Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Τα διπλά ή τίποτα, της Ελβίρα Σάστρε

(Μετάφρ.: Nathalie)




Όλοι είμαστε ερωτευμένοι.
Μόνο κάποιοι είμαστε ξύπνιοι.

~~~

Η αγάπη είναι μια ανοικτή παρένθεση.

~~~

-Μ' αγαπάς;
-Πιο πολύ κι απ'τη ζωή μου, είπε ο αυτόχειρας.

~~~

Γνώριζα πως ακόμη την αγαπούσα
γιατί τη μισούσα με μια βαναυσότητα ονειροπόλησης.
Γνώριζα πως πια δεν την αγαπούσα
γιατί το μίσος εξαφανίστηκε.
Τα διπλά ή τίποτα.

~~~

Γνωρίζω πως με κάνεις ευτυχισμένη
γιατί η θλίψη μου δεν σε αναγνωρίζει.

~~~

Ήταν τόσο όμορφη που με έκανε να αμφιβάλλω:
Θα την αγαπούσα από έξω
ή θα με αγαπούσα από μέσα;

~~~

Την αγαπούσα με την αιωνιότητα που παρέχει
η γενναιότητα μιας αξέχαστης στιγμής.

~~~

Όταν τόλμησες να με διαβάσεις
εγώ ήδη ήμουν σε άλλο βιβλίο.

~~~

Περνούσαμε τόσο χρόνο μαζί
που πιστεύαμε πως δεν κάναμε κάτι άλλο.
Σφάλλαμε.
Τα κάναμε όλα.

~~~

Μου ζήτησε να της γράψω
ένα ποίημα αγάπης.
Σχεδίασα ένα πουλί
κι έφυγε.

~~~

Δεν υπάρχει χειρότερη μορφή του να ξεχνάς
από το να αγνοείς.

~~~

Είσαι ένας έκπτωτος άγγελος,
αλλά εσύ μου έδειξες να πετώ
κι είναι αυτή αιτία αρκετή
για να ξανασηκωθείς.

~~~

Τείνω να συμφιλιώνομαι με τον κόσμο μου
όταν βλέπω κάποιον να μιλά μόνος
δυνατά: μια μοναξιά λιγότερη.

~~~

Είμαι εξίσου αδύναμη κι εξίσου δυνατή
με ένα λουλούδι στη μέση ενός κάμπου με χαλάσματα.

~~~

Μοιράζομαι τη μοναξιά μου με την πλάτη μου`
γι'αυτό πάντα είμαι σε διαρκή
διαφυγή: μόνη με αγκαλιάζω.

~~~

Τα αυτιά μου είναι ξεχειλισμένα όνειρα
από όταν μου φίλησες τα βλέφαρα.

~~~

Στοιχημάτισες στο να είσαι η πρώτη
και ήσουν,
αλλά δεν αντιλήφθηκες πως στην αγάπη
αυτός που πάντα κερδίζει
είναι όποιος φτάνει τελευταίος.

~~~

Σε θέλω μέχρι να μου αποδείξεις το ανάποδο.

~~~

Η λησμονιά είναι μια κατάσταση αποσύνθεσης.

~~~

Δεν έχει να κάνει με το να βαδίζεις κοιτώντας το πάτωμα,
αλλά με το να περπατάς αναζητώντας τα ίχνη της.

~~~

Το να αντιλαμβάνεσαι μια αγκαλιά στην πλάτη
σαν το ένα σώμα να ήταν αιτία
και το άλλο σώμα αποτέλεσμα.

~~~

Από όταν σε σκέπασα,
η πλάτη μου όλη είναι μια πληγή.

~~~

Η ζωή μου χαμογελά και έχει τα δόντια σου.

~~~

Υπάρχουν στιγμές στις οποίες η ζωή
σε τοποθετεί στην ίδια απόσταση
του να δραπετεύσεις ή να μείνεις για πάντα.

~~~

Η ειρήνη δεν είναι η απουσία θορύβων,
είναι το να τους ακούς και να τους μετατρέπεις σε σιωπή.

~~~

Εκείνοι μάχονται να αποδείξουν πως είναι
οι καλύτεροι συγγραφείς.
Εγώ μόνο επιχειρώ να δοκιμάσω
να είναι άλλες οι μούσες μου.

~~~
Το να γράφεις είναι για δειλούς`
γνήσια ανδρεία, η αγάπη.
Όλα μαζί, ποίηση.

~~~

Δύο πρόσωπα που λησμονιούνται
απλά αγαπιούνται με άλλον τρόπο.
Η λησμονιά φτάνει με τη μοναξιά,
όταν κανείς είναι μόνο ένας
και δεν υπάρχει οπή για άλλον.

~~~

Baluarte, 2014

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

άτιτλο του Εσκάνταρ Αλχέετ

(Μετάφρ.: Nathalie)



Σταμάτησα να γράφω για την αγάπη για να την καλύψω με αηδία,
τα έσβησα όλα κι έκανα μια νέα αρχή γύρω από μένα για να μου αλλάξω τη ζωή
που είχα επιλέξει
λόγω του φόβου μου για το ευτυχισμένο τέλος, για την παρατεταμένη χαρά, για την αναγκαιότητα του πόνου,
για να αισθανθώ άνετα με τη δικαιοσύνη των ενοχών,
τις πιστές μου πουτάνες,
τις συμβούλους εχθρούς μου.

Αγκυροβόλησα σαν ένα πλοίο που, μεθυσμένο, αφήνεται να πέσει
στο πρώτο λιμάνι που δεν του γύρισε την πλάτη,
όπως μια τράπεζα γεμάτη με ληστές πληρωμένους από μένα,
αγκυροβόλησα
από γαμήλια δεξίωση, ανάμεσα στους καλεσμένους
και στο λουκούλειο γεύμα, προτίμησα την πικρή γεύση
των δικών μου εμετών
από τη γλυκιά αγκαλιά του γυμνού δέρματος.

Πριν πλύνω τα πιάτα, αποφάσισα να τα σπάσω,
να κλέψω το σερβίτσιο,
να σερβίρω σε αλουμινόχαρτο την εντιμότητα,
και να την καπνίσω.

Δεν είναι ένα σήμα συναγερμού, βλάκα, αλλά μου αρέσει να γεμίζω με καπνό
τη διακόσμηση,
τη φωτογραφία,
και το σενάριο.

Λες και αυτή ήταν μια ταινία καταστροφής και δοκιμίων
κι όχι μια σκατο- διαδοχή από ακολουθίες
χωρίς πολλά πολλά.

Ζωή μου, πόσο μακριά με τσακώνεις κάθε φορά που θέλω ν'αυτοκτονήσω
και δε με φιλάς,
και παρόλα αυτά πόσο κοντά, όταν, ενίοτε, σε φαντάζομαι ξυπόλητη να κοιτάς τη θάλασσα.
Κι όλα τα υπόλοιπα ξεχνιούνται.

Τι παράξενο είναι αυτό το κλουβί.
Και τι παράξενα κάγκελα έχει: όσο και να προσπαθώ να τα διασχίσω
μεγαλώνουν εντός μου,
ζημιά τη ζημιά.

Λες και μπέρδευα το να ξεπεράσω με το να ξεχάσω.
Λες και επειδή σταμάτησα να σε κοιτώ δεν υπήρχες.

Και τίποτα δεν ήταν πιο τυχαίο από όλο αυτό το παρελθόν από χειμώνες
με το οποίο κοιμάμαι
στην παλατινή σουίτα μου τη γεμάτη με καθρέφτες
και ρωγμές.

Στίψε με να στάξω, έλεγε τούτη η βροχή
με την οποία με κοιτούσες στα μάτια
κάθε φορά που έχυνες.
Αυτή η θύελλα
με την οποία ντυνόσουν τα συναισθήματα αναμένοντας την κακοποίηση
προσθέτοντας ύστερα: “ήρεμα,
δεν είναι τίποτα, αλλά φύγε πια, σε παρακαλώ,
δεν θα'θελα να δικαιολογήσω τα ναυάγιά σου,
να σου δωρίσω τις δικαιολογίες,
να σου γράφω εγώ τις μεταφορές με τις οποίες θα σου λέω ψέματα”

Υπήρχε μια σιωπή που μας περίμενε, ένα τίποτα που θα μας έκανε να κοιτάξουμε τα φιλιά άλλων
οπισθοδρομώντας, μαζεύοντας τα κομμάτια
και τους σπόρους για τα πουλιά, θα είμαστε λυπημένοι στη δική μας καταδίκη του υποκατάστατου,
θα γελάμε σαν γιορτές σε ασθενοφόρο,
σαν ένα πήγαινε-έλα από νοσταλγίες που μας γαργαλούσε
σαν κάποιο “δεν ξέρω τι είναι, αλλά δεν είμαι ευτυχισμένος” σε κάθε τυχερό λαχείο
για το οποίο μας συνέχαιραν.

Το ξέρω,
ξέρω πως θα μπορούσα να ζήσω από δίψα
ήρεμα
όλη τη γαμημένη ζωή,
αλλά επέλεξα να την πιω
βιαστικά,
κι έτσι πρέπει να συνεχίσω

μέχρι να γίνει ξύδι.

Πηγή

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

για να μη σταματήσω να πιστεύω στις μίνι φούστες, του Εσκάνταρ Αλχέετ

(Μετάφρ.: Nathalie)



Αυτή ήταν η ζωή μου στην υποτροπή. Αν κάποιος σας διηγηθεί πως πέταξα, μην τον πιστέψετε. Ο κόσμος συνηθίζει να μπερδεύει το να πέφτεις με το να πετάς. Είναι τόσο εύκολο, το πρώτο. Και τόσο αδύνατο, το δεύτερο. Δεν υπάρχει βαρύτητα σε αυτές τις λέξεις, μόνο η αγάπη μέχρι το πάτωμα που με συγκρατεί, σε όλα τα χαστούκια τα συμφωνημένα με τα οποία με συγχώρεσα και στη δική τους δικαιοσύνη της γήινης θνητότητας, σε αυτά τα σκουλήκια των στομάτων μας έπειτα από τα φιλιά και τις χαραυγές. Ποτέ δεν κατάφερα να σταματήσω το χρόνο, ούτε καν να τον επιβραδύνω. Το στοίχημά μου ήταν: γρήγορα, σαν να μας κυνηγούσαν. Και σου έπιασα το χέρι. Ήθελα να δραπετεύσω μαζί σου αλλά χωρίς να βγω από εμένα. Και πήγα πίσω από μας ή γύρω από μας όλους τους φόβους μου που έφτυναν για να μας φτάσουν, για να μας δαγκώσουν τις πληγές από τις οποίες δεν είχαμε γιατρευτεί. Γλείφοντας ο ένας τον άλλον.

Αυτή είναι η επίθεση στην οποία φίλησα το μουσαμά. Και συνηθισμένος στα χείλη σου, σε άλλαξα με το πάτωμα. Το αίμα θα μιλήσει για μένα, δηλαδή, αυτοί της τελευταίας σειράς: εστιάστε τα κιάλια σας. Το δέρμα σου είναι σαν έλλειψη ζάχαρης όταν κάνω το πρωινό και δεν είναι για σένα. Θα στοιχημάτιζα να μην ξαναδώ τη θάλασσα στο ότι τα μάτια σου μπορούν να ταπεινώσουν οποιαδήποτε πέτρα, αλλά από μέσα, στο ότι μπορούν να διασχίσουν έναν τοίχο μέχρι να τον κάνουν να κλάψει, στο ότι όλη η γη που πατάς ιδρώνει μετά τα βήματά σου. Το τοπίο του πόνου σου είναι να προσέχω στο να συγκρατώ τους υπαινιγμούς μου για να σου κρατώ το χέρι. Ας υπάρχει κάτι αόρατο που δεν καταλαβαίνεις παλεύοντας στο να με απομακρύνεις από εσένα. Ας αφεθώ να γαμηθώ από μια τρελή ζωή αντί του να επανεφεύρω την αγάπη, ή να την ξαναδημιουργήσω, οργασμό τον οργασμό. Η καρδιά μου και η πούτσα μου ενίοτε μιλούν για τους γοφούς σου, και το κεφάλι μου λέει ναι, μόνο γι'αυτούς.

Ενίοτε ονειρεύομαι με την άνοιξη και με το στόμα σου, έτσι έρχομαι να ζητήσω το λουλούδι και την πίπα λες και το να ονειρεύομαι μου παραχωρούσε δικαιώματα αντί για υποχρεώσεις, λες και θα μπορούσα να κλοτσήσω την ανοησία μου από ναυάγιο διεκδικώντας το νησί των γαλάζιων ή ασιζινών ματιών σου. Και πουλώντας την απουσία σου σε αγνώστους, κάνοντας trafficking με αυτό το κενό μόνο για να έχω κάτι να αισθάνομαι χωρίς να πρέπει να πω ψέματα σχετικά με αυτό, η αμέτρητη ανάγκη μου να τραβώ το καζανάκι τη στιγμή που έχεις πάρει την τελευταία γραμμή, κι αυτό το ορφανοτροφείο χωρίς παιδιά που αποκαλώ σπίτι, μπορείς να το αποκαλείς κι εσύ όποτε θέλεις. Το ξέρεις, έτσι;

Συγχώρεσε το κουβάρι που ρίχνω σαν να ήθελα να τα περιπλέξω όλα. Πια ξέρεις πως σε μένα τα συναισθήματα πάντα μου φαίνονταν λίγο λαβύρινθος, γωνίες όπου χανόμουν όταν έπρεπε να πάρω ένα τρένο και έφτανα αργά, δικαιολογίες τις οποίες δεχόσουν οι οποίες δεν έπιαναν ποτέ στις δουλειές που πραγματικά ήθελες. Λίγο σαν μια μπάρα γεμάτη με κόσμο που ζητά μπύρα σαν να ήταν βοήθεια. Λένε Mahou* και ακούω αρωγή. Ένας σαματάς. Που είναι, υποθέτω, όπως ακριβώς σε αγάπησα. Φωνάζοντας.

Οι φόβοι μου έκαναν γιορτή στη δική μας ηχώ. Σε αυτό που ερχόταν μετά. Στις σκιές μας, οι φόβοι μου έπαιζαν για να δουν ποιον θα ζητούσα στο πρώτο χέρι. Και τι. Ήλπιζαν στη διαμόρφωση της ανάμνησης για να μεθύσουν, και υπόσχονταν απώλειες για τη διάσωσή τους, οι φόβοι μου δούλευαν το χθες που θα πηδούσε τα αύριό μας, εσύ με την πετσέτα στο κεφάλι κι εγώ να σου βάζω πίεση αντί για άλλα πράγματα, ξανά. Το καλό είναι πως, παρόλο που ήταν μόνο ένα λεπτό, τους είχαμε χεσμένους, τους φόβους μου. Το κακό είναι πως είχαν δίκιο. Κι εγώ μόνο συναισθήματα.

Έπαιρνες ένα λεπτό ραβδί και το έβαζες μέχρι τον πάτο για να βγει η αράχνη. Υπήρχε κάτι γοητευτικό σε όλο αυτό. Σκάλιζες τη νυφίτσα του προσπαθώντας ώστε να έβγαινε φοβισμένη, έτοιμη να δαγκώσει ή να πληγώσει σαν ένα οποιοδήποτε ζώο γραπωμένο από την επιβίωση παραπάνω από την αξιοπρέπειά του. Εμείς ούτε καν έπρεπε να επιβιώσουμε, και η αξιοπρέπεια υποδήλωνε μόνο το επίπεδο της εμπεδωμένης σκληρότητας. Μας είχαμε για θεούς σκοτώνοντας έντομα. Και τώρα που μεγαλώνουμε τέρατα, γιατί δεν κάνουμε το ίδιο;

Πώς θα πω στο παιδί πως είδα να κλαίνε μάνες στο δρόμο για τη δουλειά, παραιτημένες στη ρουτίνα, ζητώντας μια ζωή με λιγότερα για μια μέρα ξεκούρασης. Το χαμόγελο ποιανού θα πρέπει να εφεύρω για να το πείσω να ονειρεύεται όσο πιο μακριά γίνεται για να ζήσει αυτό που δε γίνεται πιο κοντά, σε τι ελευθερία θα πεθάνουν οι παλιάτσοι και οι πουτάνες αφότου θα τους έχουμε χρησιμοποιήσει, σε τι τιμή είναι οι αλυσίδες, κύριε χειμώνα; κι ο αέρας να κάνει το ξύλο να τρίζει, σαν να λέει: κοιμήσου, καλό παιδί, κοιμήσου...

Πιστεύω στις φωτιές και στη σπατάλη. Έχω αισθανθεί τη νύχτα μέσα από μένα και ούρλιαζα σαν μια περγαμηνή χωρίς θησαυρό, στην απόγνωσή της να αισθανθεί χρήσιμη, διάφανη, μανιώδης από ανάγκη. Έχω συγκεντρώσει κάθε ευκαιρία στο σέικερ και μετά το έχω ανακινήσει λες και αυνάνιζα το μίσος μου. Δεσποινίς, δεν είμαι άξιος για να μπεις στο κρεβάτι μου, αλλά μια πίπα δικιά σου αρκεί για να με γιατρέψει. Προσευχόμουν κάθε βράδυ σκεπτόμενος το μουνί σου. Πραγματικά θα ήθελες να αγαπάς κάποιον έτσι;

Πάντα πίστευα πως το hangover ήταν το τελευταίο μέρος του μεθυσιού. Τώρα το ξαναμετατρέπω επίσης σε αρχικό μέρος. Σε άλλο. Κι έτσι, περνούν οι εβδομάδες. Στο φουλ. Κι εγώ συμπτύσσοντάς τες.

“εσύ αγαπάς πολύ κόσμο, αλλά ποτέ δεν το λες σε κανέναν”. Μου είπε, ενώ ξεπακέταρε τις βαλίτσες του επόμενού της ταξιδιού. “Μείνε με αυτό. Εγώ δεν το χρειάζομαι, γιατί σ'αγαπώ και στο λέω, έτσι άσε τις μαλακίες κι άρχισε να το λες, εντάξει; ”.

Θα με δεις φευγαλέο ή αιώνιο, έκπτωτο σαν τον άγγελο εκείνο που καβάλησε μια κόλαση, μόνο λόγω επαναστατικότητας, μακριά όπως ένα αστέρι που δε χρησιμεύει για να φωτίζει το ανέβασμα στη σκηνή τουλάχιστον ενός ονείρου ή λυπημένου όπως αυτός ο κόσμος από διασταυρωμένες πλατφόρμες και αυτοκτονικούς τυφλούς, όπως το γιατί που κανείς δεν απαντά όταν τον ρωτούν για το θάνατο.

Θα με δεις όπως στα σύννεφα ή στις συμπτώσεις, ψάχνοντας, πια με ξέρεις, την ευτυχία από τα πόδια σου που δεν μου αντιστοιχεί.

Θα με δεις, ίσως με έναν κόμπο στο λαιμό καλά σφιγμένο, να προσπαθώ να μη βήξω, να χαμογελώ ενώ σου λέω:

Έχω έρθει για να σε φιλήσω και να σου κάνω καφέ.
Έχω έρθει για να είμαι το πρωινό σου.

*μάρκα ισπανικής μπύρας

Πηγή

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Αλλαγή σχεδίων, του Εσκάνταρ Αλχέετ

(μετάφρ.: Nathalie)


περπατώ στην άκρη των υπολοίπων στο άθροισμα του να σε έχω και να σου δίνω ένα τσίμπημα,
για να ξέρω πως είναι αλήθεια,
πως υπάρχεις πραγματικά και είσαι ικανή να διατηρήσεις στην ελιά σου μια ολόκληρη πραγματικότητα
και είναι αυτό που ποτέ δεν κοιτάζω πίσω όταν σε έχω μπροστά,
αυτό που η άνοιξη γλιστρά στην πλάτη σου,
αυτή η μανία μου να μη συνηθίζω να σε βλέπω χωμένη στον κόσμο μου
που τα μεταμορφώνει όλα και όλα μοιάζουν με ποίηση
και οι γέροι της γραμμής 5
και οι γείτονες του ασανσέρ του έκτου
και οι ζητιάνοι στην πλατεία της όπερας
γνωρίζουν, αλλά πολύ καλά για τι μιλώ
κι από εκεί σου λέω πως θα εξειδικευτώ στις αστραπές σου
και θα με αναστατώσω σε κάθε νέο ραντεβού, και θα σε δοκιμάσω
"με τον τρόπο που οι αρτοποιοί δοκιμάζουν το ψωμί, δηλαδή, με το στόμα"
μέχρι όλα να είναι τόσο ξεθωριασμένα όπως τα μάτια μου στις 5 το πρωί
και να ξαναμπλεχτούν οι χυδαιολογίες στο χαμόγελό σου
και το κρεβάτι μου να μην ξέρει πού να σε βάλει
θα σε πάρω αγκαλιά
και για μια στιγμή θα κλείσω τα μάτια για πάντα
και θα μιλήσω με φωνή πολύ χαμηλή για την αιωνιότητα,
για τους ψιθύρους που αποσιωπώ κάθε φορά που με φιλάς,
που σε αυτό το σημείο το μόνο που φιλοδοξώ είναι να σε λοξοκοιτάζω στις εξετάσεις,
να σου γράφω βλακείες στις σημειώσεις,
να αφήνω κομματάκια από τις καταστροφές μου στις τσέπες σου,
να λερωνόμαστε από μπόρες
κι έτσι θα αγοράσεις λιχουδιές κι εγώ θα σου πω μόνο: για να δούμε ποιος είναι πιο γλυκός!!!
θα πιεις έναν ωκεανό από τους φόβους μου σε ένα ποτηράκι νερού που θα βάλω στο κομοδίνο,
θα πρέπει να σε ξυπνώ το πρωί, λυπάμαι, αλλά είναι που
το να κοιμάμαι μαζί σου είναι πιο συναρπαστικό από οποιοδήποτε από τα όνειρά μου,
θέλω αυτή τη μάζωξη καπνού, αυτή τη συνωμοσία από ελεγείες,
θέλω πραγματικά κάθε σκιά και κάθε απροσεξία,
τα μισά χαμόγελά σου,
αυτό το να μην ξέρω τι να κάνω, η πού, αλλά μαζί σου,
να μη φύγεις υπερβολικά μακριά γιατί μπορώ να κινήσω ένα πλανήτη για να σε βρω,
δεν με ενδιαφέρουν οι ήπειροι αν είσαι εσύ το περιεχόμενο,
κι ελπίζω πως εσένα δεν σε ενδιαφέρουν οι εξομολογήσεις,
οι επιθέσεις με σκοπό το φιλί ή το θάνατο,
όλα όσα κινούνται στη μυστικότητα,
θα περάσω τα χέρια μου γύρω από τους ώμους σου όταν θα πάμε στο σινεμά,
θα συζητήσω μαζί σου για το τέλος κάθε ταινίας,
για την αρχή της δικής μας ιστορίας,
θα ανοίξω διάπλατα τα παράθυρα για να μπεις στη ζωή μου με το μόνο τρόπο που ξέρεις:
πετώντας.
δε θα σε αφήσω σε ησυχία ούτε για όλους τους πολέμους του κόσμου
κι επίσης, πρέπει να ξέρεις, θα είσαι ελευθερία ντυμένη από σάββατο
στο ανοιχτό γαλάζιο ήχο θάλασσας του πηγαινέλα των ματιών σου,
κοίτα: δεν ξέρω ακριβώς τι είναι αυτό που κάνεις
αλλά για να το κάνεις
θα είναι θαυμάσιο.



Πηγή

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Μια βόλτα από τη λογοτεχνία, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

(Μετάφρ.: Nathalie)*

για το Ροδρίγο Πίντο και τον Αντρές Νέουμαν
1. Ονειρεύτηκα πως ο Ζωρζ Περέκ ήταν τριών χρονών και επισκεπτόταν το σπίτι μου. Τον αγκάλιαζα, τον φιλούσα, του έλεγα πως ήταν ένα υπέροχο παιδί.
2. Μισοτελειωμένοι, μένουμε, πατέρα, ούτε ωμοί ούτε μαγειρεμένοι, χαμένοι στο μεγαλείο σε αυτήν την ατέλειωτη χωματερή, να περιπλανιόμαστε και να μπερδευόμαστε, σκοτώνοντας και ζητώντας συγγνώμη, μανιοκαταθλιπτικοί στον ύπνο σου, πατέρα, στον ύπνο με τα όνειρα που δεν είχαν όρια και που ξεδιπλωνόμασταν χίλιες φορές και μετά χίλιες φορές ακόμα, σαν λατινοαμερικάνοι ντετέκτιβ χαμένοι σ'ένα λαβύρινθο από κρύσταλλο και πηλό, ταξιδεύοντας κάτω από τη βροχή, βλέποντας ταινίες όπου εμφανίζονταν γέροι που φώναζαν ανεμοστρόβιλος! ανεμοστρόβιλος!, βλέποντας τα πράγματα για τελευταία φορά, αλλά χωρίς να τα βλέπουμε, σαν στοιχειά, σαν βατράχια στον πάτο ενός πηγαδιού, πατέρα, χαμένοι στη μιζέρια του ουτοπικού ονείρου, χαμένοι στην ποικιλία των φωνών σου και των αβύσσων σου, μανιοκαταθλιπτικοί μέσα στην πολύπλοκη σάλα της Κόλασης όπου μαγειρεύεται το Χιούμορ σου.
3. Μισοτελειωμένοι, ούτε ωμοί ούτε μαγειρεμένοι, διπολικοί ικανοί να καβαλήσουμε τον τυφώνα.
4. Σε αυτά τα ναυάγια, πατέρα, όπου απ’ το χαμόγελό σου έμεναν μόνο αρχαιολογικά κατάλοιπα.
 5. Εμείς, οι nec spes nec metus.
 6. Και κάποιος είπε: 
Αδερφή της δικής μας άγριας μνήμης
για την αξία είναι καλύτερο να μη μιλάμε.
Όποιος μπόρεσε να κερδίσει το φόβο
έγινε γενναίος για πάντα.
Χορεύουμε, λοιπόν, ενώ περνά η νύχτα
όπως ένα γιγάντιο συρτάρι με παπούτσια
πάνω από την κρημνώδη ακτή και τη βεράντα,
σε μια ζάρα της πραγματικότητας, του δυνατού,
εκεί όπου η καλοσύνη δεν είναι μια εξαίρεση
Χορεύουμε στον αβέβαιο αντικατοπτρισμό
των λατινοαμερικάνων ντετέκτιβ,
ένας νερόλακος από βροχή όπου αντικατοπτρίζονται τα πρόσωπά μας
κάθε δέκα χρόνια

Μετά ήρθε το όνειρο.
7. Ονειρεύτηκα λοιπόν πως επισκεπτόμουν το αρχοντικό του Αλόνσο δε Ερσίγια. Ήμουν εβδομήντα χρονών και ήμουν διαλυμένος από την αρρώστια (κυριολεκτικά ήμουνα κομμάτια). Ο Ερσίγια ήταν ενενήντα και ψυχορραγούσε σε ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό. Ο γέρος με κοιτούσε ακατάδεκτος και μετά μου ζητούσε ένα ποτήρι αγουαρδιέντε. Εγώ έψαχνα και ξαναέψαχνα το αγουαρδιέντε αλλά έβρισκα μόνο σύνεργα ιππασίας.
8. Ονειρεύτηκα ότι περνούσα περπατώντας από την Παραλιακή Οδό της Νέας Υόρκης και έβλεπα στο βάθος τη φιγούρα του Μανουέλ Πουίγκ. Φορούσε ένα θαλασσί πουκάμισο και ένα παντελόνι από ελαφρύ καραβόπανο ανοιχτό γαλάζιο ή σκούρο γαλάζιο` εξαρτάται.
 9. Ονειρεύτηκα ότι ο Μασεδόνιο Φερνάντες εμφανιζόταν στον ουρανό της Νέας Υόρκης με μορφή σύννεφου: ένα σύννεφο χωρίς μύτη ούτε αυτιά, αλλά με μάτια και στόμα.
10. Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν σε ένα δρόμο της Αφρικής που σύντομα θα μεταβαλλόταν σε ένα δρόμο του Μεξικού. Καθισμένος σ’ένα πλάτωμα, ο Εφραίν Ουέρτα [Efraín Huerta] έπαιζε ζάρια με τους επαίτες ποιητές της Πόλης του Μεξικού.
11. Ονειρεύτηκα ότι σ’ένα ξεχασμένο κοιμητήριο της Αφρικής συναντούσα τον τάφο ενός φίλου, το πρόσωπο του οποίου δεν μπορούσα πια να θυμηθώ.
12. Ονειρεύτηκα ότι ένα απόγευμα χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού μου. Χιόνιζε. Εγώ δεν είχα σόμπα ούτε λεφτά. Πιστεύω πως μέχρι και το φως θα μου το έκοβαν. Και ποιος ήταν στην αλλη πλευρά της πόρτας; Ο Ενρίκε Λιν με ένα μπουκάλι κρασί, ένα πακέτο με φαγητό και μια επιταγή από το Άγνωστο Πανεπιστήμιο (**).
13. Ονειρεύτηκα πως διάβαζα Σταντάλ στον Πυρηνικό Σταθμό της Τσιβιταβέκια: μια σκιά γλιστρούσε από το κεραμικό υλικό των αντιδραστήρων. Είναι το φάντασμα του Σταντάλ έλεγε ένας νεαρός με μπότες και γυμνός από τη μέση και πάνω. Κι εσύ ποιος είσαι;, τον ρώτησα. Είμαι το πρεζάκι του κεραμικού υλικού, ο Ουσάρος του κεραμικού υλικού και των σκατών, είπε.
14. Ονειρεύτηκα πως ονειρευόμουν, είχαμε χάσει την επανάσταση πριν την κάνουμε και αποφάσιζα να γυρίσω σπίτι. Προσπαθώντας να πέσω στο κρεβάτι συναντούσα τον Ντε Κουίνσι να  κοιμάται. Ξυπνήστε, δον Τομάς, του έλεγα, θα ξημερώσει, πρέπει να φύγετε. (Λες και ο Ντε Κουίνσι ήταν ένα βαμπίρ.) Αλλά κανείς δε με άκουγε και ξαναγύριζα στους σκοτεινούς δρόμους της Πόλης του Μεξικού.
15. Ονειρεύτηκα πως έβλεπα να γεννιέται και να πεθαίνει την ίδια μέσα ο Αλοΰσιους Μπερτράν,  σχεδόν χωρίς χρονική απόσταση, ωσάν οι δυο μας να ζούσαμε  εντός ενός πέτρινου ημερολογίου χαμένου στο διάστημα.
16. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένας γέρος και άρρωστος ντετέκτιβ. Τόσο άρρωστος που κυριολεκτικά ήμουν κομμάτια. Πήγαινα πίσω από τα ίχνη του Γκι Ρόουζι [Gui Rosey]. Περπατούσα στις γειτονιές ενός λιμανιού που θα μπορούσε να είναι η Μασσαλία ή και όχι. Ένας γέρος Κινέζος, καταδεκτικός, με οδηγούσε επιτέλους σε ένα υπόγειο. Αυτό είναι ό,τι απομένει από τον Ρόουζι, έλεγε. Ένας μικρός σωρός  από στάχτες. Έτσι όπως είναι, θα μπορούσε να είναι ο Λι Πο, του απαντούσα.
17. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένας γέρος και άρρωστος ντετέκτιβ που αναζητούσε κόσμο χαμένο από καιρό. Ενίοτε με κοιτούσα συμπτωματικά σε έναν καθρέφτη και αναγνώριζα τον Ρομπέρτο Μπολάνιο.
18. Ονειρεύτηκα ότι ο Άρτσιμπαλντ Μακ Λις έκλαιγε –μόλις τρία δάκρυα- στη βεράντα ενός εστιατορίου στο Κέιπ Κοντ. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και παρότι δεν γνώριζα πώς να επιστρέψω καταλήγαμε να πίνουμε και να κάνουμε προπόσεις στον αγέρωχο Νέο Κόσμο.
19. Ονειρεύτηκα με τα Πτώματα και τις Ξεχασμένες Παραλίες.  
20. Ονειρεύτηκα πως το πτώμα επέστρεφε στη Γη της Επαγγελίας προσαρτημένο σε μια Λεγεώνα Μηχανικών Ταύρων.
21. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και πως ήμουν το τελευταίο ανθρώπινο ον του Νότιου Ημισφαιρίου που διάβαζε τους αδερφούς Γκονκούρ.
22. Ονειρεύτηκα πως συναντούσα την Γκαμπριέλα Μιστράλ σε ένα αφρικάνικο χωριουδάκι. Είχε αδυνατίσει λίγο και είχε υιοθετήσει τη συνήθεια του να κοιμάται καθισμένη στο πάτωμα με το κεφάλι πάνω στα γόνατα. Μέχρι και τα κουνούπια φαίνονταν να την γνωρίζουν.
23. Ονειρεύτηκα πως επέστρεφα από την Αφρική σε ένα λεωφορείο γεμάτο με νεκρά ζώα. Σε ένα οποιοδήποτε σύνορο εμφανιζόταν ένας κτηνίατρος χωρίς πρόσωπο. Το πρόσωπό του ήταν σαν ένα αέριο, αλλά δεν ήξερα ποιος ήταν.
24. Ονειρεύτηκα πως ο Φίλιπ Κ. Ντικ έκανε βόλτα γύρω από τον Πυρηνικό Σταθμό της Τσιβιταβέκια.
25. Ονειρεύτηκα πως ο Αρχίλοχος διέσχιζε μια έρημο από ανθρώπινα κόκκαλα. Ενθάρρυνε τον εαυτό του «Πάμε, Αρχίλοχε, μην καταρρέεις, εμπρός, εμπρός.»
26. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκαπέντε χρονών και πήγαινα στο σπίτι του Νικάνορ Πάρρα να με αποχαιρετήσω. Τον έβρισκα όρθιο, να στηρίζεται σε ένα μαύρο τοίχο. Πού πας Μπολάνιο;, έλεγε. Μακριά από το Νότιο Ημισφαίριο, του απαντούσα.
27. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκαπέντε χρονών και, πράγματι, έφευγα από το Νότιο Ημισφαίριο. Βάζοντας στο σακίδιό μου το μοναδικό βιβλίο που είχα (Τρίλσε, του Βαγιέχο), αυτό καιγόταν. Ήταν επτά το απόγευμα κι εγώ πετούσα το καμμένο μου σακίδιο από το παράθυρο.
28. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκαέξι και πως ο Μαρτίν Αδάν [Martín Adán] μου έκανε μαθήματα πιάνου. Τα δάχτυλα του γέρου, μακριά όπως αυτά του ελαστικού Κύριου Φανταστικού, βυθίζονταν στο πάτωμα και πληκτρολογούσαν πάνω σε μια αλυσίδα από υποθαλάσσια ηφαίστεια.
 29. Ονειρεύτηκα πως μετέφραζα το Βιργίλιο με μια πέτρα. Ήμουν γυμνός πάνω σε μια μεγάλη πλάκα από βασάλτη και ο ήλιος, όπως έλεγαν οι πιλότοι μαχητικών, μετεωριζόταν επικίνδυνα στις 5.
30. Ονειρεύτηκα πως πέθαινα σε μια αφρικανική αυλή και πως ένας ποιητής αποκαλούμενος Πωλάν Ζοακίμ [Paulin Joachim] μου μιλούσε στα γαλλικά (καταλάβαινα μόνο αποσπάσματα όπως «η παρηγοριά», «ο χρόνος», «τα χρόνια που θα έρθουν») ενώ ένας πίθηκος κρεμασμένος ισορροπούσε στο λαδί ενός δέντρου.  
31. Ονειρεύτηκα πως η γη τελείωνε. Και πως το μόνο ανθρώπινο πλάσμα που ενατένιζε το τέλος ήταν ο Φραντς Κάφκα. Στον ουρανό οι Τιτάνες μάχονταν μέχρι θανάτου. Από μια θέση από σφυρήλατο σίδερο στο πάρκο της Νέας Υόρκης έβλεπε τον κόσμο να καίγεται.
32. Ονειρεύτηκα πως ονειρευόμουν και πως επέστρεφα στο σπίτι μου υπερβολικά αργά. Στο κρεβάτι μου έβρισκα τον Μάριο ντε Σα-Καρνέιρο να κοιμάται με την πρώτη μου αγάπη. Ξεσκεπάζοντάς τους ανακάλυπτα ότι ήταν νεκροί και δαγκώνοντας τα χείλη μέχρι να με ματώσω γυρνούσα στους γειτονικούς δρόμους.   
33. Ονειρεύτηκα πως ο Ανακρέοντας κατασκεύαζε το κάστρο του στην κορυφή ενός γυμνού λόφου κι έπειτα το κατέστρεφε.
34. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένας πολύ γέρος λατινοαμερικάνος ντετέκτιβ. Ζούσα στη Νέα Υόρκη και ο Μαρκ Τουέιν με προσλάμβανε για να σώσω τη ζωή κάποιου που δεν είχε πρόσωπο. Θα είναι μια καταραμένα δύσκολη υπόθεση, κύριε Τουέιν, του έλεγα.
35. Ονειρεύτηκα πως ερωτευόμουν την Άλις Σέλντον. Αυτή δε με αγαπούσε. Έτσι προσπαθούσα ν'αυτοκτονήσω σε τρεις ηπείρους. Περνούσαν τα χρόνια. Επιτέλους, όταν ήμουν πια πολύ γέρος, εκείνη εμφανιζόταν από το άλλο άκρο της Παραλιακής Οδού στη Νέα Υόρκη και μέσω σημάτων (σαν αυτά που έκαναν στα αεροπλανοφόρα για να προσγειώνονται οι πιλότοι) μου έλεγε πως πάντα με αγαπούσε.
36. Ονειρεύτηκα πως έκανα ένα 69 με την Αναΐς Νιν πάνω σε μια τεράστια πλάκα από βασάλτη.
37. Ονειρεύτηκα πως γαμούσα την Κάρσον ΜακΚάλερς σε ένα δωμάτιο, στα σκοτεινά, την άνοιξη του 1981. Και οι δυο αισθανόμασταν παράλογα ευτυχισμένοι.
38. Ονειρεύτηκα πως γυρνούσα στο παλιό μου Λύκειο και πως ο Αλφόνς Ντωντέ ήταν ο καθηγητής μου στα γαλλικά. Κάτι αδιόρατο μας υποδείκνυε πως ονειρευόμασταν. Ο Ντωντέ κοιτούσε συνέχεια από το παράθυρο και κάπνιζε την πίπα του Ταρταρέν.
39. Ονειρεύτηκα πως έμενα κοιμισμένος ενώ οι συμμαθητές μου από το Λύκειο προσπαθούσαν να ελευθερώσουν τον Ρομπέρ Ντεσνός από το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τερεζίν. Όταν ξυπνούσα μια φωνή με διέταζε να μπω σε κίνηση. Γρήγορα, Μπολάνιο, γρήγορα, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Φτάνοντας έβρισκα μόνο ένα γέρο ντετέκτιβ να σκαλίζει τα καπνισμένα ερείπια στην άσφαλτο.
40. Ονειρεύτηκα πως μια καταιγίδα από απόκοσμα νούμερα ήταν ό,τι απέμενε από τα ανθρώπινα όντα τρία δισεκατομμύρια χρόνια αφότου η Γη είχε πάψει να υφίσταται.
41. Ονειρεύτηκα ότι ονειρευόμουν και πως στις τελευταίες στοές των ονείρων συναντούσα το όνειρο του Ρόκε Δάλτον: το όνειρο των γενναίων που πέθαναν για μια χίμαιρα του κώλου.
42. Ονειρεύτηκα πως ήμουν δεκαοχτώ χρονών και πως έβλεπα τον καλύτερό μου φίλο από τότε, που ήταν επίσης δεκαοχτώ, να κάνει έρωτα με τον Ουόλτ Ουίτμαν. Το έκαναν σε μια πολυθρόνα, ατενίζοντας το άγριο σούρουπο της Τσιβιταβέκια.
43. Ονειρεύτηκα πως ήμουν φυλακισμένος και πως ο Βοήθιος ήταν συγκρατούμενός μου. Κοίτα, Μπολάνιο, έλεγε απλώνοντας το χέρι και την πένα στο μισοσκόταδο: δεν τρέμουν! Δεν τρέμουν! (Μετά από λίγο, προσέθετε με γαλήνια φωνή: αλλά θα τρέμουν όταν αναγνωρίσουν το μαλάκα το Θεοδώριχο.)
44. Ονειρεύτηκα πως μετέφραζα Μαρκήσιο Ντε Σαντ με χτυπήματα τσεκουριού. Είχα τρελαθεί και ζούσα σε ένα δάσος.
45. Ονειρεύτηκα πως ο Πασκάλ μιλούσε για το φόβο με κρυστάλλινες λέξεις σε μια ταβέρνα της Τσιβιταβέκια: «Τα θαύματα δεν χρησιμεύουν στο να μεταμορφώνουν, αλλά στο να καταδικάζουν», έλεγε.
46. Ονειρεύτηκα πως ήμουν ένας γέρος λατινοαμερικάνος ντετέκτιβ και πως ένα μυστηριώδες Ίδρυμα με επιφόρτιζε να βρω τα πιστοποιητικά θανάτου των Ιπτάμενων Λατίνο(***). Ταξίδευα σε όλο τον κόσμο: νοσοκομεία, πεδία μάχης, ποτάδικα, εγκατελειμμένα σχολεία.
47. Ονειρεύτηκα ότι ο Μπωντλέρ έκανε έρωτα με μια σκιά σε ένα δωμάτιο όπου είχε διαπραχθεί ένα έγκλημα. Αλλά τον Μπωντλέρ δεν τον ενδιέφερε. Πάντα είναι το ίδιο, έλεγε.
48. Ονειρεύτηκα ότι μια νεαρή δεξάξι χρονών εισερχόταν στο τούνελ των ονείρων και μας ξυπνούσε με δύο είδη βέργας. Η κοπέλα ζούσε σ’ένα τρελοκομείο και σιγά σιγά γινόταν πιο τρελή. 
49. Ονειρεύτηκα πως στις ταχυδρομικές άμαξες που έμπαιναν και έβγαιναν από τη Τσιβιταβέκια έβλεπα το πρόσωπο του Μαρσέλ Σβωμπ. Το όραμα ήταν φευγαλέο. Ένα πρόσωπο σχεδόν ημιδιάφανο, με τα μάτια κουρασμένα, γεμάτο ευτυχία και πόνο.
50. Ονειρεύτηκα πως μετά την καταιγίδα ένας Ρώσος συγγραφέας και οι Γάλλοι φίλοι του επέλεγαν μαζί την ευτυχία. Χωρίς να ρωτούν ούτε να ζητούν τίποτα. Όπως εκείνος που καταρρέει χωρίς νόημα πάνω στο αγαπημένο του χαλί.  
51. Ονειρεύτηκα πως οι ονειροπόλοι είχαν πάει στον πόλεμο των λουλουδιών(****). Κανείς δεν είχε επιστρέψει. Στους πίνακες των ξεχασμένων στρατώνων στα βουνά κατάφερα να διαβάσω μερικά ονόματα. Από έναν μακρινό τόπο μια φωνή μετέδιδε ξανά και ξανά εντολές εξαιτίας των οποίων εκείνοι είχαν καταδικαστεί.
52. Ονειρεύτηκα πως ο άνεμος μετακινούσε τη φθαρμένη πινακίδα μιας ταβέρνας. Στο εσωτερικό ο Τζέιμς Μάθιου Μπάρι έπαιζε ζάρια με πέντε απειλητικούς κυρίους.
53. Ονειρεύτηκα πως επέστρεφα στους δρόμους, αλλά αυτή τη φορά δεν ήμουν πια δεκαπέντε χρονών, μα πάνω από σαράντα. Κατείχα μόνο ένα βιβλίο, το οποίο κουβαλούσα στο μικρό μου σακίδιο. Με το που πήγαινα να περπατήσω, το βιβλίο ξεκινούσε να καίγεται. Ξημέρωνε και σχεδόν δεν περνούσαν αμάξια. Ενώ πετούσα το καμμένο σακίδιο σε ένα χαντάκι, ένιωσα πως με έτσουζε η πλάτη μου λες και είχα φτερά.
54. Ονειρεύτηκα ότι οι δρόμοι της Αφρικής ήταν γεμάτοι χρυσοθήρες, πιονέρους, συγκεφαλαιωτές. 
55. Ονειρεύτηκα πως κανένας δεν πεθαίνει την παραμονή. 
56. Ονειρεύτηκα ότι ένας άντρας γυρνούσε την όραση προς τα πίσω, στο αναμορφικό τοπίο των ονείρων και πως η ματιά του ήταν σκληρή σαν ατσάλι αλλά κατακερματιζόταν εξίσου σε πολλαπλές ματιές κάθε φορά πιο αθώες, κάθε φορά πιο ανυπεράσπιστες.
57. Ονειρεύτηκα ότι ο Ζωρζ Περέκ ήταν τριών χρονών και έκλαιγε απαρηγόρητα. Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω. Τον έπαιρνα αγκαλιά, του αγόραζα ζαχαρωτά, βιβλία για ζωγραφική. Μετά πηγαίναμε στην Παραλιακή Οδό της Νέας Υόρκης κι ενώ εκείνος έπαιζε στην τσουλήθρα εγώ έλεγα στον εαυτό μου: δεν χρησιμεύω πουθενά, αλλά θα είμαι χρήσιμος στο να σε προσέχω, κανείς δε θα σου κάνει κακό, κανείς δε θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει. Μετά ξεκινούσε να βρέχει και επιστρέφαμε ήσυχα στο σπίτι. Αλλά που ήταν το σπίτι μας;
BLANES, 1994
Tres, 2000

* Τα ονόματα των συγγραφέων και των ποιητών που αναφέρει ο Μπολάνιο και για τους οποίους δε βρήκα πληροφορίες στα ελληνικά, έκανα μια απόπειρα να τα μεταφράσω, ωστόσο, έχω αφήσει σε αγκύλες το πρωτότυπο όνομα σε περίπτωση που κάποιος θελήσει να τους αναζητήσει. 
** "Το Άγνωστο Πανεπιστήμιο" (La universidad desconocida) τιτλοφορείται η έκτη και τελευταία ποιητική συλλογή του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ο τίτλος έχει παρθεί από το διήγημα του Άλφρεντ Μπέστερ The men who killed Mohammed.
*** Ο όρος που χρησιμοποιεί ο Μπολάνιο (sudacas) χρησιμοποιείται υποτιμητικά στην Ισπανία για τους Λατινοαμερικάνους. Επειδή δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά, χρησιμοποίησα τη λέξη "Λατίνος" που χρησιμοποιείται αντίστοιχα στις ΗΠΑ , και με κάποιον τρόπο, έχει έστω φτάσει στην Ελλάδα.
****Ο πόλεμος των λουλουδιών έλαβε χώρα μεταξύ των Αζτέκων και των εχθρών τους στα μέσα του 15ου αιώνα και πριν την άφιξη των Ισπανών.