσης του ρήματος ἑλίσσω (περιστρέφω) σε  εεεἑλίσσω. Σε κάθε περίπτωση, παρά την ισχυρή αντίσταση των φιλοσόφων στα έργα τους σχετικά με τη μουσική, ο Αριστόξενος, που επίσης ήταν ένας από τους μαθητές του Αριστοτέλη και ασκούσε κριτική στις αλλαγές που είχαν εισηχθεί από τη νέα μουσική, δε θέτει πια ως θεμέλιο του τραγουδιού τη φωνητική ενότητα της μετρικής βάσης, αλλά μια ενότητα καθαρά μουσική, που την αποκαλεί "πρώτο χρόνο" και είναι ανεξάρτητη της συλλαβής. Αν, πάνω στο σχέδιο της ιστορίας της μουσικής, οι κριτικές των φιλοσόφων (που με τη σειρά τους θα έπρεπε να επαναληφθούν πολλούς αιώνες μετά στην επανανακάλυψη της κλασικής μονωδίας από την Καμεράτα της Φλωρεντίας και από τον Βιντσέντζο Γκαλιλέι και στη δεσμευτική προδιαγραφή του Κάρλο Μπορομέο: “cantum ita temperari, ut verba intelligerentur”) δεν θα μπορούσαν, παρά να εμφανίζονται υπερβολικά συντηρητικές, μας ενδιαφέρουν εδώ κυρίως οι άφθονες αιτίες της αντίθεσής τους, της οποίας, αυτοί οι ίδιοι, δεν ήταν πάντα ενήμεροι. Αν η μουσική, όπως σήμερα φαίνεται να γίνεται, σπάει την αναγκαία σχέση της με το λόγο, αυτό σημαίνει, από τη μια μεριά, πως αυτή χάνει τη συνείδηση της εκ των Μουσών προερχόμενης φύσης της (δηλαδή, της τοποθέτησης της μουσικής στον τόπο προέλευσης του λόγου) και, από την άλλη μεριά, πως ο ομιλούν άνθρωπος ξεχνά πως το είναι του, μουσικά διαθέσιμο από πάντα, πρέπει, καταστατικά, να κάνει το λογαριασμό του με την αδυνατότητα του να έχει πρόσβαση στον, προερχόμενο από τις Μούσες, τόπο του λόγου. Homo canens και homo loquens χωρίζουν τους δρόμους τους και χάνουν τη μνήμη της σχέσης που τα ένωνε με τη Μούσα. 

III.
Αν η πρόσβαση στο λόγο είναι, μ' αυτήν την έννοια, προκαθορισμένη από τις Μούσες, γίνεται κατανοητό πως, για τους Έλληνες, ο σύνδεσμος ανάμεσα στη μουσική και την πολιτική είναι τόσο προφανής που, ακόμα και ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης έχουν μεταχειριστεί μουσικά ζητήματα στα έργα που αφιερώνουν στην πολιτική. Η σχέση εκείνου που αυτοί καλούσαν μουσική (που περιλάμβανε την ποίηση, την κατά κυριολεξία μουσική και το χορό) με την πολιτική ήταν τόσο στενή που, στην Πολιτεία, ο Πλάτωνας μπορεί ν' αντικαταστήσει τον αφορισμό του Δάμωνα σύμφωνα με τον οποίο "Γιατί πουθενά δεν συντελούνται αλλαγές στους τρόπους της μελωδικής σύνθεσης χωρίς να ακολουθούνται από ριζικές πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές" (424 c). Οι άνθρωποι ενώνονται και οργανώνουν τα συντάγματα των πόλεών τους διαμέσου της γλώσσας, αλλά η εμπειρία της γλώσσας -όταν δεν είναι εφικτό να την αδράξει κανείς και να ελέγχξει την προέλευσή της- είναι από την πλευρά της, μουσικά ρυθμισμένη. Η απουσία του θεμελίου του λόγου ιδρύει την προτεραιότητα της μουσικής και κάνει κάθε ομιλία να βρίσκεται πάντα τονισμένη από τις Μούσες. Γι' αυτό, πριν από παραδόσεις και εντολές διαβιβασμένες μέσω της γλώσσας, οι άνθρωποι κάθε εποχής είναι, είτε το ξέρουν είτε όχι, εκπαιδευμένοι και διατεταγμένοι πολιτικά δια μέσου της μουσικής. Οι Έλληνες ήξεραν τέλεια εκείνο που εμείς υποκρινόμαστε πως αγνοούμε, δηλαδή, πως είναι εφικτό να χειραγωγεί και να ελέγχει κανείς μια κοινωνία όχι μόνο διαμέσου της γλώσσας, μα κυρίως διαμέσου της μουσικής. Έτσι όπως, για το στρατιώτη, μεγαλύτερη επίδραση από την εντολή του αξιωματικού έχει το κουδούνισμα της τρομπέτας ή η επίκρουση του τυμπάνου, έτσι επίσης, σε κάθε περιβάλλον και πριν από κάθε ομιλία, τα συναισθήματα και οι ψυχικές καταστάσεις που προηγούνται των δράσεων και της σκέψης, είναι μουσικά προκαθορισμένες και προσανατολισμένες. Μ' αυτήν την έννοια, η κατάσταση της μουσικής (συμπεριλαμβάνοντας σε αυτόν τον όρο, όλη τη σφαίρα που ανακριβώς ορίζουμε με τον όρο "τέχνη") ορίζει την πολιτική κατάσταση μιας ορισμένης κοινωνίας καλύτερα και πριν από οποιοδήποτε άλλο δείκτη και, αν θέλει κανείς να μεταλλάξει αληθινά την έννομη τάξη μιας πόλης, είναι θεμελιωδώς απαραίτητο, να μεταρρυθμίσει τη μουσική. Η κακή μουσική που εισβάλει σήμερα, κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο στις πόλεις μας, είναι αδιαχώριστη από την κακή πολιτική που κυβερνά.

À    Είναι σημαντικό που τα Πολιτικά του Αριστοτέλη καταλήγουν σε μια αληθινή συνθήκη πάνω στη μουσική -ή, καλύτερα, πάνω στη σημασία της μουσικής για την πολιτική εκπαίδευση. Ο Αριστοτέλης αρχίζει στην πραγματικότητα διακηρύσσοντας πως θα ασχοληθεί με τη μουσική όχι ως διασκέδαση (παιδιά), μα ως ουσιώδες κομμάτι της εκπαίδευσης (παιδεία), όσον αφορά αυτήν, έχει ως σκοπό την αρετή: "αθ' ον ακριβώς τρόπον και η γυμναστική διαπλάσσει το σώμα κατά τίνα ποιότητα, και η μουσική να διαπλάση κατά τίνα ποιότητα το ήθος" (1339 a, 24). Το κεντρικό μοτίβο της αριστοτελικής παραχώρησης στη μουσική δίνεται από την επιρροή που αυτή ασκεί πάνω στην ψυχή: "και πάντας τους χαρακτήρας η χρήσις αυτής είναι προσφιλής), αλλά και να παρατηρούμεν μήπως δύναται κατά τι να συντελέση εις την διαμόρφωσιν του ήθους και της ψυχής. Τούτο δε θα καθίστατο φανερόν, εάν απεδεικνύετο ότι οι χαρακτήρες διαμορφούνται ποιοτικώς υπό την επίδρασίν της. Αλλ' όμως ότι συντελείται ποια τις τοιαύτη διαμόρφωσις και διά πολλών μεν άλλων καθίσταται φανερόν, ούχ ήκιστα δε και διά των μελών του Ολύμπου· διότι ταύτα ομολογουμένως πληρούν τας ψυχάς ενθουσιασμού (ποιεί τάς ψυχάς ένθουσιαστικάς), ο δε ενθουσιασμός είναι πάθος τι του ήθους της ψυχής. Επί πλέον δε οιοσδήποτε ήθελεν ακροασθή της μιμητικής μουσικής περιέρχεται εις αντίστοιχον ψυχικήν κατάστασιν (γίγνονται συμπαθείς), και <άνευ των λόγων>, απλώς διά του ψιλού ρυθμού και μέλους αυτών.” (1340 a, 5-11). Αυτή έρχεται, εξηγεί ο Αριστοτέλης, επειδή οι ρυθμοί και οι μελωδίες εμπεριέχουν τις εικόνες (όμοιώματα) και τις απομιμήσεις (μιμήματα) της οργής και της επιείκειας, του θάρρους, της σύνεσης και άλλων ηθικών ποιοτήτων. Γι' αυτό, όταν τις ακούμε, η ψυχή επηρεάζεται με διάφορες μορφές σε αντιστοιχία με κάθε μουσικό τρόπο: με τρόπο "λυπηρότερον και καταθλιπτικότερον" στο μιξολύδιο, σε μια "μέσην δε ψυχικήν διάθεσιν και μεγάλην γαλήνην" στο δωρικό, μετά "ενθουσιασμού" στο φρυγικό (1340 b 1-5). Ο ίδιος αποδέχεται έτσι την ταξινόμηση των μελωδιών σε ηθικές, πρακτικές και ενθουσιώδεις και προτείνει για την εκπαίδευση των νέων, το δωρικό τρόπο, μόλις είναι "πιο γαλήνιοι" (στασιμώτερον) και ανδρείου χαρακτήρα (1342 b 14). Όπως ήδη είχε κάνει ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης αναφέρεται εδώ σε μια αρχαία παράδοση, που ταύτιζε το πολιτικό σημαίνον της μουσικής με τη δυνατότητά της να εισαγάγει τάξη στην ψυχή (ή, αντιθέτως, να τη διεγείρει με σύγχυση). Οι πηγές μας ενημερώνουν πως τον 7ο αιώνα π.Χ., όταν η Σπάρτη βρισκόταν σε μια κατάσταση εμφύλιας διαμάχης, ο μάντης συνιστά να κληθεί ο "αοιδός της Λέσβου" Τέρπανδρος, ο οποίος, με το τραγούδι του, αποκαθιστά την τάξη στην πόλη. Το ίδιο λεγόταν για το Στησίχορο όσον αφορά τις εσωτερικές διαμάχες της πόλης των Επιζεφύριων Λοκρών.

IV.
Με τον Πλάτωνα, η φιλοσοφία επιβεβαιώνεται ως κριτική και υπέρβαση της μουσικής τάξης της αθηναϊκής πόλης. Αυτή η τάξη, προσωποποιημένη από τον ραψωδό Ίωνα, που κατέχεται από τη Μούσα όπως ένα μεταλλικό δαχτυλίδι ελκύεται από έναν μαγνήτη, υπονοεί την αδυνατότητα να δοθούν αιτίες για τις καθαυτό γνώσεις και πράξεις, να τις σκεφτεί κανείς. "Η πέτρα αυτή [η μαγνητική] δεν σέρνει μόνο τα σιδερένια δαχτυλίδια μαζί της, παρά τους μεταδίδει τη δύναμη να κάνουν κι αυτά σαν την πέτρα, να σέρνουν δηλαδή άλλα δαχτυλίδια μαζί τους, ώστε συχνά ολόκληρη αρμαθιά σιδεράκια και δαχτυλίδια κρέμεται το ένα απ᾽ το άλλο, ενώ η δύναμη όλων τους εξαρτάται απ᾽ την πέτρα. Έτσι ακριβώς και η μούσα: εμπνέει αυτή μερικούς, κι από τους εμπνευσμένους αυτούς αποκρεμιέται αρμαθιά ενθουσιωδών άλλων [...] αυτό μόνο μπορεί να φέρει καλά κανένας σε τέλος, στο οποίο τον σπρώχνει η Μούσα του· διθυράμβους ο ένας, εγκώμια ο άλλος, χορευτικά ο τρίτος, έπη εκείνος, ιάμβους ο άλλος. [...] Καθώς λοιπόν από θεϊκή δύναμη μόνο είναι δημιουργοί κι όχι από επιστήμη, φέρνοντας στο φως πολλά κι ωραία για όλα τα πράγματα όπως εσύ για τον Όμηρο [...]" (Πλάτων, Ίων, 533 d – 534 c). Ενάντια στην παιδεία των Μουσών, η αξίωση της φιλοσοφίας ως της "αληθινής Μούσας"  (Πολ. 548 b 8) και της "μέγιστης μουσικής" (Φαίδ. 61 a) σηματοδοτεί την προσπάθεια του να πάει πιο πέρα από την προερχόμενη από τις Μούσες έμπνευση πάνω στο συμβάν του λόγου, του οποίου το κατώφλι είναι είναι φυλασσόμενο και αποκλεισμένο από τη Μούσα. Ενώ οι ποιητές, οι ραψωδοί και, ακόμη γενικότερα, κάθε βιρτουόζος άνθρωπος δρα από μια θεία μοίρα, ένα θεϊκό πεπρωμένο, σύμφωνα με το οποίο δεν βρίσκεται σε θέση να δώσει λογαριασμό, προσπαθεί να ιδρύσει τους λόγους και τις πράξεις σ' έναν τόπο πιο αρχέγονο από αυτόν της έμπνευσης των Μουσών και της μοίρας του. Γι’ αυτό, στην Πολιτεία (499 d), ο Πλάτωνας μπορεί να ορίσει τη φιλοσοφία ως αύτή ή Мούσα, η Μούσα η ίδια (ή η ιδέα της Μούσαςαύτός ακολουθούμενη από το άρθρο είναι ο τεχνικός όρος για να εκφραστεί η ιδέα). Εδώ βρίσκεται προς εξέταση ο ίδιος ο τόπος της φιλοσοφίας: αυτός συμπίπτει με εκείνον της Μούσας, δηλαδή, με την προέλευση του λόγου –και είναι, μ’ αυτήν την έννοια, αναγκαία προλογική. Τοποθετούμενη μ’ αυτόν τον τρόπο στο αρχικό συμβάν της γλώσσας, ο φιλόσοφος ανακατευθύνει τον άνθρωπο στον τόπο του ανθρώπινου γίγνεσθαι, από τον οποίο κι έπειτα, μόνο να θυμηθεί μπορεί τον καιρό στον οποίο δεν ήταν ακόμη ανθρώπινο ον (Μέν.86 a: ό χρόνος ότ’ ούκ ήν άνθρωπος). Η φιλοσοφία υπερβαίνει την προερχόμενη από τις Μούσες αρχή  προς την κατεύθυνση της μνήμης, της Μνημοσύνης ως μητέρας των Μουσών και μ’ αυτόν τον τρόπο, απελευθερώνει τον άνθρωπο από τη θεία μοίρα και ξανακάνει εφικτή τη σκέψη. Η σκέψη είναι, πράγματι, η αρχή, η λήθη που ανοίγεται όταν, πηγαίνοντας πιο πέρα από την έμπνευση από τις Μούσες, που δεν του επιτρέπει να γνωρίζει εκείνο που λέει, ο άνθρωπος γίνεται με κάθε τρόπο αυτουργός, δηλαδή, εγγυητής και μαρτυρία των καθαυτό λέξεων και των καθαυτό δράσεων.

À    Είναι αποφασιστικό, εντούτοις, πως, στο Φαίδρο, η φιλοσοφική εργασία να μην απονέμεται απλά σε μια γνώση, μα σε μια ειδική μορφή της μανίας, συσχετισμένη και, ταυτόχρονα, διαφορετική από τις άλλες. Αυτό το τέταρτο είδος μανίας, πράγματι, –η ερωτική μανία- δεν είναι ομοιογενές με τα άλλα τρία (την προφητική, την τελεστική και την ποιητική), μα διαχωρίζεται από αυτά ουσιωδώς με δύο χαρακτήρες. Αυτή παρουσιάζεται, θεμελιωδώς, μαζί με την αυτό-κίνηση της ψυχής (αύτοκίνητον, 245 c), με το να μην κινείται από κάποιον άλλο και από την ύπαρξή της καθαυτή, ως αθάνατη` είναι, επίσης, μια επιχείρηση της μνήμης, που θυμίζει εκείνο που η ψυχή έχει δει στη θεϊκή της πτήση (“δεν είναι παρά ανάμνηση εκείνων των πραγμάτων που είδε κάποτε η ψυχή μας” 249 c) και είναι αυτή η ανάμνηση  που ορίζει τη φύση της (“Φθάσαμε λοιπόν στο σημείο όπου τείνει όλος ο λόγος μας, δηλαδή στην τέταρτη μανία, αυτήν που, όταν την έχει κανείς, βλέπει τη γήινη ομορφιά και έχει την ανάμνηση της αληθινής […]” (249 d). Αυτοί οι δύο χαρακτήρες αντιτίθενται με ακρίβεια στις άλλες μορφές της μανίας, στις οποίες η αρχή της κίνησης είναι εξωτερική (στην περίπτωση της ποιητικής μανίας, η Μούσα) και η έμπνευση δεν είναι προετοιμασμένη για να φτάσει με τη μνήμη εκείνο που την ορίζει και την κάνει να μιλά. Αυτό που εμπνέει εδώ, δεν είναι πλέον οι Μούσες, μα η μητέρα τους, η Μνημοσύνη. Ο Πλάτωνας μετατρέπει, μ’ αυτόν τον τρόπο, την έμπνευση σε μνήμη, κι αυτή η μετατροπή από τη θεία μοίρα από το πεπρωμένοσε μνήμη, ορίζει τη φιλοσοφική του κίνηση. Όσον αφορά τη μανία που κινείται και εμπνέει καθαυτή, τη φιλοσοφική μανία (γιατί περί αυτής πρόκειται: “Γι' αυτό λοιπόν δίκαια αποκτά φτερά μόνο η διάνοια του φιλοσόφου” 249 c) είναι, για να το πούμε έτσι, μια μανία της μανίας, μια μανία που έχει σαν αντικείμενο την καθαυτό μανία ή έμπνευση και φτάνει, γι’ αυτό, τον ίδιο τόπο της εκ των Μουσών προερχόμενης αρχής. Όταν, στο τέλος του Μένωνα (99 e – 100 b), ο Σωκράτης επιβεβαιώνει πως η πολιτική αρετή δεν είναι ούτε εκ φύσεως (φύσει) ούτε μεταβιβάσιμη μέσω της διδασκαλίας (διδακτόν), μα πως παράγεται από μια θεία μοίρα δίχως συνείδηση και πως γι’ αυτό οι πολιτικοί δεν ανταπεξέρχονται στο να την κοινωνήσουν στους υπόλοιπους πολίτες, αυτός παρουσιάζει έμμεσα τη φιλοσοφία ως κάτι που, δίχως να είναι ούτε θεϊκής τύχης ούτε επιστήμης, είναι σε βαθμό να παράγει στις ψυχές την πολιτική αρετή. Μα αυτό μόνο μπορεί να σημαίνει πως αυτή τοποθετείται στον τόπο της Μούσας και την υποκαθιστά.
Ο Βάλτερ Όττο, από την άλλη, έχει δικαίως παρατηρήσει πως “η φωνή που προέρχεται από τον ανθρώπινο λόγο ανήκει στο ίδιο το είναι των πραγμάτων, όπως μια θεϊκή ανακάλυψη που την αφήνει να έλθει στο φως κατ 'ουσίαν και σε όλο το μεγαλείο της” (Otto 1954, σελ. 71)[3]. Ο λόγος που η Μούσα δωρίζει στον ποιητή, προέρχεται από τα πράγματα καθαυτά και η Μούσα, μ’ αυτήν την έννοια, δεν είναι τίποτα παραπάνω από την απελευθέρωση και την επικοινωνία του είναι. Γι’ αυτό, οι παλαιότερες αναπαραστάσεις της Μούσας, όπως η εκπληκτική Μελπομένη στο Palazzo Massimo του Εθνικού Ρωμαϊκού Μουσείου, την παρουσιάζουν ως μια κοπέλα στη νυμφική της πληρότητα. Φτάνοντας έτσι την προερχόμενη από τις Μούσες αρχή του λόγου, ο φιλόσοφος οφείλει να μετρηθεί όχι μόνο με κάτι γλωσσολογικό, μα κύρια κι επίσης με το είναι καθαυτό, που ο λόγος αποκαλύπτει.


V.
Αν η μουσική είναι δομικά ενωμένη με την εμπειρία των ορίων της γλώσσας και αν, viceversa, η εμπειρία των ορίων της γλώσσας –και, μαζί της, της πολιτικής- είναι υπό όρους μουσικά προϋποτιθέμενη, τότε μια ανάλυση της κατάστασης της μουσικής στον καιρό μας, οφείλει να αρχίζει, διαπιστώνοντας πως αυτή η εμπειρία των επελθόντων μουσικών ορίων σ’ αυτή, σήμερα, λείπει. Η γλώσσα δίνεται σήμερα ως φλυαρία που δε φτάνει ποτέ το ίδιο της το όριο και μοιάζει να έχει χάσει οποιαδήποτε συνείδηση του ενδότερου συνδέσμου με εκείνο που δεν μπορεί να ειπωθεί, δηλαδή, με το χρόνο κατά τον οποίο ο άνθρωπος δεν ήταν ακόμη ομιλητής. Σε μια γλώσσα δίχως περιθώρια μήτε σύνορα, αντιστοιχεί μια μουσική που δεν είναι πια τονισμένη από τις Μούσες και μια μουσική που έχει γυρίσει την πλάτη της στην ίδια της την προέλευση, μια πολιτική δίχως συνοχή μήτε τόπο. Εκεί που όλα μοιάζουν να μπορούν να λεχθούν αδιάφορα, το τραγούδι υποτιμάται και, μαζί μ' αυτό, οι συγκινησιακές τονικότητες που το αρθρώνουν. Η κοινωνία μας -όπου η μουσική μοιάζει μανιωδώς να
διεισδύει ξέφρενα σε κάθε τόπο- είναι, αληθώς, η πρώτη ανθρώπινη κοινότητα που δεν έχει τονιστεί ή μη από τις Μούσες. Η αίσθηση της γενικής κατάθλιψης και απάθειας δεν κάνει τίποτα πέρα από το να εγγράφει την απώλεια του συνδέσμου των Μουσών με τη γλώσσα, παρωδώντας ως ιατρικό σύμπτωμα την έκλειψη της πολιτικής που είναι αποτέλεσμά της. Αυτό σημαίνει πως ο σύνδεσμος με τις Μούσες, που έχει απωλέσει τη σχέση του με τα όρια της γλώσσας, δε παράγει πια μια θεία μοίρα, μα μια τυχαιότητα της αποστολής ή κενή έμπνευση, που δεν αρθρώνεται πια, σύμφωνα με την πολλαπλότητα των περιεχομένων που σχετίζονται με τις Μούσες, μα που στρέφεται, για να το πούμε έτσι, στο κενό. Δίχως μνήμη της πρωταρχικής τους αλληλεγγύης, γλώσσα και μουσική, χωρίζουν τις μοίρες τους και ωστόσο παραμένουν ενωμένες στο ίδιο κενό.

À      Είναι μ' αυτήν την έννοια, που η φιλοσοφία μπορεί να δοθεί σήμερα μόνο ως μεταρρύθμιση της μουσικής. Διότι η έκλειψη της πολιτικής είναι όμοια με την απώλεια της εμπειρίας του σχετιζόμενου με τις Μούσες, η πολιτική εργασία είναι σήμερα, καταστατικά, μια ποιητική εργασία, σύμφωνα με την οποία είναι απαραίτητο οι καλλιτέχνες και οι φιλόσοφοι να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Οι τωρινοί πολιτικοί άνθρωποι δεν ανταποκρίνονται στη σκέψη, διότι τόσο η γλώσσα τους όσο και η μουσική τους στρέφονται, μη σχετιζόμενες με τις Μούσες, στο κενό. Αν αποκαλούμε σκέψη το χώρο που ανοίγεται κάθε φορά που έχουμε πρόσβαση στην εμπειρία της, εκ των Μουσών προερχόμενης, αρχής του λόγου, τότε είναι με την ανικανότητα της σκέψης του καιρού μας, αυτό με το οποίο πρέπει να μετρηθούμε. Και αν ναι, σύμφωνα με την υπόδειξη της Χάνα Άρεντ, η σκέψη συμπίπτει με τη δυνατότητα να διακοπεί η ασύνετη ροή φράσεων και ήχων, να πάψει αυτή η ροή για να αντικατασταθεί με το σχετιζόμενο με τις Μούσες τόπο της, αυτή είναι η κατ' εξοχήν φιλοσοφική εργασία.





[1] Ο Αγκάμπεν χρησιμοποιεί το επίρρημα “musaicamente”, που προέρχεται από το λατινικό mosaicum και σημαίνει κυριολεκτικά "σχετικό με τις Μούσες". Είναι συνώνυμο του “musicalmente”, που θα πει "μουσικά". Έτσι, ακολουθεί την αντίληψή του, με βάση την οποία η μουσική είναι η εμπειρία της Μούσας. Στα ελληνικά δεν μπόρεσα να αποδώσω αυτόν τον όρο μονολεκτικά, οπότε, ανάλογα με το συγκείμενο, το αποδίδω ως σχετιζόμενο/ προερχόμενο/ κοκ. από τις Μούσες. (Σ.τ.Μ.)
[2] Friedländer, Paul. Das Proömium von Hesiods Theogonie, “Hermes”, 49, σελ. 1-16, 1974.
[3] Otto, Walter. Die Musen und der göttliche Usprung des Singens und Sagens, Diederichs, Ντίσελντορφ, 1954.

Σ.τ.Μ. : Στο προοίμιο της Θεογονίας, παραθέτω τη μετάφραση του Δ.Ν. Μαρωνίτη. Στην υπόλοιπη Θεογονία του Σταύρου Γκιργκένη. Στον Ίωνα, του Λουκά Κούσουλα. Στον Φαίδωνα, του Ιωάννη Ε. Πετράκη. Στο Φαίδρο του Παναγιώτη Δόικου. Στην Πολιτεία του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου. Στα Πολιτικά του Π. Λεκατσά.

Che cos’è la filosofia?, Quodlibet, Macerata 2016, pp. 133-146




Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Καλοκαίρι στην Αθήνα

Photo by Florian Hofmann ( @deathontheshore )

Μου αρέσουν
Τα φωτεινά λεωφορεία τη νύχτα
Τα καρτοτηλέφωνα που επαναχρησιμοποιούνται από μετανάστες
Οι πολυκατοικίες του '60 με τις εξωτερικές σκάλες κινδύνου
αυτοί που καπνίζουν μόνοι τους, νύχτα, σ' ένα μπαλκόνι
Ο κόσμος, στα σκαλάκια, περιμένοντας ν'ανοίξει το μετρό
Οι ταράτσες
Ένα παιδί που πουλά μπαλόνια με ήλιον στο τελευταίο τρόλεϊ
αυτοί που κοιμούνται μεσημέρι στα παγκάκια, κάτω από τα δέντρα, στην Πνύκα
Τα ανοιχτά παράθυρα στα ισόγεια
τα φυτά που ξεχειλίζουν από τις βεράντες
το ότι μπορείς ανά πάσα στιγμή να πετύχεις
από έναν νεαρό Παλαιστίνιο με σημαία και ραδιόφωνο να διασχίζει την Ασκληπιού με άλλους δύο
φωνάζοντας συνθήματα
μέχρι ξαφνικά να πεταχτούν μπροστά σου τύποι που κυνηγιούνται με νεροπίστολα
οι αφίσες πάνω στις αφίσες πάνω στις αφίσες
τα άδεια, πλαστικά ποτήρια καφέ σε περβάζια και πόρτες και γλάστρες
οι φωτοστεφανωμένοι μικροπωλητές που πλασάρουν λαμπερά πράγματα
οι Σαρλώ που περιμένουν υπομονετικά στο πλάι της Λεωφόρου Λαυρίου ή της Μαραθώνος μέχρι το φανάρι ν' ανάψει κόκκινο για να ξεκινήσουν τα ζογκλερικά τους
οι ουρές κόσμου στις πέντε το πρωί στα περίπτερα του Πειραιά, για τσιγάρα
η σιωπηρή συμφωνία ότι όλα τον Αύγουστο υπολειτουργούν` κι αυτό είναι οκ


στην Αθήνα το καλοκαίρι όλα είναι πιο εύκολα

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ίσως η πιο αγαπημένη, του Χούλιο Κορτάσαρ


(μετάφρ.: Nathalie)

Μου έδωσες την κακοκαιρία
την ελαφριά σκιά του χεριού σου
περνώντας από το πρόσωπό μου.
Μου έδωσες το κρύο, την απόσταση,
τον πικρό καφέ τα μεσάνυχτα
ανάμεσα σε άδεια τραπέζια.
Πάντα άρχιζε να βρέχει
στη μέση της ταινίας,
το λουλούδι που σου έφερα είχε
μια αράχνη να περιμένει ανάμεσα στα πέταλα.
Πιστεύω πως το ήξερες
και πως ευνόησες την κακοτυχία.
Πάντα ξεχνούσα την ομπρέλα
πριν βγω να σε αναζητήσω,
το εστιατόριο ήταν γεμάτο
και κραύγαζαν τον πόλεμο στις γωνίες.
Υπήρξα ένα γράμμα του τάγκο
για την αδιάφορή σου μελωδία.


Πηγή

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Τρία ποιήματα, του Νικανόρ Πάρρα

(μετάφρ.: nathalie)




1
Δεν μου μένει πια τίποτα να πω
Όλα όσα έπρεπε να πω 
Έχουν ειπωθεί κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. 

2

Έχω ρωτήσει κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές
μα κανείς δεν απαντά στις ερωτήσεις μου.
Είναι απολύτως αναγκαίο
Η άβυσσος ν' απαντήσει μονομιάς
Γιατί απομένει πια λίγος χρόνος. 

3

Μόνο ένα πράγμα είναι φανερό:
Πως η σάρκα γεμίζει σκουλήκια. 


Πηγή

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Φθινοπωρινά πουλιά, του Σαλβαδόρ Γκαρμέντια

(μετάφρ.: Nathalie)


Οι φιλοτελιστές ξεθωριάζουν την Πλατεία Μαγιόρ της Μαδρίτης, σ' ένα από εκείνα τα πρωϊνά του μηνός Οκτωβρίου, που μόλις που γυρίζουν το κεφάλι τους στο πέρασμα μιας ριπής ανέμου.
Κυκλοφορούν από τον ένα πάγκο στον άλλον, αποφεύγοντας να πατήσουν κάποια λευκά σκουλήκια που αφθονούν εκεί: τους συλλέκτες.
Οι ματιές τους φτερουγίζουν δίχως πίεση πάνω σε τούτα τα ύψη, όπου στηρίζεται το ψήγμα των γραφικών τεχνών. Τσιμπούν εδώ κι εκεί σαν πουλιά σε καιρό ξηρασίας, κι αργότερα παίρνουν στα σπίτια τους, κρυμμένα κάτω από τα παλτά τους, δύο ή τρία από τούτα τα μικρά φύλλα με το πρόσωπο ενός νεκρού στρατηγού, ένα άστεγο μονοπλάνο ή μια πόζα από γιακ της Μογγολίας σε φόντο χιονισμένων βουνών.
Ο εθισμένος τα νανουρίζει με τη ζεστασιά του κορμιού του, ενώ τα οδηγεί στο δωμάτιό του και περιμένει να μπορεί να τα βάλει στο κρεβάτι του πολύ σύντομα, ζωντανά ακόμη.


Πηγή

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

Αν έχεις χάσει, του Ρομπέρτο Χουαρός

(μετάφρ.: Nathalie)

Αν έχεις χάσει τ' όνομά σου
θ' ανακαταλάβουμε τη βελονιά των πιο μοναχικών
δρόμων
για να σε καλέσουμε δίχως να σε κατονομάσουμε.
Αν έχεις χάσει το σπίτι σου,
θα ξεγελάσουμε τους φρουρούς της
φυλακής
ώσπου να τους αφήσουμε με τη σκιά τους και δίχως τους
τοίχους τους.
Αν έχεις χάσει την αγάπη
θα δημοσιεύσουμε μια μεγάλη αναγγελία από περιστέρια
γυμνά
για να καθυστερήσουμε τη ζωή και να σου δώσουμε χρόνο.
Αν έχεις χάσει τα όριά σου,
θα διατρέξουμε τον αιματηρό λαβύρινθο
ώσπου να υψώσουμε άλλη μορφή από τα βάθη του.
Αν έχεις χάσει την ηχώ σου ή την προέλευσή σου,
θα τις ψάξουμε, αλλά προς τα μπροστά,
στον τελικό ναό των προελεύσεων.

Μόνο αν έχεις χάσει την απώλειά σου,
θα κόψουμε ένα νήμα
για να ξεκινήσουμε απ' την αρχή.

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Οι πέτρες, της Άννα Πέρες Κανιαμάρες

(μετάφρ.: nathalie)



Κατά τη διάρκεια των διακοπών
μαζεύουμε τις πέτρες
που η θάλασσα μας χαρίζει.

Είναι οι πέτρες με τις οποίες έπειτα,
το χειμώνα, ανοικοδομούμε
τα ερείπια των πολέμων μας.

Δεν τους ζητάμε μόνο
ν' αντισταθούν.
Επίσης, να μας θυμίζουν

πως η θάλασσα υπάρχει.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Είμαστε όλοι γκρουπούσκουλα, του Φελίξ Γκουατταρί

(μετάφρ.: nathalie)


Η στράτευση είναι εργασία. Οι λέξεις δεν ενδιαφέρουν διόλου, αυτό που απαιτείται είναι πράξεις. Εύκολο είναι να το λες, κυρίως στις χώρες όπου οι υλικές δυνάμεις εξαρτώνται, κάθε φορά περισσότερο, από τις τεχνικές μηχανές και από την ανάπτυξη των επιστημών.
Η ανατροπή του τσαρισμού περιελάμβανε τη δράση δεκάδων χιλιάδων εκμεταλλευομένων και την κινητοποίηση ενάντια στην ατρόμητη μηχανή καταστολής της κοινωνίας και του ρωσικού Κράτους, συνίστατο στο να κάνει τις μάζες να συνειδητοποιήσουν την ακαταμάχητη δύναμη μπροστά στην ευθραυστότητα του εχθρού της τάξης` ευθραυστότητα που έπρεπε να καταστεί εμφανής, που έπρεπε να επιδειχθεί στην αντιμετώπιση.
Για εμάς, στις "πλούσιες" χώρες, τα πράγματα συμβαίνουν μ' έναν τρόπο τελείως διαφορετικό` δεν είναι τόσο βέβαιο πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα χάρτινο τίγρη. Ο εχθρός έχει διεισδύσει παντού, έχει εκδώσει μια τεράστια μικροαστική διαζώνη προκειμένου να εξασθενίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα όρια της τάξης. Η ίδια η εργατική τάξη είναι βαθιά διαβρωμένη. Όχι μόνο μέσω των κίτρινων συνδικάτων, των προδοτικών κομμάτων, σοσιαλδημοκρατικών ή ρεβιζιονιστικών..., μα διαβρωμένη επίσης από το γεγονός της υλικής και ασυνείδητης συμμετοχής της στα κυρίαρχα συστήματα του μονοπωλιακού καπιταλισμού του Κράτους και του γραφειοκρατικού σοσιαλισμού. Πρώτον, μια υλική συμμετοχή σε πλανητική κλίμακα: οι εργατικές τάξεις των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών είναι αντικειμενικά εμπλεκόμενες, ακόμη κι αν είναι μόνο λόγω της αυξανόμενης διαφοράς των σχετικών βιοτικών επιπέδων, στη διεθνή εκμετάλλευση των παλιών χωρών- αποικιών. Έπειτα, μια συμμετοχή ασυνείδητη και με όλα τα είδη των τρόπων: οι εργάτες επαναπορροφούν λίγο πολύ παθητικά τα κυρίαρχα κοινωνικά μοντέλα, τις συμπεριφορές και τα μυστηριοποιητικά συστήματα αξίας της μπουρζουαζίας -αποδοκιμασία της κλοπής, της τεμπελιάς, της αρρώστιας, κλπ.- αναπαράγοντας για δικό της λογαριασμό αλλοτριωτικά θεσμικά αντικείμενα όπως η συζυγική οικογένεια κι αυτό που αυτή περιλαμβάνει από ενδοοικογενειακή καταπίεση ανάμεσα στα φύλα και στα επίπεδα ηλικίας, ή ακόμη την προσκόλλησή τους στην πατρίδα με τα αναπόφευκτα κατάλοιπα ρατσισμού (χωρίς να μιλάμε για τον τοπικισμό ή τις ιδιαιτερότητες κάθε τύπου: επαγγελματικές, συνδικαλιστικές, αθλητικές, κλπ. και για όλα τα υπόλοιπα φαντασιακά εμπόδια που υψώνονται τεχνητά ανάμεσα στους εργάτες, όπως είναι ιδιαιτέρως αισθητό με την οργάνωση, σε μεγάλη κλίμακα, της αγοράς του αθλητικού ανταγωνισμού).
 Από την πιο πρώιμη ηλικία τους, κι αν ακόμη ήταν λόγω του ότι μάθαιναν να το διαβάζουν στο πρόσωπο των γονιών τους, τα θύματα του καπιταλισμού και του  γραφειοκρατικού "σοσιαλισμού" είναι ταραγμένα από μια ασυνείδητη ανησυχία κι ενοχή, που συνθέτουν ένα από τα ουσιώδη γρανάζια για την καλή λειτουργία του συστήματος της αυτοϋπαγωγής των ατόμων στην παραγωγή. Ο εσωτερικός μπάτσος και δικαστής είναι ίσως ακόμη πιο αποτελεσματικοί από εκείνους τους υπουργούς  Εσωτερικών και Δικαιοσύνης. Η επίτευξη αυτού του αποτελέσματος βασίζεται στην ανάπτυξη ενός ενισχυμένου ανταγωνισμού ανάμεσα σ' ένα φαντασιακό ιδανικό, που ενσταλλάζεται μέσω της συλλογικής υποβολής των ατόμων, και μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα που τα περιμένει στη γωνία. Η οπτικοακουστική υποβολή και τα mass media κάνουν θαύματα! Επιτυγχάνεται έτσι μια έξαλλη διατίμηση ενός φανταστικού μητρικού και οικογενειακού κόσμου εναλλασσόμενων δήθεν αρρενωπών αξιών, που τείνουν στην άρνηση και τη μείωση του θηλυκού φύλου και, μ' αυτό το ίδιο, στην προώθηση ενός ιδανικού μυθικής αγάπης, μιας μαγείας της άνεσης και της υγείας που κρύβει μια άρνηση της περατότητας του θανάτου` στο τέλος της ημέρας, ένα ολόκληρο σύστημα ζήτησης που διαιωνίζει την ασυνείδητη εξάρτηση όσον αφορά το σύστημα παραγωγής, αυτό που αποτελεί την τεχνική του "κινήτρου". Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας είναι η σειριακή παραγωγή ενός ατόμου που θα είναι εξίσου κακά προετοιμασμένο στο να αντεπεξέλθει στις σημαντικές δοκιμασίες της ζωής του. Θα πρέπει ν' αντιμετωπίσει την πραγματικότητα απολύτως αβοήθητο, μόνο, δίχως πόρους, εμποδισμένο από όλη αυτή την ηθική κι αυτό το ηλίθιο ιδανικό που του έχει επιβληθεί και από τα οποία δεν μπορεί ν' απαλλαχθεί. Έχει, με κάποιο τρόπο, γίνει εύθραυστο, ευάλωτο, είναι πια ώριμο προκειμένου ν' αγκιστρωθεί σε όλες τις θεσμικές αηδίες που του έχουν απλώσει για να το καλωσορίσουν: το σχολείο, την ιεραρχία, το στρατό, την εκμάθηση της πιστότητας, της υποταγής, τη σεμνότητα, την ευχαρίστηση από την εργασία, την οικογένεια, την πατρίδα, το συνδικάτο, κι εδώ σταματώ... Τώρα, όλη του τη ζωή θα κατατρώγεται στον ένα ή τον άλλο βαθμό από την αβεβαιότητα της κατάστασής του όσον αφορά τις διαδικασίες της παραγωγής, της διανομής και κατανάλωσης, από την ανησυχία της θέσης του στην κοινωνία και της θέσης των ομοίων του. Οποιοδήποτε πράγμα θα του τεθεί ως πρόβλημα: μια νέα γέννηση, ή "τούτο δεν πάει καλά στο σχολείο", ή ακόμα "οι μεγάλοι βαριούνται κι ενοχλούν", οι αρρώστιες, οι γάμοι, η κατοικία, οι διακοπές, όλα είναι υποχρεωμένα να γεμίσουν τον εαυτό τους με σκατά.
 Οπότε γίνεται αναπόφευκτο ένα μίνιμουμ ανόδου μέσω των κλιμακίων της πυραμίδας των σχέσεων παραγωγής. Δεν υπάρχει ανάγκη να κάνω ένα σχέδιο ούτε να δώσω ένα μάθημα.  Σε αντίθεση με τους νέους εργαζόμενους, οι στρατευμένοι φοιτητικής εξόρυξης που πάνε να δουλέψουν σ' ένα εργοστάσιο είναι σίγουροι πως "θα βρουν κάτι" αν εκδιωχθούν` είτε το θέλουν είτε όχι, δεν μπορούν να δραπετεύσουν από την δυνατότητα που τους σημαδεύει με μια ιεραρχική ένταξη "που θα μπορούσε να' ναι πολύ καλύτερη". Η αλήθεια των εργατών είναι μια πραγματική και σχεδόν απόλυτη εξάρτηση σε σχέση με τη μηχανή παραγωγής` είναι η σύνθλιψη της επιθυμίας, αφήνοντας στην άκρη τις υπολειμματικές και "κανονικοποιημένες" μορφές της, τη συνετή επιθυμία ή τον καλό στρατευμένο` ή είναι το καταφύγιο σ' ένα ναρκωτικό ή ένα άλλο, εκτός κι αν εμπίπτει στην τρέλα ή στην αυτοκτονία! Ποιος θα καθορίσει το ποσοστό των "εργατικών ατυχημάτων" που, στην πραγματικότητα, δεν είναι κάτι παραπάνω από ασυνείδητες αυτοκτονίες;
Ο καπιταλισμός μπορεί πάντα να διορθώνει τα πράγματα, να τα επιδιορθώνει τοπικά, μα στο σύνολο και στην ουσία πηγαίνει κάθε φορά από το κακό στο χειρότερο. Μέσα σε είκοσι χρόνια μεγάλο μέρος από εμάς θα' ναι είκοσι χρονών παραπάνω, αλλά η ανθρωπότητα θα έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Αν οι υπολογισμοί των ειδικών αποκαλυφθούν ακριβείς, η γη θα αγγίξει ως το 1990 πέντε δισεκατομμύρια κατοίκους. Αυτό θα πρέπει να εγείρει στην πορεία μερικά συμπληρωματικά προβλήματα!
Και μιας και τίποτα και κανείς δεν είναι σε κατάσταση να προβλέψει ή να οργανώσει τίποτα για να καλωσορίσει αυτούς τους νεοαφιχθέντες -εκτός από μερικούς εξωφρενικούς στους διεθνείς οργανισμούς, που δεν έχουν επιλύσει ούτε ένα σημαντικό πολιτικό πρόβλημα από την ίδρυσή τους πριν εικοσιπέντε χρόνια- μπορούμε να φανταστούμε πως σίγουρα θα συμβούν πολλά πράγματα στα χρόνια που έρχονται. Πράγματα όλων των χρωμάτων, πράσινα κι ανώριμα, επαναστάσεις, μα επίσης με κάθε ασφάλεια, ρυπαρότητες του στυλ φασισμός και σία. Άρα τι πρέπει να κάνουμε, να περιμένουμε ώσπου να φτάσουν; να περάσουμε στη δράση; Σύμφωνοι, αλλά που, ποιος, πώς; Επιλέγοντας στην τύχη. Αλλά το πράγμα δεν είναι τόσο εύκολο, η απάντηση σε πολλές ανησυχίες έχει προβλεφθεί, οργανωθεί, υπολογιστεί από τις μηχανές των εξουσιών του Κράτους. Είμαι πεπεισμένος πως όλες οι πιθανές παραλλαγές ενός άλλου Μάη του 1968 έχουν ήδη προγραμματιστεί από την ΙΒΜ. Ίσως όχι στη Γαλλία, γιατί είναι πολύ χτυπημένοι και, ταυτόχρονα, έχουν την αξιοθρήνητη εμπειρία του να ξέρουν πως αυτού του τύπου οι ηλιθιότητες δε συνιστούν κάποια εγγύηση και διότι δεν έχει βρεθεί ακόμη τίποτα σοβαρό για ν' αντικαταστήσει τους στρατούς αστυνομικών και γραφειοκρατών. Με κάθε τρόπο, είναι πια καιρός οι επαναστάτες να επανεξετάσουν τα προγράμματά τους, διότι υπάρχουν πολλά από αυτά που αρχίζουν σοβαρά να' ναι ξεπερασμένα! Είναι πια ώρα να εγκαταληφθεί κάθε θριαμβολογία- που θα έπρεπε να γραφτεί με μια παύλα ανάμεσα- για να γίνει αντιληπτό το ότι όχι μόνο βρισκόμαστε με τα σκατά ως το λαιμό, μα πως τα σκατά διαπερνούν κάθε έναν από εμάς τους ίδιους, κάθε μια από τις "οργανώσεις" μας.
Η πάλη των τάξεων δεν περνά πια απλά από ένα οριοθετημένο μέτωπο μεταξύ των προλετάριων και των αστών, εύκολα εντοπίσιμο στις πόλεις και στα χωριά` είναι εξίσου εγγεγραμμένη σε πάρα πολλά στίγματα πάνω στο δέρμα και τη ζωή των εκμεταλλεομένων, μέσω των σημαδιών της εξουσίας, του καθεστώτος, του βιωτικού επιπέδου` πρέπει να την αποκρυπτογραφήσουμε μέσω του λεξιλογίου των μεν και των δε, του τρόπου τους να μιλάνε, της μάρκας των αμαξιών τους, της μόδας των ενδυμάτων τους, κλπ. Ποτέ δεν τελειώνει! Η πάλη των τάξεων έχει μολύνει σαν ένας ιός τη συμπεριφορά του δασκάλου με τους μαθητές του, αυτή των γονιών με τα παιδιά τους, αυτή του γιατρού με τους αρρώστους του` έχει κερδίσει το εσωτερικό κάθε ενός από εμάς με το δικό του εγώ, με το ιδανικό του status που θεωρούμε ότι οφείλεται να δωθεί σε μας τους ίδιους. Είναι πια καιρός να οργανωθούμε σε όλα τα επίπεδα για ν' αντιμετωπίσουμε αυτή τη γενικευμένη πάλη των τάξεων. Είναι πια καιρός να επεξεργαστούμε μια στρατηγική για κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα, διότι είναι επίπεδα που είναι αλληλένδετα. Τι θα εξυπηρετούσε, για παράδειγμα, να προτείνουμε στις μάζες ένα πρόγραμμα αντιαυταρχικής επαναστατικοποίησης ενάντια σε ηγετίσκους και σία, αν οι ίδιοι οι στρατευμένοι εξακολουθούν να είναι φορείς υπερενεργοποιημένων γραφειοκρατικών ιών, αν συμπεριφέρονται με τους στρατευμένους των υπολοίπων ομάδων, εντός της δικής τους ομάδας, με τους συμμάχους τους ή ακόμη κάθε ένας για τον εαυτό του, σαν άψογοι μαλάκες, άψογοι καθολικοί. Για ποιο λόγο να επιβεβαιώσουμε τη νομιμότητα των προσδοκιών των μαζών αν γίνεται απάρνηση της επιθυμίας, οπουδήποτε αυτή επιχειρεί να βγει στην επιφάνεια στην καθημερινή πραγματικότητα. Οι πολιτικοί σκοποί ανήκουν σε άσαρκο κόσμο. Σκέφτονται ότι μπορούν, ότι οφείλουν να αποθηκεύσουν κάθε τύπου ανησυχίες σ' αυτό το περιβάλλον για να κινητοποιήσουν όλη τους την ενέργεια ενάντια σε γενικούς πολιτικούς στόχους. Είναι λάθος! Γιατί, στην απουσία της επιθυμίας, η ενέργεια μεταμφιέζεται υπό τη μορφή του συμπτώματος, της αναστολής και του άγχους. Κι εκτός αυτού, εδώ και πολύ καιρό δεν έχουν ελλείψει οι περιπτώσεις για να αντιληφθούν αυτά τα πράγματα για τους ίδιους τους τους εαυτούς.
Η ενεργοποίηση μιας ενέργειας, ικανής να τροποποιεί τις σχέσεις δύναμης δεν πέφτει απ' τον ουρανό, δεν γεννιέται αυθόρμητα από το δίκαιο πρόγραμμα ή από την ατόφια επιστημονικότητα της θεωρίας. Ορίζεται από τη μεταμόρφωση μιας βιολογικής ενέργειας -της λίμπιντο- σε στόχους κοινωνικού αγώνα. Πάντα είναι υπερβολικά εύκολο να τα παραπέμπουμε όλα στις διάσημες πρωτεύουσες αντιθέσεις. Αυτό είναι πολύ αφηρημένο. Είναι επιπλέον ένας μηχανισμός άμυνας, ένα κόλπο που βοηθά στο να αναπτυχθούν φαντάσματα ομάδας, δομές άγνοιας, ένα κόλπο γραφειοκράτη`το να οχυρώνεσαι πάντα πίσω από κάτι που πάντα είναι πίσω, πάντα σε άλλο μέρος, κάθε φορά πιο σημαντικό και ποτέ στο ύψος της άμεσης παρέμβασης των ενδιαφερομένων` είναι η αρχή του "δίκαιου σκοπού" που εξυπηρετεί στο να αξιολογούνται όλες οι μικρές ηλιθιότητες, η γραφειοκρατική διαστροφή μικρής σημασίας, η απλή ευχαρίστηση που πειραματίζεται κανείς στο να επιβάλλει -"για τον καλό σκοπό"- τύπους που θα σε κάνουν να χέσεις, θα σε υποχρεώσουν σε δράσεις ατόφια συμβολικές και θυσιασμένες, απ' αυτές που όλος ο κόσμος τις γελά δίχως να τον ενδιαφέρει τίποτα, αρχής γενομένης από τις ίδιες τις μάζες. Πρόκειται για μια μορφή σεξουαλικής ικανοποίησης που αποκλίνει από τους συνηθισμένους της στόχους. Αυτός ο τύπος διαστροφών δε θα είχε σχεδόν καν σημασία αν αναφερόταν σε άλλο αντικείμενο, που δεν ήταν η επανάσταση, εν τούτοις, ούτε αυτό λείπει! Το φορτικό είναι πως αυτοί οι μονομανείς της επαναστατικής διεύθυνσης καταφέρνουν, με την ασυνείδητη συνέργεια της "βάσης", να βυθίζουν τη χρέωση της στράτευσης σε μονομερεή αδιέξοδα. Είναι η ομάδα μου, είναι η τάση μου, είναι η κάθε μου ημέρα, εμείς έχουμε δίκιο, κάθε ένας έχει τη γραμμή του, υπάρχουν μπροστά σε άλλη γραμμή, συνιστούν μια μικρή συλλογική ταυτότητα ενσαρκωμένη στον τοπικό της ηγέτη... Τον Μάη του 1968 δεν λήφθηκαν υπ' όψιν όλες αυτές οι ηλιθιότητες! Στην πραγματικότητα, όλα πήγαν λίγο- πολύ καλά μέχρι τη στιγμή στην οποία οι "εκπρόσωποι" αυτής ή εκείνης της ομάδας κατάφεραν να σηκώσουν κεφάλι. Λες και ο λόγος είχε ανάγκη να μεταφερθεί. Αυτός μετακινείται πολύ καλά μόνος του και με μια ταχύτητα τρελαμένη στη μήτρα των μαζών, όταν είναι αληθινός. Η δουλειά των επαναστατών δεν είναι να μεταφέρουν το λόγο, να διατάζουν ή να λένε τα πράγματα, να μεταφέρουν μοντέλα ή εικόνες`η δουλειά τους είναι να λένε την αλήθεια όπου κι αν βρίσκονται, όχι περισσότερα ή λιγότερα, δίχως να προσθέτουν τίποτα, δίχως να την εξαπατούν. Πώς αναγνωρίζει κανείς αυτή την εργασία της αλήθειας; Είναι πολύ απλό, υπάρχει ένα αλάνθαστο κόλπο: η επαναστατική αλήθεια υπάρχει όταν τίποτε δεν μπορεί να μας λερώσει, όταν λαχταρούμε να μάθουμε περί τίνος πρόκειται, όταν πια δεν υπάρχει ο φόβος, όταν μας επιστρέφουν τις δυνάμεις, όταν είναι κανείς πρόθυμος να επιτεθεί σ' όλη τη διαδρομή, δίχως να μας ενδιαφέρει αυτό που συμβαίνει, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου έκρηξης. Η αλήθεια εθεάθη σε δράση τον Μάη του 1968: όλος ο κόσμος την καταλάβαινε χωρίς δυσκολία. Η αλήθεια δεν είναι η θεωρία, μήτε η οργάνωση. Είναι αφότου έχει προκύψει η αλήθεια, όταν η θεωρία και η οργάνωση θα μπορούν να βγάλουν όλο τους το σκατό. Αυτές τελειώνουν πάντα επανανακαλύπτοντας και επανακτώντας τα πράγματα, με κίνδυνο να τα διαστρεβλώσουν και να ψευδολογήσουν. Την αυτοκριτική πρέπει να την κάνει κανείς πάντα στη θεωρία και στην οργάνωση, αλλά ποτέ στην επιθυμία.
  Αυτό που τώρα αμφισβητείται είναι η εργασία της αλήθειας και της επιθυμίας οπουδήποτε τα πράγματα αγκιστρώνονται, απεκδύονται, βυθίζονται. Τα γκρουπούσκουλα εκ της πραγματικότητας κι εκ του νόμου, οι κομμούνες, οι ομάδες, και ό,τι άλλο θέλετε στον αριστερισμό, πρέπει να εξασφαλίσουν μια αναλυτική εργασία γι' αυτά τα ίδια, όπως μια πολιτική εργασία εκτός. Αν όχι, διατρέχουν τον κίνδυνο να βυθιστούν σε τούτο το είδος τρέλας της ηγεμονίας, τούτη τη μανία του μεγαλείου που κάνει κάποιους να ονειρεύονται να ανοικοδομήσουν το "κόμμα του Μωρίς Τορέζ" ή αυτό του Λένιν, του Στάλιν ή του Τρότσκι, όλοι είναι αηδιαστικοί και αναχρονιστικοί όπως ο Ιησούς Χριστός ή ο Ντε Γκωλ ή οποιοσδήποτε εξ' αυτών των αγνώστων που ποτέ δεν καταλήγουν να εκραγούν. Κάθε ένας με το μικρό του ετήσιο συνέδριο, τους δικούς του στρατευμένους μακράς καριέρας με παλαιότητα, και στην τροτσκιστική εκδοχή, όλα πολλαπλασιασμένα σε διεθνή κλίμακα (παγκόσμια συνέδρια, διεθνής εκτελεστική επιτροπή, κλπ.).
Γιατί τα γκρουπούσκουλα αντί να καταβροχθίζουν οι μεν τους δε, δεν πολλαπλασιάζονται ως το άπειρο; Για κάθε έναν, το γκρουπούσκουλό του! Σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε δρόμο, σε κάθε σχολείο. Επιτέλους, το βασίλειο των επιτροπών βάσης! Αλλά γκρουπούσκουλα που θα δέχονταν να είναι αυτό που είναι ακριβώς εκεί που βρίσκονται. Και, εάν είναι δυνατόν, μια πολλαπλότητα γκρουπούσκουλων που θα υποκαθιστούσαν τους θεσμούς της μπουρζουαζίας: την οικογένεια, το σχολείο, το συνδικάτο, το αθλητικό club, κλπ. Γκρουπούσκουλα που δε θα έτρεμαν, πέραν των στόχων τους για επαναστατική πάλη, να οργανωθούν για την υλική και ηθική επιβίωση για κάθε ένα εκ από τα μέλη τους και για όλους τους αφηρημένους που τους περιβάλλουν...
Άρα, η αναρχία, για δες! Κανένας συντονισμός, καμία συγκεντρωποίηση, κανένα μεγάλο κράτος... Αντιθέτως! Ας συγκεντρωθούμε στο κίνημα των Weathermen στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι οργανωμένοι σε φυλές, σε συμμορίες, κλπ. μα αυτό δεν τους εμποδίζει να συντονιστούν και μάλιστα αρκετά καλά.
Τι είναι αυτό που αλλάζει αν το ερώτημα του συντονισμού, πριν τα άτομα, τεθεί για τις ομάδες βάσης, για τις τεχνητές οικογένειες, για τις κομμούνες...; Το άτομο, ακριβώς όπως έχει διαπλαστεί από την κυρίαρχη κοινωνική μηχανή είναι υπερβολικά εύθραυστο, είναι πολύ εκτεθειμένο στις υποδείξεις οποιασδήποτε φύσης: ναρκωτικό, φόβος, οικογένεια, κλπ. Σε μια ομάδα βάσης μπορεί να ελπίζει κανείς να ανακτήσει ένα μίνιμουμ συλλογικής ταυτότητας, αλλά δίχως μεγαλομανία, μ' ένα σύστημα ελέγχου σε κοντινή απόσταση` μ' αυτόν τον τρόπο η εν λόγω επιθυμία ίσως να μπορεί να είναι σε θέση να κάνει το λόγο της πολύ πιο πολύτιμο ή ακόμη  και να μπορεί να σέβεται τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη στράτευσή της. Αυτό που χρειάζεται, εν πρώτοις, είναι να τελειώνουμε με το σεβασμό στην ιδιωτική ζωή: αυτή είναι η αρχή και το τέλος της κοινωνικής αποξένωσης. Μια αναλυτική ομάδα, μια επιθυμητική μονάδα ανατροπής, δεν έχει πια προσωπική ζωή: είναι γυρισμένη προς το εσωτερικό και συνάμα προς το εξωτερικό, προς την απροβλεπτότητά της, την περατότητά της και προς τους στόχους πάλης της. Το επαναστατικό κίνημα πρέπει γι' αυτό να κατασκευάσει μια νέα μορφή υποκειμενικότητας, που να μην αναπαύεται πια στο άτομο και στη συζυγική οικογένεια. Η ανατροπή των αφηρημένων μοντέλων που εκκρίνονται από τον καπιταλισμό και που υποστηρίζονται, μέχρι τώρα, από την πλειοψηφία των θεωρητικών, είναι μια προηγούμενη, αναγκαία συνθήκη για την επανεπένδυση της επαναστατικής πάλης από την πλευρά των μαζών.
Προς στιγμήν, λίγη χρησιμότητα έχει το να κάνουμε σχέδια σχετικά με αυτό που θα έπρεπε να είναι η κοινωνία του αύριο, η παραγωγή, το Κράτος ή όχι Κράτος, το κόμμα ή όχι κόμμα, η οικογένεια ή όχι οικογένεια, όταν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να χρησιμεύσει ως στήριγμα της εκφώνησης κάποιου πράγματος που είναι από τα πάνω. Οι εκφωνήσεις θα συνεχίσουν να επιπλέουν στο κενό, αναποφάσιστες, ενώ οι συλλογικοί δράστες εκφώνησης δεν είναι ικανοί να εξερευνήσουν τα πράγματα στην πραγματικότητα, ενώ δεν διαθέτουμε κανένα μέσο που να μας απομακρύνει από την κυρίαρχη ιδεολογία που μας εισάγεται από το δέρμα, που μιλά για τον εαυτό της σε μας τους ίδιους, που, με βαριά καρδιά, μας οδηγεί να πράττουμε τις χειρότερες βρωμιές, τις χειρότερες επαναλήψεις, και τείνει να κάνει πως πάντα θα πέφτουμε ηττημένοι πάνω στους ίδιους, τετριμμένους πια, δρόμους.
1970
 “Psicoanálisis y transversalidad”, 1972



Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

Η τόλμη του φόβου, του Εσκάνταρ Αλχέετ

 (μετάφρ.: nathalie)




Είχα την κόλαση στο πλάι μου
κι ο ψίθυρος από πάγους ακόμη στάζει στη μπανιέρα.
Τη γέμιζα με αλάτι ώστε όλοι να πίστευαν
ότι ήταν από δάκρυα.
Κι έχω αφήσει το ψέμα ν' αναπαύεται σαν να ήταν ναυάγιο,
σαν ένας πόνος που τουλάχιστον εγώ μπορούσα να ελέγξω.

Δεν είναι τυχαίο που η θλίψη μιας ματιάς
ακτινοβολεί σαν τη λήθη
κι είναι παράλογο να προσπαθείς να δικαιολογήσεις την επιθυμία
με υποτροπές.
Όλοι, πάντα, έχουμε περισσότερο φόβο για τις ζημιές
παρά ενθουσιασμό για τη ζωή.

Και το καταλαβαίνω.

Μα έχω καθαρίσει τη στάχτη
κι έχω ανοίξει τα παράθυρα κι έχω κλείσει το φρεάτιο
κι έχω αγοράσει λάμπες, βιβλία, χασίς
και μπύρα.

Κι έχω προσθέσει νέα τραγούδια στην playlist.

Βλέπω τον εαυτό μου να χαμογελά
σαν μια γαμημένη επανάσταση, μα από μέσα,
και στο πλευρό μου η επιθυμία και το μπουκέτο από αμφιβολίες ανάμεσα στα σκουλήκια
σε περίπτωση που οι νεκροί δεν τρομάζουν.

δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, αλλά εγώ ναι.
Κάποιες φορές μου κοστίζει τόσο να εξηγούμαι.

Και τώρα μοιάζουμε άβολοι στα κανό μας,
λες και μας βρέχονταν τα πόδια
ή σα να μη θέλαμε να συνεχίσουμε να κωπηλατούμε.

Σαν να θέλαμε να τεντώσουμε λίγο τα πόδια.

Έπρεπε να ξεχωρίσω συναισθήματα, να τα διαχωρίσω,
να τους δώσω μια δομή, να τους εκχωρήσω το δικαίωμα ανταπάντησης
και να υπαγορεύσω μια ποινή με τη μορφή ερώτησης,
σοκακιού δίχως έξοδο,
καλαθιού δίχως δίχτυ.

Σα να λέμε: έπρεπε να βελονιάσω την αταξία
στην οποία επιβιώνω
αξιολογώντας κάθε φόβο από την τόλμη του.

Και χαμογελώ, επιτέλους
χαμογελώ.
Ήρεμος σαν μια λακούβα που κανείς πια δεν πατά
κι όλοι παρακάμπτουν.
Μα βράζοντας από μέσα, λες και μπορούσα να εξατμιστώ
μόνο με το να το γράψω.

Θα γδυθώ και θα πέσω στο κρεβάτι.
Η πόρτα είναι κλειστή, μα αφήνω το παράθυρο ανοιχτό.
Μόνο εσύ θα μπορούσες να μπεις.



Έχει μπύρα στο ψυγείο, χασίς πάνω στο κομοδίνο
και ποίηση σε κάθε γωνιά.
Σεπεριμένω βλέποντας όνειρα.
Μη με ξυπνήσεις αν δεν είναι για να με γαμήσεις.

Ένα φιλί.
Ή καλύτερα πολλά.

Πηγή

Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Δυο κορμιά μέσα σ'έναν υπνόσακο, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

(μετάφραση: Nathalie)




Δυο κορμιά μέσα σ' έναν υπνόσακο
Σαν ν' αυνανιζόταν μια χρυσαλλίδα.
Ένα κρύο, ανοιξιάτικο πρωί κοντά στη θάλασσα.
Δίχως να κάνουμε ακροβασίες, χαϊδεύοντας όσο μπορούμε
Μπράτσα, μασχάλες, απαλούς, τριχωτούς μηρούς.
Οι δικοί της όχι τόσο,
Θα γράψεις ύστερα μ' ένα χαμόγελο και μόνος
Σ' ένα μπαρ του αυτοκινητόδρομου
Του Κάστελντεφέλς.

Πηγή