(μετάφρ.:
nathalie)
Στον
Αντόνι Τάπιες
Τόσα πράγματα αρχίζουν και ίσως
τελειώνουν σαν παιχνίδι, υποθέτω πως
χάρηκες που βρήκες το σχέδιο πλάι στο
δικό σου, το απέδωσες σε κάποια σύμπτωση
ή σ' ένα καπρίτσιο και μόνο τη δεύτερη
φορά αντιλήφθηκες ότι ήταν σκόπιμο και
τότε το κοίταξες αργά, μέχρι που γύρισες
αργότερα για να το κοιτάξεις εκ νέου,
παίρνοντας, όπως πάντα, προφυλάξεις: ο
δρόμος στην πιο μοναχική του στιγμή,
κανένα περιπολικό στις πλαϊνές γωνίες,
να πλησιάζεις με αδιαφορία και ποτέ να
μην κοιτάς τ' απέναντι γκράφιτι από το
άλλο πεζοδρόμιο ή διαγώνια, προσποιούμενος
ενδιαφέρον για τη διπλανή βιτρίνα,
φεύγοντας αμέσως.
Το ίδιο σου το παιχνίδι είχε αρχίσει
από βαρεμάρα, δεν ήταν στ' αλήθεια μια
διαμαρτυρία εναντίον της κατάστασης
των πραγμάτων στην πόλη, την απαγόρευση
της κυκλοφορίας, την απειλητική απαγόρευση
αφισοκόλλησης ή γραφής στους τοίχους.
Απλά σε διασκέδαζε να κάνεις σχέδια με
χρωματιστές κιμωλίες (δεν σου άρεσε ο
όρος γκράφιτι, τόσο κριτικού της τέχνης)
και πότε πότε το να έρχεσαι να τα βλέπεις
και με λίγη τύχη να παρίστασαι στην
άφιξη του δημοτικού φορτηγού και στις
άχρηστες βρισιές των εργαζομένων ενώ
έσβηναν τα σχέδια. Ελάχιστα τους ενδιέφερε
που δεν ήταν πολιτικά σχέδια, η απαγόρευση
περιελάμβανε οτιδήποτε, κι αν κάποιο
παιδί είχε τολμήσει να σχεδιάσει ένα
σπίτι ή ένα σκυλί, θα το είχαν σβήσει
εξίσου ανάμεσα σε βρομόλογα κι απειλές.
Στην πόλη δεν ήξερε κανείς πια αρκετά
σε ποια γωνιά βρισκόταν στ' αλήθεια ο
φόβος` ίσως γι' αυτό σε διασκέδαζε να
κυριεύεις τον δικό σου και κάθε τόσο να
επιλέγεις ευνοϊκό τόπο και ώρα για να
κάνεις κάποιο σχέδιο.
Ποτέ δεν είχες διατρέξει κίνδυνο γιατί
ήξερες καλά να διαλέγεις, και στον χρόνο
που περνούσε μέχρι να φτάσουν τα φορτηγά
καθαριότητας ανοιγόταν για σένα κάτι
σαν ένας χώρος πιο καθαρός, όπου σχεδόν
χωρούσε η ελπίδα. Κοιτώντας από μακριά
το σχέδιό σου, μπορούσες να δεις τον
κόσμο που του έριχνε μια ματιά περνώντας,
κανείς δεν σταματούσε εννοείται αλλά
κανείς δε σταματούσε να κοιτάζει το
σχέδιο, ενίοτε μια γρήγορη αφηρημένη
σύνθεση σε δύο χρώματα, ένα προφίλ
πουλιού ή δυο φιγούρες συνδεδεμένες.
Μία μοναδική φορά έγραψες μια φράση, με
μαύρη κιμωλία: Κι εμένα με πονάει. Δεν
κράτησε ούτε δυο ώρες, κι αυτή τη φορά
η αστυνομία προσωπικά την έκανε να
εξαφανιστεί. Έπειτα απλά συνέχισες να
κάνεις σχέδια.
Όταν το άλλο εμφανίστηκε πλάι στο δικό
σου σχεδόν φοβήθηκες, ξαφνικά ο κίνδυνος
γινόταν διπλάσιος, κάποιος ευχαριστιόταν
όπως εσύ να διασκεδάζει στα πρόθυρα της
φυλακής ή κάτι χειρότερο, και τούτος ο
κάποιος λες και δεν ήταν αρκετό ήταν
γυναίκα. Εσύ ο ίδιος δεν μπορούσες να
το αποδείξεις, υπήρχε κάτι διαφορετικό
και καλύτερο από τις πιο κατηγορηματικές
αποδείξεις: ένα ίχνος, μια τάση για τις
ζεστές κιμωλίες, μια αύρα. Ενδεχομένως
όπως περπατούσες φαντάστηκες απλά γι'
αποζημίωση` τη θαύμασες, φοβήθηκες γι'
αυτή, ήλπισες να είναι η μοναδική φορά,
σχεδόν προδώθηκες όταν αυτή ξανασχεδίασε
δίπλα σε άλλο σου σχέδιο, όρεξη να βάλεις
τα γέλια, να μείνεις εκεί μπροστά λες
και οι αστυνομικοί ήταν τυφλοί ή ηλίθιοι.
Άρχισε μια διαφορετική εποχή, πιο
αθόρυβη, πιο όμορφη κι απειλητική μαζί.
Παραμελώντας τη δουλειά σου έφευγες
οποιαδήποτε στιγμή με την ελπίδα να την
εκπλήξεις, επέλεξες για τα σχέδιά σου
τούτους τους δρόμους που μπορούσες να
διατρέξεις σ' ένα μόνο γρήγορο δρομολόγιο`
γύρισες στην αυγή, στο σούρουπο, στις
τρεις το πρωί. Ήταν μια εποχή ανυπόφορης
αντίφασης, η απογοήτευση του να βρίσκεις
ένα νέο της σχέδιο μαζί με κάποιο από
τα δικά σου και το δρόμο άδειο, κι αυτή
του να μη βρίσκεις τίποτα και να νιώθεις
το δρόμο ακόμα πιο άδειο. Μια νύχτα είδες
το πρώτο της σχέδιο που ήταν μόνο του`
το είχε κάνει με κόκκινες και μπλε
κιμωλίες σε μια πόρτα γκαράζ, εκμεταλλευόμενη
την υφή των φαγωμένων ξύλων και τις
κεφαλές των καρφιών. Ήταν περισσότερο
από ποτέ αυτή, το ίχνος, τα χρώματα, αλλά
επιπλέον ένιωσες πως τούτο το σχέδιο
είχε την ισχύ ενός αιτήματος ή μιας
απορίας, ενός τρόπου να σε καλέσει.
Γύρισες την αυγή, αφότου οι περιπολίες
υποβιβάστηκαν στην κωφή τους αποχέτευση,
και στην υπόλοιπη πόρτα σχεδίασες ένα
γρήγορο τοπίο με πανιά και φράγματα` αν
δεν το κοίταζε καλά θα είχε πει ένα
παιχνίδι γραμμών στην τύχη, αλλά αυτή
ήξερε να το κοιτάξει. Τούτη τη νύχτα
δραπέτευσες για λίγο από ένα ζευγάρι
αστυνομικών, στο διαμέρισμά σου ήπιες
το ένα τζιν μετά το άλλο και της μίλησες,
της είπες ό,τι σου ερχόταν στο στόμα σαν
άλλο ηχητικό σχέδιο, σαν άλλο λιμάνι με
πανιά, τη φαντάστηκες μελαχρινή και
σιωπηρή, της διάλεξες χείλη και στήθη,
την αγάπησες λιγάκι.
Σχεδόν αμέσως σου ήρθε ότι εκείνη
έψαχνε μιαν απάντηση, πως θα γύριζε στο
σχέδιό της όπως εσύ γύριζες τώρα στα
δικά σου, και παρόλο που ο κίνδυνος ήταν
κάθε φορά μεγαλύτερος μετά από τις
επιθέσεις στην αγορά τόλμησες να
πλησιάσεις στο γκαράζ, να γυροφέρεις
το τετράγωνο, να πιεις ατέλειωτες μπύρες
στο καφέ της γωνίας. Ήταν παράλογο γιατί
εκείνη δε θα σταματούσε αφότου θα έβλεπε
το σχέδιό σου, οποιαδήποτε από τις πολλές
γυναίκες που πηγαινοέρχονταν θα μπορούσε
να είναι αυτή. Στο ξημέρωμα της δεύτερης
ημέρας διάλεξες έναν γκρι τοίχο και
σχεδίασες ένα άσπρο τρίγωνο περικυκλωμένο
από βούλες σαν φύλλα βελανιδιάς` από το
ίδιο καφέ της γωνίας μπορούσες να δεις
τον τοίχο (είχαν πια καθαρίσει την πόρτα
του γκαράζ και μια περιπολία γύριζε και
ξαναγύριζε σε μανία), το σούρουπο
απομακρύνθηκες λίγο αλλά διαλέγοντας
διάφορα σημεία οπτικής επαφής,
μετακινούμενος από το ένα σημείο στο
άλλο, αγοράζοντας μικροπράγματα στα
μαγαζιά για να μην τραβήξεις την προσοχή
υπερβολικά. Ήταν πια κλεισμένη νύχτα
όταν άκουσες τη σειρήνα και οι προβολείς
σου σάρωσαν τα μάτια. Υπήρχε ένα μπερδεμένο
σύμπλεγμα πλάι στον τοίχο, έτρεξες
ενάντια σε κάθε λογική και σε βοήθησε
μόνο η τύχη ενός αυτοκινήτου που ενώ
έκανε στροφή στη γωνία και ενώ φρέναρε
μόλις είδε το περιπολικό, ο όγκος του
σε προστάτεψε και είδες τη μάχη, ένα
μαύρο μαλλί να τραβιέται από γαντοφορεμένα
χέρια, τις κλωτσιές και τις κραυγές, το
διακοπτόμενο όραμα κάποιου μπλε
παντελονιού πριν τη σύρουν στο αμάξι
και την πάρουν.
Πολύ αργότερα (ήταν φρικτό το να τρέμεις
έτσι, ήταν φρικτό να σκέφτεσαι πως τούτο
συνέβαινε εξαιτίας του δικού σου σχεδίου
στον γκρι τοίχο) ανακατεύτηκες με άλλο
κόσμο κι έφτασες να δεις μια σκιαγράφηση
στα μπλε, τα ίχνη τούτου του πορτοκαλί
που ήταν σαν τ' όνομά της ή το στόμα της,
αυτή εκεί σε τούτο το ελαττωμένο σχέδιο
που οι αστυνομικοί είχαν μουτζουρώσει
πριν την πάρουν` έμενε αρκετό για ν'
αντιληφθείς ότι είχε θελήσει να απαντήσει
στο τρίγωνό σου με άλλο σχήμα, έναν κύκλο
ή ίσως ένα σπιράλ, μια γεμάτη και όμορφη
μορφή, κάτι σαν ένα ναι ή ένα πάντα ή ένα
τώρα.
Το ήξερες πολύ καλά, σου περίσσευε
χρόνος για να φανταστείς τις λεπτομέρεις
αυτού που συνέβαινε στο κεντρικό
αρχηγείο` στην πόλη όλο αυτό στάλαζε
λίγο λίγο, ο κόσμος ήταν ενήμερος για
τους φυλακισμένους, κι αν ενίοτε ξανάβλεπε
ο ένας τον άλλο, θα είχαν προτιμήσει να
μην ειδωθούν και όπως η πλειοψηφία,
χάνονταν σε τούτη τη σιωπή που κανείς
δεν τολμούσε να σπάσει. Το ήξερες πολύ
καλά, τούτη τη νύχτα το τζιν δε θα σε
βοηθούσε πέρα από το να δαγκώσεις τα
χέρια σου, να ποδοπατήσεις τις χρωματιστές
κιμωλίες πριν χαθείς στο μεθύσι και στο
κλάμα.
Ναι, αλλά οι μέρες περνούσαν και δεν
ήξερες πια να ζεις με άλλο τρόπο.
Εγκατέλειψες ξανά τη δουλειά σου για
να περιφέρεσαι στους δρόμους, να κοιτάς
φευγαλαία τους τοίχους και τις πόρτες
όπου εκείνη κι εσύ είχατε σχεδιάσει.
Όλα καθαρά, όλα διαυγή` τίποτα, ούτε καν
ένα ζωγραφισμένο από αθωότητα λουλούδι
ενός σχολιαρόπαιδου που κλέβει κιμωλία
στην τάξη και δεν αντιστέκεται στην
ευχαρίστηση του να τη χρησιμοποιήσει.
Ούτε εσύ μπόρεσες ν' αντισταθείς, κι ένα
μήνα μετά ξύπνησες στο χάραμα κι
επέστρεψες στην οδό του γκαράζ. Δεν
υπήρχαν περιπολίες, οι τοίχοι ήταν
τελείως καθαροί` ένας γάτος σε κοίταξε
επιφυλακτικά από ένα κατώφλι όταν
έβγαλες τις κιμωλίες και στο ίδιο μέρος,
εκεί όπου αυτή είχε αφήσει το σχέδιό
της, γέμισες τα ξύλα με μια πράσινη
κραυγή, μια κόκκινη πυρκαγιά αναγνώρισης
και αγάπης, τύλιξες το σχέδιό σου μ' ένα
οβάλ που ήταν επίσης το στόμα σου και
το δικό της και η ελπίδα. Τα βήματα στη
γωνία σ' εκτόξευσαν σ' ένα πλούσιο αγώνα
δρόμου, στο καταφύγιο μιας στοίβας από
άδεια κουτιά` ένας διστακτικός μεθυσμένος
πλησίασε σιγοτραγουδώντας, θέλησε να
κλωτσήσει το γάτο κι έπεσε μπρούμυτα
στα πόδια του σχεδίου. Έφυγες αργά,
σίγουρος πια, και με τον πρώτο ήλιο
κοιμήθηκες όπως δεν είχες κοιμηθεί για
πολύ καιρό.
Τούτο το ίδιο πρωινό κοίταξες από
μακριά: δεν το είχαν σβήσει ακόμα.
Επέστρεψες το μεσημέρι: αδιανόητα σχεδόν
συνέχιζε να είναι εκεί. Η αναταραχή στα
προάστια (είχες ακούσει τα δελτία
ειδήσεων) απομάκρυνε τις αστικές
περιπολίες από τη ρουτίνα τους` στο
σούρουπο το ξαναείδες όπως τόσος κόσμος
το είχε δει κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Περίμενες ως τις τρεις το πρωί για να
επιστρέψεις, ο δρόμος ήταν άδειος και
μαύρος. Από μακριά ανακάλυψες το άλλο
σχέδιο, μόνο εσύ θα μπορούσες να το έχεις
ξεχωρίσει τόσο μικρό πάνω και αριστερά
από το δικό σου. Πλησίασες με κάτι που
ήταν δίψα και τρόμος ταυτόχρονα, είδες
το πορτοκαλί οβάλ και τις βιολετί βούλες
απ' όπου φαινόταν να ξεπηδάει ένα πρησμένο
πρόσωπο, ένα κρεμάμενο μάτι, ένα στόμα
σακατεμένο με γροθιές. Ξέρω, ξέρω, αλλά
τι άλλο θα είχα μπορέσει να σου σχεδιάσω;
Τι μήνυμα θα είχε νόημα τώρα; Κάπως
έπρεπε να σου πω αντίο και ίσως να σου
ζητήσω να συνεχίσεις. Κάτι έπρεπε να
σου αφήσω πριν επιστρέψω στο καταφύγιό
μου όπου δεν είχα πια κανέναν καθρέφτη,
μόνο μια τρύπα για να κρύβομαι μέχρι
τέλους στο πιο απόλυτο σκοτάδι, θυμούμενος
τόσα πράγματα κι ενίοτε, έτσι όπως είχα
φανταστεί τη ζωή σου, φανταζόμουν ότι
έκανες άλλα σχέδια, πως έβγαινες τη
νύχτα για να κάνεις άλλα σχέδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου