(μετάφρ.: nathalie)
Ακούστε με φίλοι. Έχω δει
με τα μάτια νυσταγμένα
κάτι που θέλω να σας διηγηθώ.
Είναι ξημέρωμα. Ένας φυλακισμένος
απέναντί μου ξυπνάει.
Ανασηκώνεται πάνω σ' έναν αγκώνα
Στρίβει ένα τσιγάρο. Κάθεται.
Ενόσω καπνίζει έχει απών το
βλέμμα σαν κοιμισμένο το μέτωπο
(Ονειρεύεται τον άνεμο στο παράθυρο)
Πετάει το τσιγάρο. Γέρνει.
Βγάζει ένα κομμάτι ψωμί,
το τρώει αργά
κι έπειτα... ξεσπά σε κλάμματα.
(Ίσως να μην έχει σημασία...
Εγώ σας το διηγούμαι)
Ξέρετε ήδη πως εμένα οι ταφόπλακες
με έχουν φθείρει ως τα κόκκαλα
της καρδιάς,
αλλά το να βλέπεις έναν άνθρωπο να κλαίει
είναι, πάντα, κάτι τρομερό.
Κι αυτός ο φυλακισμένος δεν είναι ένα δέντρο
που έχει κομματιαστεί. Παραμένει άθικτος.
Αλλά ξαφνικά έχει έρθει
κάθε τι "δικό του" στη συνάντησή του
αυτή τη γαλήνια νύχτα...
Με τον πόνο του στο στήθος μου
τον κοιτώ. Δεν μπορεί να με δει.
Τα μάτια του βρίσκονται πολύ μακριά.
Τα μάτια του κοντά, να κλαίνε
τόσο απαλά, τόσο βαθιά
που μόλις που θα κινηθούν ο αέρας
κι η σιωπή.
Ένας "συναγερμός" τον ταράζει.
(Tην αυλή
ακούγεται να διασχίζει η αλλαγή φρουράς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου